Σε ηλικία 92 ετών πέθανε στο Παρίσι το πρωί της Μεγάλης Πέμπτης της 21ης Απριλίου μια μεγάλη μορφή του ελληνικού πολιτισμού, ο σκηνοθέτης, συγγραφέας, ποιητής, Ροβήρος Μανθούλης.
Ο Ροβήρος Μανθούλης νοσηλευόταν από τις αρχές της εβδομάδας σε νοσοκομείο του Παρισιού με κορωνοϊό.
Γεννήθηκε το 1929 στην Κομοτηνή και μεγάλωσε στην Αθήνα. Οι γονείς του, του έδωσαν το όνομά του από τον Ροβήρο τον Κατακτητή του Ιούλιου Βερν.
Υπηρέτησε τον κινηματογράφο και την τηλεόραση για πάνω από 60 χρόνια. Σπούδασε δράμα, κινηματογράφο και τηλεόραση στο Πανεπιστήμιο Syracuse και όταν επέστρεψε στην Ελλάδα, από το 1955 ως το 1965 ασχολήθηκε με τον κινηματογράφο αλλά και με τη μετάφραση και διασκευή αμερικανικών θεατρικών έργων για το ελληνικό ραδιόφωνο.Στην Ελλάδα γύρισε τις ταινίες «Η κυρία δήμαρχος», «Οικογένεια Παπαδοπούλου», «Ψηλά τα χέρια, Χίτλερ» και το «Πρόσωπο με πρόσωπο» (1966), το οποίο συνέβαλε στη διεθνή αναγνώρισή του λίγο προτού η δικτατορία των συνταγματαρχών τον οδηγήσει σε εξορία στο Παρίσι. Μεγάλη επιτυχία σημείωσε και το μουσικό ντοκιμαντέρ «Μπλουζ με σφιγμένα δόντια», ενώ τελευταία κινηματογραφική ταινία είναι η «Lilly’s story», παραγωγής 2002.
Γύρισε αμέτρητα ντοκιμαντέρ για τη γαλλική τηλεόραση και άλλους φορείς, έχει γράψει πολλά βιβλία και έχει αναλάβει δύο φορές τη διοίκηση της ΕΡΤ: το 1974 και το 1981, έπειτα από πρόσκληση των Κωνσταντίνου Καραμανλή και Ανδρέα Παπανδρέου αντιστοίχως.
Η ζωή του ήταν μια περιπέτεια από τα παιδικά του χρόνια, όπως φαίνεται και από το βιογραφικό του στην Έκδοση του Νεανικού Πλάνου «Ροβήρος Μανθούλης-Μια Ζωή Ταινίες» επ’ευκαιρία του Διεθνούς Κινηματογραφικού Φεστιβάλ Ολυμπίας για Παιδιά και Νέους 2006:
Έφηβος, συμμετείχε στους κύκλους της ∆ιάπλασης των Παίδων και στις γραμμές του ΕΑΜ των Νέων και συνέχεια της ΕΠΟΝ. Από τα τέλη του 1943 μέχρι την Απελευθέρωση, ήταν το «χωνί» των Εξαρχείων και της Νεάπολης, που έφερνε τα βράδια, από κάποια ταράτσα στο λόφο του Στρέφη, τα αντιστασιακά μηνύματα μπροστά στα ανοιχτά παράθυρα των περιοίκων.
Σπούδασε Πολιτικές Επιστήμες στην Αθήνα και Σκηνοθεσία στην Αμερική. 17 χρονών, εξέδωσε το πρώτο του βιβλίο την ποιητική του συλλογή «Σκαλοπάτια». Έκτοτε γύρισε 122 ταινίες (τις περισσότερες στη Γαλλική Τηλεόραση) εξέδωσε 17 βιβλία και διεύθυνε την ΕΡΤ-1 και ΕΡΤ-2.
∆άσκαλός του στην ποίηση ήταν ο Νικηφόρος Βρεττάκος και η παρέα του, στο φιλολογικό πατάρι του Λουμίδη, ήταν, ανάμεσα σ’ άλλους, ο Μιχάλης Κατσαρός, ο Νίκος Γκάτσος, ο Μάνος Χατζιδάκις, ο κριτικός Αλέκος Αργυρίου και ο σκηνοθέτης Φρίξος Ηλιάδης, που εξέδιδε το περιβόητο περιοδικό «Ποιητική Τέχνη». Από το 1949 έως το 1953 σπούδασε Κινηματογράφο και Θέατρο στο Πανεπιστήμιο Syracuse της πολιτείας της Νέας Υόρκης. Εκεί του ανοίχτηκε και ο πρώτος αμερικανικός φάκελος, όταν δημοσίευσε ένα αντι-μακαρθικό άρθρο στην εφημερίδα του Syracuse. Τον δεύτερο φάκελο του τον άνοιξαν το 1972, όταν γύριζε στο Χάρλεμ την ταινία «Μπλουζ με σφιγμένα δόντια».
