Ο Κύπριος μαέστρος και ιδρυτής της Φιλαρμονικής Αθηνών μοιράζεται τη βιοθεωρία του και αναλύει τα μεγαλεπήβολα σχέδιά του για μια ορχήστρα αντάξια των κορυφαίων μουσικών συνόλων του πλανήτη.

Παρακολουθώντας το βράδυ της 26ης Ιουνίου τον Γιάννη Χατζηλοΐζου να διευθύνει με πυγμή και λεπταισθησία τη Φιλαρμονική Αθηνών (ΦΑ), με τις αιώνιες μελωδίες του Μπετόβεν να δονούν τον θόλο του ιστορικού Δημοτικού Θεάτρου Πειραιά, ένιωσα την περιέργεια να φουντώνει. Πώς δημιουργήθηκε αυτή η ορχήστρα, υπό ποιο καθεστώς και πώς καταφέρνει μέσα σε τόσο σύντομο χρονικό διάστημα να φέρνει εις πέρας κορυφαία και απαιτητικά αριστουργήματα του παγκόσμιου ρεπερτορίου; Η πρώτη συναυλία της ορχήστρας δόθηκε μόλις στις 23 Απριλίου 2019 στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών, εις μνήμη του Περικλή Παναγόπουλου, με τη «Συμφωνία του Νέου Κόσμου» του Ντβόρζακ και το «Ρέκβιεμ» του Μότσαρτ. Ακολούθησε μια εμφάνιση στο εμβληματικό Κάρνεγκι Χόλ της Νέας Υόρκης με τη 2η Συμφωνία του Μάλερ, την «9η Ιουλίου» του Μιχάλη Χατζηλοΐζου, πατέρα του μαέστρου, αλλά και μια δική του σύνθεση με βάση κυπριακό χορό. Παρεμπιπτόντως, η «9η Ιουλίου» παρουσιάζεται αυτές τις μέρες από τη ΦΑ στο Δημοτικό Θέατρο Πειραιά με τον ανερχόμενο Κύπριο βαρύτονο Γιώργο Ιωάννου στον ρόλο του ποιητάρη. Ο Γιάννης Χατζηλοΐζου έχει ως βάση την Αθήνα από το 2018, επικεντρωμένος στην εξέλιξη της Φιλαρμονικής Αθηνών. Είναι ένα φιλόδοξο πρότζεκτ με διεθνή ορίζοντα, που ωστόσο δεν κρύβει τους δεσμούς του με την Κυπριακή Μουσική Ακαδημία αλλά και την Cyprus Philarmonic Orchestra.

» Την απόφαση για τη δημιουργία της ΦΑ την πήρα στις 28 Δεκεμβρίου 2018, την ημέρα της κηδείας του μέντορα και στενού φίλου, του συνθέτη και μαέστρου Θεόδωρου Αντωνίου. Τον γνώρισα το 2004 στο Πανεπιστήμιο της Βοστώνης όπου δίδασκε όταν είχα πάει για το διδακτορικό μου. Το όραμά μου ήταν να δημιουργηθεί ένας φορέας που θα παραμέριζε την παραδοσιακή μας διχόνοια με την προοπτική να εξελιχθεί στον σημαντικότερο πρεσβευτή του ελληνικού πολιτισμού στον κόσμο. Ήθελα επίσης από την αρχή να είναι μια ιδιωτική και αυτόνομη εταιρεία, κατά τα πρότυπα άλλων σπουδαίων ορχηστρών του εξωτερικού, που να στηρίζεται στους χορηγούς και να μην εξαρτάται από το κράτος. Είναι μια εντελώς ιδιωτική προσπάθεια, συνεπώς είμαι υποχρεωμένος να είμαι άψογος καλλιτεχνικά, επαγγελματικά, κοινωνικά, να «μυρίζω ωραία» για να πείσω αυτούς που πρέπει ότι η παρακαταθήκη τους θα μείνει μέσω του πολιτισμού.  

» Υπάρχουν ορχήστρες στην Αθήνα, αλλά ένιωσα ότι κάθε άλλο παρά περισσεύει ένας οργανισμός με πλάνο και όραμα που επιδιώκει να αναδείξει τη χώρα διεθνώς. Δηλαδή, που να λειτουργεί ως brand και να κουβαλά την πόλη και τη χώρα στα πέρατα του κόσμου. Αυτό λείπει, γιατί στην Ελλάδα σε σχέση με την κλασική μουσική όλα κατά κύριο λόγο λειτουργούν με λογικές δημοσίου. Υπάρχει και η μενταλιτέ της διχόνοιας και της γκρίνιας που φρενάρει την όποια πρόοδο. Ήθελα λοιπόν να δημιουργήσω έναν οργανισμό όπου να έχω τον πρώτο και τον τελευταίο λόγο καλλιτεχνικά και επιχειρηματικά, για να επωμίζομαι και την ευθύνη της λειτουργίας του.