Όταν επέστρεψε από την Αμερική, το 1953, συνεργάστηκε στην αρχή με το «Θέατρο της Τετάρτης» του Ε.Ι.Ρ., φέρνοντας μια καινούρια ραδιοφωνική τεχνική στις θεατρικές διασκευές. Με τον Μιχάλη Κατσαρό, που ξαναβρήκε στου Λουμίδη, ίδρυσαν μια κινηματογραφική εταιρία που σύντομα διαλύθηκε. Θέλοντας να βοήσει την κινηματογραφική εκπαίδευση, ανέλαβε τη διεύθυνση σπουδών σε δυο, διαδοχικά, κινηματογραφικές σχολές. Στη Σχολή Σταυράκου, όπου είχαν ήδη διδάξει ο Κάρολος Κουν, ο Μίκης Θεοδωράκης και ο Γιάννης Τσαρούχης, είχε συνεργάτες του τον Γρηγόρη Γρηγορίου και τον Γιάννη Μπακογιαννόπουλο. Στη Σχολή Ιωαννίδη είχε προσλάβει τον Χρήστο Βαχλιώτη, στο τμήμα ηθοποιών.
Δίδαξε μέχρι την κατάλυση της ∆ημοκρατίας από τη χούντα των συνταγματαρχών, το 1967. Ανάμεσα στους γνωστότερους μαθητές του ήταν ο Παντελής Βούλγαρης, ο Νίκος Νικολαΐδης, ο ∆ημήτρης Κολλάτος και ο Βασίλης Ραφαηλίδης, που έγινε και βοηθός του σ’ ένα ντοκιμαντέρ. Στο μεταξύ, ο Μανθούλης είχε αναλάβει να οργανώσει το τμήμα ντοκιμαντέρ στο υπουργείο Τύπου και Πληροφοριών, αλλά σ’ ένα χρόνο απολύθηκε.
Η διάδοση του ντοκιμαντέρ στην Ελλάδα έγινε έμμονη ιδέα στον Μανθούλη και το 1960 ίδρυσε την «Ομάδα των 5», με τους Ηρακλή Παπαδάκη, Φώτη Μεσθεναίο, Γιάννη Μπακογιαννόπουλο και Ρούσσο Κούνδουρο. Ύστερα από έναν οργασμό διαφώτισης του κοινού και των κρατικών φορέων, με διαλέξεις, προβολές, φεστιβάλ και κινηματογραφικές λέσχες, κατέληξαν στο να γυρίζουν όλοι, αλλά και άλλοι σκηνοθέτες, σειρά από ταινίες για διάφορους οργανισμούς και να ζούν απ’ αυτό. Η «Ακρόπολη των Αθηνών» (1961), που γύρισε με τον Ηρ. Παπαδάκη και τον Φ. Μεσθεναίο (και τον μέγα αρχαιολόγο Γιάννη Μηλιάδη), πουλήθηκε σε 3000 πανεπιστήμια στην Αμερική).
Οι ταινίες τους αποσπούσαν κάθε φορά το βραβείο του Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης.
Το 1959 ο Μανθούλης δέχτηκε μια πρόταση του Αντώνη Ζερβού (της γνωστής εταιρείας ΑΝΖΕΡΒΟΣ, που είχε στούντιο, διανομή και πολλά σινεμά) να γυρίσει μια ελληνική κωμωδία –την «Κυρία ∆ήμαρχο» (1960)– με πρωταγωνιστές τη Γεωργία Βασιλειάδου και τον Βασίλη Αυλωνίτη, τον Νίκο Κούρκουλο σε δευτερεύοντα ρόλο, τον Καζαντζίδη και τη Μαρινέλλα σε πρώτη κινηματογραφική εμφάνιση και τον Φώτη Μεσθεναίο ως διευθυντή φωτογραφίας. Το ίδιο συνέβη και με την «Οικογένεια Παπαδοπούλου» (1961), σε σενάριο του Βαγγέλη Γκούφα, με τον Ορέστη Μακρή, τον Ντίνο Ηλιόπουλο, τον Παντελή Ζερβό, την Κάκια Αναλυτή, τον Στέφανο Ληναίο και τον Θανάση Βέγγο, πριν ακόμα αρχίσει τους μεγάλους του ρόλους. Ένας από τους μεγαλύτερους, που του χάρισε και το Βραβείο Καλυτέρου Ηθοποιού από τους κριτικούς, θα είναι στην επόμενη ταινία του Μανθούλη «Ψηλά τα Χέρια Χίτλερ» (1963), με συμπρωταγωνιστή τον Βασίλη ∆ιαμαντόπουλο.