» Μου αρέσει να θέτω μεγαλόπνοους στόχους για τον εαυτό μου και για ό,τι κάνω κι ας ακούγονται υπερφίαλοι στην αρχή. Όταν με κάλεσαν στο Κάρνεγκι Χολ να διευθύνω την εκεί ορχήστρα είπα ότι θέλω να φέρω τη δική μου, με στόχο να προβάλω την Αθήνα. Τους είπα ότι θα βρω χορηγό για τα μεταφορικά και τους έστειλα ως δείγμα το βίντεο της πρώτης μας συναυλίας στο Μέγαρο. Όταν το είδαν, δέχτηκαν. Μάλιστα, στο ντεμπούτο μου ουσιαστικά ως μαέστρος στις ΗΠΑ, επέλεξα τη 2η Συμφωνία του Μάλερ, δηλαδή το δυσκολότερο έργο που θα μπορούσα. Ήταν μια ευκαιρία που ήθελα να εκμεταλλευτώ στο έπακρο. Να δείξω ότι η ΦΑ είναι αντάξια των μεγάλων ορχηστρών της Ευρώπης κι ότι διαθέτουμε κι εμείς μουσικό επίπεδο ως χώρα. Είμαι συγκεντρωμένος στον στόχο. Επιμένω στην αυτονομία της ΦΑ, σιγά- σιγά θα έχει και το δικό της οίκημα και θα καταξιωθεί διεθνώς. Θέλω να δώσω στον Έλληνα λόγους να είναι περήφανος σ’ αυτό το πεδίο. Η αναγνώριση θα με βοηθήσει και μένα να την αναπτύξω ακόμη περισσότερο.  

» Ενέγραψα ήδη και την Όπερα Πειραιά με σκοπό να εδρεύει στο Δημοτικό Θέατρο, αυτόν τον καταπληκτικό χώρο που άλλωστε είναι opera house κι όχι concert hall. Η ΦΑ θα είναι η ορχήστρα της. Στο ΔΣ της ΦΑ μ’ ενδιαφέρει να βρίσκονται προσωπικότητες με πρεστίζ, κοινωνικό στάτους και διάθεση για προσφορά. Για την τελευταία μας συναυλία στον Πειραιά ήταν καθοριστική η χορηγία του Κώστα Βελάνη. Η συμβολή του είναι ανεκτίμητη, αφού μας βοηθά και στην εξεύρεση ενός κτηρίου στο κέντρο της Αθήνας που θα στεγάζει μόνιμα τη ΦΑ. Εντοπίσαμε ένα στην οδό Φιλελλήλων κι είμαστε σε συζητήσεις για να αποτελέσει τη βάση μας τα επόμενα χρόνια.

» Ο πατέρας μου, Μιχάλης Χατζηλοΐζου, είναι ο σημαντικότερός μου μέντορας. Έχει γράψει έξι όπερες με θέματα από την ελληνική και κυπριακή ιστορία. Έγραψε μελοδράματα, ορατόρια, έκανε εναρμονίσεις, ταξιδέψαμε σε 38 χώρες χωρίς καμιά επιχορήγηση για να προβάλουμε την κυπριακή ελληνική δημιουργία. Δίπλα του έμαθα να δημιουργώ, αλλά κυρίως έμαθα τι θα πει ευθύνη απέναντι στη δημιουργία. Έτσι το αισθάνομαι και γι’ αυτό με ταλαιπωρεί αυτό το πράγμα. Με νοιάζει. Το αγαπώ. Δεν μπορώ να το προσπεράσω. Όπως μ’ ενδιαφέρει ν’ αναδείξω και την Κύπρο ως καλλιτεχνικό προορισμό.

» Η έμπνευση είναι θείο χάρισμα. Για τον Μπετόβεν η κώφωση ήταν ένας τρόπος να προστατευτεί για να βγάλει στο χαρτί όλα αυτά τα αριστουργήματα. Σαν να ήθελε ο Θεός να του αφαιρέσει τα εξωτερικά ερεθίσματα, τους περισπασμούς και να του αφήσει μόνο τα εσωτερικά. Δεν νομίζω ότι υπέφερε. Ίσα- ίσα, μια χαρά άκουγε ο άνθρωπος. Άκουγε καθαρά και χωρίς παρεμβολές τα έργα που ακούμε σήμερα εμείς. Αφότου κουφάθηκε, η μουσική του εξελίχθηκε ακόμη περισσότερο. Ήξερε πολύ καλά τη θέση του στην ανθρώπινη ιστορία.

» Το 1998, καθώς σπούδαζα στην Αμερική, είχα διαγνωστεί με καρκίνο. Ήταν ένας τεράστιος όγκος που άγγιζε πνευμόνια και καρδιά. Με είχανε ξεγραμμένο. Τελικά πήγα στο Χιούστον, στο MD Anderson Cancer Center. Μέσα στην αίθουσα των φίλων των ασθενών είχε ένα τεράστιο καφέ πιάνο Steinway από ξύλο τριανταφυλλιάς. Κάθε Πέμπτη που μπορούσα να περπατήσω λίγο πήγαινα με τους ορούς και τα σωληνάκια και έπαιζα. Έχω κι εγώ ένα θέμα με την ακοή, που προκλήθηκε από τις χημειοθεραπείες. Ευτυχώς, στη μουσική δεν μου φεύγει τίποτα αλλά κάποιες φορές «χάνω» κάποιες λέξεις στην ανθρώπινη ομιλία όταν δεν υπάρχει άρθρωση ή όταν υπάρχει ηχώ.

» Δεν έχει σημασία να πεις ότι κατάλαβες τη μουσική. Σημασία έχει το συνεχές ψάξιμο. Να προσπαθείς να καταλάβεις. Η τέχνη δόθηκε στο είδος μας ως δώρο για να Τον εξυμνούμε. Είτε τον αποκαλείς Θεό, είτε ζωή, φύση κ.λπ. Είναι μια παγκόσμια γλώσσα που φέρνει τους ανθρώπους κοντά. Η μουσική δεν έχει συγκεκριμένη μελωδία κι όμως την αισθάνονται όλοι. Είναι αγάπη, είναι συναίσθημα, είναι και λογική, φιλοσοφία. Μια μεταφυσική ισχύς. Δεν είναι τυχαίο ότι οι βασιλείς ήθελαν τον Χάιντν στην αυλή τους και οι πάπες τον Μιχαήλ Άγγελο να τους φιλοτεχνεί τα παρεκκλήσια. Βεβαίως, ο καλλιτέχνης πρέπει να πληρωθεί. Αλλά δεν νιώθει εργάτης. Είναι λειτουργός, μεσάζων. Υπηρετεί την τέχνη, τη θέωση, την κάθαρση. 

» Στην Κύπρο και την Ελλάδα διαπιστώνεται μια απέχθεια ενάντια στο ωραίο και το κλασικό. Η ευθύνη βαραίνει και τους κυβερνώντες από τη στιγμή που με πρόθεση ή εν αγνοία τους επιλέγουν λάθος ανθρώπους για νευραλγικά πόστα. Ο πολιτισμός είναι σοβαρή υπόθεση, είναι δημόσιο αγαθό. Μια λάθος κίνηση μπορεί να συμπαρασύρει μια ολόκληρη κοινωνία προς τα κάτω. Μια κρατική ορχήστρα είναι σαν το ΓΕΣΥ αλλά της ψυχής. Ο πολίτης έχει δικαίωμα στην καλύτερη δυνατή «περίθαλψη». Όπως πρέπει να είναι καλός ο γιατρός, έτσι κι ο μουσικός ή ο αρμόδιος. Η διαχείριση του πολιτισμού είναι θέμα δομών, αλλά κυρίως θέμα προσώπων, ικανοτήτων, προσωπικών ευαισθησιών και επαγγελματισμού. Πρέπει το κράτος να πάρει τον εαυτό του και το χρέος του απέναντι στο κοινωνικό σύνολο πιο σοβαρά. Είναι πολιτικό έγκλημα να μη δίνεις δεκάρα για τον πολιτισμό ή να λειτουργείς αψήφιστα. Λέω πάντα ότι αυτό που συμβαίνει είναι ένα σύγχρονο ολοκαύτωμα. Απλώς επειδή δεν το βλέπεις με τα μάτια σου, το προσπερνάς. Είναι απαραίτητες και οι κατάλληλες υποδομές. Ένα κτηριακό σημείο αναφοράς προσφέρει δυναμική. Αν δεν υπάρχει γήπεδο μπάσκετ στη γειτονιά πώς περιμένεις τα παιδιά ν’ αγαπήσουν τον αθλητισμό και ν’ αναδειχτούν ταλέντα; 