Το «Ψηλά τα Χέρια Χίτλερ» ήταν μια πρώτη πολιτική ταινία, αλλά το «Πρόσωπο με Πρόσωπο», (1966) θα είναι ακόμα πιο καυστική.
Τον επόμενο χρόνο, το «Πρόσωπο με Πρόσωπο» κλήθηκε να πάρει μέρος σε διάφορα φεστιβάλ, αρχής γενομένης από το ∆ιεθνές Φεστιβάλ Νέου Κινηματογράφου στην πόλη Υέρ της Γαλλίας. Το Φεστιβάλ έκανε έναρξη με το «Πρόσωπο με Πρόσωπο» την 21η Απριλίου 1967, ημέρα που έγινε το χουντικό πραξικόπημα στην Ελλάδα. Οι συνεντεύξεις του Μανθούλη μεταδόθηκαν το ίδιο βράδυ από πολλά ευρωπαϊκά ραδιόφωνα και από τη «Φωνή της Αλήθειας», ραδιοφωνικό σταθμό που εξέπεμπε από την ανατολική Ευρώπη. Την επόμενη εβδομάδα το Φεστιβάλ Κανών οργάνωσε μια ειδική προβολή, αδιαφορώντας για τις διαμαρτυρίες της χούντας. Φυσικά, η ταινία απαγορεύτηκε στην Ελλάδα «καθ’ άπασαν την επικράτειαν, δια λόγους γενικοτέρας θέσεως», το διαβατήριο του σκηνοθέτη ακυρώθηκε, η αστυνομία επισκέφτηκε το σπίτι του, το όνομά του μπήκε στη μαύρη λίστα που δεν έπρεπε να αναφέρει ο τύπος.
Όμως τη σκυτάλη της αντίστασης την πήρε το «Ψηλά τα χέρια Χίτλερ». Κατά την προβολή του στις σκοτεινές αίθουσες οι θεατές, μόλις άκουγαν το τραγούδι των Χριστοδούλου-Θεοδωράκη, ξέσπαγαν σε συνθήματα κατά της χούντας. Είναι η αρχή της εξορίας στο εξωτερικό. Η ταινία παίζεται στο Παρίσι, οι κριτικές είναι θριαμβευτικές, η γαλλική τηλεόραση καλεί τον Μανθούλη σε συνεργασία. Του αναθέτει τη σκηνοθεσία ενός πρωτότυπου προγράμματος που θα γυρίζεται σε διάφορες χώρες (ταξίδευε, τότε, με προσφυγικό διαβατήριο «απάτριδος»), ερευνώντας τις πολιτικές και κοινωνικές ρίζες του θεάματος, της μουσικής και του τραγουδιού. Στο πρόγραμμα, που είχε τίτλο «Στην Αφίσα του Κόσμου», γύρισε πολλούς διάσημους καλλιτέχνες, όπως τον Ζακ Μπρελ, την Τζόαν Μπαέζ, τους Ρόλινγκ Στόουνς με τον Κιθ Ρίτσαρντς και τον Μικ Τζάγκερ, τον Τζον Μαγιάλ, τον Σάνρα, την Μάριον Ουίλιαμς, τον Τζόνι Χαλιντέι, τον Ζορζ Μουστακί, τον Νουρέγιεφ και πολλούς άλλους.
Για το ίδιο πρόγραμμα γύρισε ντοκιμαντέρ με τη Μελίνα, τον Μίκη Θεοδωράκη και τη Μαρία Φαραντούρη για την κατάσταση στην Ελλάδα. Η «Αφίσα του Κόσμου» αγαπήθηκε τόσο από το κοινό όσο και από την κριτική, η οποία της έδωσε το ετήσιο βραβείο της καλύτερης γαλλικής εκπομπής του 1969.
Ο Μανθούλης γύρισε το ντoκιμαντέρ για τα μπλουζ «Ανεβαίνοντας τον Μισισιπή» στην Αμερική και με το φιλμ αυτό έκανε εγκαίνια το κανάλι στις 3 Ιανουαρίου 1973. Παράλληλα, γύρισε στο Χάρλεμ την ταινία μεγάλου μήκους «Μπλουζ με σφιγμένα δόντια», που παίχτηκε την ίδια χρονιά στους κινηματογράφους και απέσπασε ενθουσιώδεις κριτικές.