» Δεν αποτελεί άλλοθι και δικαιολογία για εκπτώσεις το ότι η Κύπρος είναι μικρή χώρα. Αν κάνουμε μια σύγκριση με τη Μάλτα, θα μελαγχολήσουμε. Κι εκείνοι αποικιοκρατούμενοι ήταν και είναι ακόμη μικρότερη χώρα. Αλλά σε ποια αισθητική ζουν οι Μαλτέζοι και σε ποια εμείς; Αυτό επηρεάζει και τον νου, τη διάθεση, την ψυχολογία. Η εικόνα που βλέπουμε είναι καταθλιπτική. Πόλεις και γειτονιές χωρίς χαρακτήρα, τόσα μνημεία που δεν αξιοποιούμε όπως πρέπει. Δηλαδή, πρέπει να μεταναστεύσει κανείς για να ομορφύνει την ψυχή του; Εκεί έχει τις ρίζες της και η γενικότερη μιζέρια που επικρατεί. Κι όπου υπάρχει μιζέρια, υπάρχει και λαϊκισμός και τότε επιπλέουν οι επιτήδειοι. Φαύλος κύκλος.  

» Δεν έχω πάψει να αγαπώ το πιάνο και τις σόλο εμφανίσεις. Το κάνω και μου αρέσει αν και όχι τόσο συχνά πια. Ως διαχειριστής ενός οργανισμού όπως η ΦΑ δεν έχω τον χρόνο που θα ήθελα για να διαβάσω και να προετοιμαστώ για τακτικά ρεσιτάλ και συναυλίες. Ασχολούμαι με το fundraising και την κοινωνική διάσταση για να εξασφαλίσω τους απαραίτητους οικονομικούς πόρους. Φαίνεται άχαρη δουλειά, αλλά είναι μεγάλο το κίνητρο και το απολαμβάνω.

» Η σύνθεση εξακολουθεί να με απασχολεί. Γράφω, αλλά αυτόν τον καιρό δεν βρίσκω τον χρόνο που θα ήθελα να αφιερώσω. Έχω γράψει συμφωνίες, σόλο για πιάνο, μουσική για θέατρο και κινηματογράφο ή για μεγάλα γεγονότα όπως η Πολιτιστική Πρωτεύουσα του 2017. Παραμένει, ωστόσο, στο πλάνο της ζωής μου ν’ αφήσω πίσω μου ένα συνθετικό έργο. Τα γραπτά είναι αυτά που μένουν. Όταν τελειώνει μια συναυλία, αυτόν που χειροκροτούμε ουσιαστικά είναι τον συνθέτη κι όχι τον μαέστρο ή τους μουσικούς. 

» Αυτό που καθιστά ξεχωριστό έναν μαέστρο είναι η προσωπικότητα. Αυτό είναι ζήτημα οικογενειακής παιδείας, ακαδημαϊκής εκπαίδευσης, επαγγελματικής εμπειρίας. Ο μαέστρος πρέπει να έχει αυτοπεποίθηση, ηγετικές ικανότητες και μεταδοτικότητα, να εμπνέει τους μουσικούς να τον ακολουθήσουν. Όταν ξεκίνησα με τη διεύθυνση, πριν από πάνω από 20 χρόνια, έβλεπα κάτι τύπους σαν τον Φουρτβένγκλερ να κάνουν κάτι παράξενες και ακαταλαβίστικες κινήσεις. Μεγαλώνοντας και μελετώντας, διαπίστωσα ότι ο Φουρτβένγκλερ με την αύρα του και μόνο εξέπεμπε σεβασμό. Η κλασική μουσική χρειάζεται μια υπερβολή. Απαιτεί αυστηρότητα και αγάπη ταυτόχρονα. Πρέπει να εμπνέεις εμπιστοσύνη και σεβασμό. Εκεί χρειάζεται να δημιουργείται μια μικρή αίσθηση απόστασης, όπως αυτή μεταξύ πιστού και ιερέα. Είναι ο μόνος τρόπος να μείνει αυτό το πράγμα ανόθευτο. Αλλά όχι σε σημείο να νιώσει απόμακρος ο ακροατής. 

» Είχα από νεαρή ηλικία την εμπειρία της συμμετοχής σε ορχήστρα. Ως φοιτητής είχα επιλεγόμενα μαθήματα το βιολί, τη βιόλα και το κοντραμπάσο. Διετέλεσα πρώτο κλαρινέτο στη Φιλαρμονική της Ιεράς Αρχιεπισκοπής Κύπρου με μαέστρο τον πατέρα μου, πρώτη τρομπέτα στη Φιλαρμονική της ΣΕΚ, το ίδιο και στη ΣΜΕΦ. Γνωρίζω τα περισσότερα όργανα, αλλά αυτό δεν με καθιστά βιρτουόζο στο καθένα. Επιδίωξα να έχω τη γνώση για να μην κουνάω απλώς τα χέρια, να ξέρω πώς λειτουργεί και πώς σκέφτεται ο παίκτης. Άλλα πνευμόνια θέλει η τούμπα, άλλα το κόρνο κι άλλα το όμποε. Για να υπάρχει ποιότητα και ομοιομορφία στον ήχο είναι σημαντική η κατανόηση του οργάνου και του οργανοπαίκτη από τον μαέστρο. 