Αργότερα, άρχισε τη σειρά των πολιτιστικών ντοκιμαντέρ με τον γενικό τίτλο «Μια χώρα, μια μουσική», που έφερε τον Μανθούλη σε πολλές χώρες των 5 ηπείρων (Ιρλανδία, Ουγγαρία, Αίγυπτο, Υεμένη, ΗΠΑ, Σικελία, Κούβα, Αργεντινή, Βραζιλία, Καναδά, Αυστραλία, Ισραήλ κλπ, και στην Ελλάδα όταν έπεσε η χούντα).
Στο μεταξύ, η Μελίνα ενθουσιάζεται με το φιλμ που της γύρισε ο Μανθούλης για την «Αφίσα του Κόσμου» και του προτείνει μια ταινία αμερικανικής παραγωγής με παραγωγό τον Ντασέν, με τίτλο «Lilly’s Story». Ο Μανθούλης γράφει το σενάριο στα αγγλικά (με τον Γιώργο Σεβαστίκογλου) και στέλνει ένα γαλλικό συνεργείο να γυρίσει κρυφά σκηνές στην Αθήνα, όπου όμως συλλαμβάνεται έξω από την Ασφάλεια της οδού Μπουμπουλίνας. Τελικά, το φιλμ δεν γυρίστηκε γιατί την παραμονή του γυρίσματος διαλύθηκε η παραγωγός εταιρία.
Λίγο μετά την πτώση της χούντας η κυβέρνηση πρότεινε στον Μιχάλη Κακογιάννη να αναλάβει την Τηλεόραση (1975). Εκείνος αρνήθηκε και υπέδειξε τον Μανθούλη. Ο Καραμανλής του αναθέτει την καλλιτεχνική διεύθυνση της ΕΡΤ, που στο μεταξύ είχε γίνει ανώνυμη εταιρία δημοσίου δικαίου. Ο Μανθούλης δέχτηκε για ένα χρόνο. Στο διάστημα αυτό προσπάθησε να συνεφέρει το πρόγραμμα, με συνεργάτες του τον Γιάννη Μπακογιαννόπουλο, τον Πέτρο Μάρκαρη, την Τώνια Μαρκετάκη και άλλους. Έφερε τον Γάλλο μοντέρ του Ντομινίκ Κολονά για να ξεκινήσει μια σειρά ανάλογη μ’ αυτές που γύριζε στη Γαλλία. Την βάφτισε «Παρασκήνιο» και την ανέθεσε σε άξιους νέους σκηνοθέτες όπως ο Παπαστάθης και ο Χατζόπουλος.
Παράλληλα, έφτιαξε μεσημεριανό πρόγραμμα, το «Κάθε μεσημέρι», που από την πρώτη μέρα αγαπήθηκε από το κοινό, επέβαλε τα ζωντανά προγράμματα, που δεν υπήρχαν ακόμη τότε από τον φόβο των Ιουδαίων, δημιούργησε το «Μια ταινία, μια συζήτηση», έφερε τα κινηματογραφικά συνεργεία στην τηλεόραση και γυρίστηκαν τα πρώτα σήριαλ σε κινηματογραφικό φιλμ, όπως «Ο φωτογράφος του χωριού» και η «Η δασκάλα με τα χρυσά μάτια», αναμόρφωσε το «Θέατρο της ∆ευτέρας» (που έφτασε να έχει 90% θέαση), εγκαινίασε τις «Μουσικές Βραδιές» με τον Γιώργο Παπαστεφάνου, αρχίζοντας με μια “Βραδιά Ζορζ Μουστακί” και περιόρισε το αμερικανικό πρόγραμμα φέρνοντας ευρωπαϊκά σίριαλ, όπως το γαλλικό «Μαύρο ψωμί», το ιταλικό «Πινόκιο» και άλλα από τις βαλκανικές χώρες (και βέβαια δέχτηκε διαμαρτυρίες από την αμερικανική πρεσβεία…).
Ανάμεσα στ’ άλλα κατάφερε να πείσει τον θυμωμένο με την κυβέρνηση Μάνο Χατζιδάκι, που ετοίμαζε παραίτηση, να παραμείνει στο Τρίτο Πρόγραμμα. Στις μέρες του επίσης ιδρύθηκε η ΕΡΤ της Θεσσαλονίκης (σημερινή ΕΡΤ-3). Όταν ο Μανθούλης ανέλαβε την ΕΡΤ, η ΥΕΝΕ∆, το τηλεοπτικό κανάλι του υπουργείου Άμυνας, είχε το 75% της θέασης και η ΕΡΤ το 25%. Όταν έφυγε, τα ποσοστά είχαν αντιστραφεί με αποτέλεσμα να κατηγορηθεί από τον υπουργό Αμύνης (Ευ. Αβέρωφ) στο Υπουργικό Συμβούλιο για αθέμιτο ανταγωνισμό. Όταν, τέλος, διορίστηκαν μερικοί υπάλληλοι της ΚΥΠ στην ΕΡΤ και άρχισαν να σαμποτάρουν το πρόγραμμα, ο Μανθούλης παραιτήθηκε.