» Δεν μπορώ να πω ότι έχω ως πρότυπο κάποιον συγκεκριμένο μαέστρο. Μαθαίνω από οποιονδήποτε. Μαέστροι όπως οι αείμνηστοι Κλάουντιο Αμπάντο, Γκέοργκ Σόλτι, όπως ο Μπαρενμπόιμ, τον οποίο έτυχε να γνωρίσω στο Σικάγο κι είναι επίσης πιανίστας- μαέστρος, θεωρώ ότι μ’ έχουν επηρεάσει. Αλλά είναι κι άλλοι, λιγότερο γνωστοί. Δεν έχω ίνδαλμα. Ίνδαλμά μου είναι ο εαυτός μου όπως τον οραματίζομαι να γίνει κι ας μην τα καταφέρω ποτέ. Προσπαθώ καθημερινά να εξελίσσομαι, πρώτα και κύρια ως άνθρωπος.

» Το πιο ωραίο όργανο είναι η ανθρώπινη φωνή. Και το πιο δύσκολο απ’ όλα, τόσο στη συντήρηση όσο και στην εκμάθηση. Μια καλή και δουλεμένη χορωδία είναι το ύψιστο στη μουσική έκφραση. Ο άνθρωπος πρώτα τραγουδάει, μετά μιλάει. 

» Κυριολεκτικά, γεννήθηκα μέσα στη μουσική, οπότε δεν έχω κάποια «πρώτη μουσική ανάμνηση». Όμως, μια έντονα αποτυπωμένη εικόνα από τα παιδικά μου χρόνια είναι να είμαστε γύρω από το δέντρο τα Χριστούγεννα ο πατέρας μου με κόρνο, εγώ με κλαρίνο, ο αδερφός μου με τρομπέτα και η μητέρα μου να τραγουδά. Επίσης, μεγάλωσα μέσα στη χορωδιακή κουλτούρα. Ο ερασιτεχνισμός είναι επίσης μια τεράστια σπουδή. Αυτή η εθελοντική κουλτούρα που εκκινεί από τη γνήσια αγάπη για τη μουσική και τη συμμετοχή, απαιτεί μια κοινή πίστη σε μια αόρατη δύναμη. Μοιάζει με θρησκεία.

» Στο πόντιουμ αισθάνομαι ταυτόχρονα θωρακισμένος και γυμνός. Εκείνη την ώρα γίνομαι η μουσική, οπόταν έχω πολύ σοβαρή θωράκιση. Ταυτόχρονα, όμως, πρέπει να είμαι και ολόγυμνος. Η πίστη των μουσικών προς εμένα, η δική μου πίστη προς τον συνθέτη, η πίστη όλων μας προς την τέχνη, η έγνοια και η πίστη του ακροατηρίου προς εμάς, όλο αυτό που ιδανικά οδηγεί στην υπέρτατη συγκίνηση, απαιτεί να είσαι εκτεθειμένος και άνετος.

» Συγκινούμαι σε κάθε συναυλία όμως υπάρχουν κάποιες στιγμές που είναι ξεχωριστές. Το 1995 θα παρουσιάζαμε το μελόδραμα του πατέρα μου «Επιτάφιος» σε κείμενο του Αντώνη Πιλλά στο αμφιθέατρο της Σχολής Φάλκον. Παίζαμε εγώ κι ο αδερφός μου συνθεσάιζερ και συμμετείχε χορωδία με μαέστρο τον πατέρα μου. Τη μέρα εκείνη πέθανε η μητέρα του πατέρα μου, η γιαγιά μου. Εκείνος αρνήθηκε να αναβάλλει τη συναυλία. Έγινε κανονικά, με σκηνικό έναν τάφο και μπροστά τη μοιρολογίστρα. Ήταν μια σημαδιακή στιγμή. H πρώτη φορά που ένιωσα τόσο έντονα τη διαμεσολάβηση που προσφέρει η τέχνη, εκεί στο μεταίχμιο ζωής και θανάτου. Είναι ταυτόχρονα ξέσπασμα, παρηγοριά, επούλωση.

Ελεύθερα, 10.7.2022