Ο Μανθούλης συνέχισε τα ταξίδια του για τη γαλλική τηλεόραση και, επιστρέφοντας από την Ταϊτή, η νέα κυβέρνηση του Ανδρέα Παπανδρέου τον καλεί να αναλάβει την ΥΕΝΕ∆, αλλά δεν δέχεται. Στη συνέχεια του ζητάει να βρει έναν τρόπο να διορθωθεί το χάος που δημιουργήθηκε στην ΕΡΤ γιατί ήταν έτοιμη να κλείσει. Έγινε κι’ αυτό, η ΕΡΤ συνήλθε και ζητάνε από τον Μανθούλη να αναλάβει την καλλιτεχνική διεύθυνση κατά την μετατροπή της ΥΕΝΕ∆, που στο μεταξύ πέρασε στην αρμοδιότητα του υπουργείου Προεδρίας, σε ΕΡΤ-2. Έκανε ό,τι μπόρεσε με συνεργάτες του τον Λεωνίδα Ζενάκο, τον Βασίλη Βαφέα και τον Νίνο Μικελίδη, ώσπου παραιτήθηκε για να γυρίσει τις «Ακυβέρνητες πολιτείες» (1983-1986) του Τσίρκα, μια τηλεοπτική σειρά με γαλλική συμπαραγωγή, που κράτησε τρία χρόνια. Το σήριαλ αυτό μεταδόθηκε μόνο τρεις φορές από τότε στην Ελλάδα και 50 φορές από τη γαλλική τηλεόραση.
Το 1991, ο Μανθούλης εκλέχτηκε Πρόεδρος της Ελληνικής Κοινότητας Παρισιού, την οποία προσπάθησε να κάνει ένα ελληνικό πολιτιστικό κέντρο. Ίδρυσε εκεί κινηματογραφική λέσχη, εγκαινίασε ένα περιοδικό και οργάνωσε σεμινάρια με πανεπιστημιακούς, σαν ένα λαϊκό πανεπιστήμιο. Παράλληλα, γύρισε μια σειρά ταινιών πάνω στους Έλληνες του Παρισιού. Παρουσίασε στα μέλη της κοινότητας πολλούς Έλληνες πολιτικούς (Κώστα Καραμανλή, Αλέκα Παπαρήγα, Νίκο Κωνσταντόπουλο, Γιώργο Παπανδρέου κ.ά.).
Το ∆ημοτικό Συμβούλιο του απένειμε το Μετάλλιο της Πόλεως του Παρισιού για την πολιτιστική δράση του στη Γαλλία. Την ίδια εποχή, ο Μανθούλης ενδιαφέρεται για τον ρόλο της τηλεόρασης στη διαμόρφωση των νεαρών τηλεθεατών, γυρίζει την ταινία «Η Τηλεόραση των μπόμπιρων» και πείθει την υπουργό Μέσων Μαζικής Επικοινωνίας να ιδρύσει το ινστιτούτο Ιούλιος Βερν για την ενίσχυση των μορφωτικών προγραμμάτων. Ο υπουργός Πολιτισμού Ζακ Λανγκ του αναθέτει ένα φιλμ για τον Καθεδρικό Ναό της Ρεμς, το οποίο προβάλλεται ένα βράδυ στο ναό και πείθει τους παραγωγούς σαμπάνιας, που είχαν προσκληθεί να ενισχύσουν με 100 εκατομμύρια φράγκα την αναστήλωση και τη συντήρηση των 2.000 αγαλμάτων που τον στολίζουν.
Ο Μανθούλης στρέφεται κυρίως σε ελληνικά θέματα και γυρίζει τον «Ελληνικό Εμφύλιο Πόλεμο» και την «∆ικτατορία των Συνταγματαρχών» για το γαλλικό πολιτιστικό κανάλι ΑRΤΕ (σε συμπαραγωγή με την FR-3 και τη ΝΕΤ) καθώς και την ταινία μεγάλου μήκους «Lilly’s Story» (με θέμα το πώς δεν γυρίστηκε η παλιά ταινία με την Μελίνα), η οποία επελέγη από το Φεστιβάλ Βενετίας ως επίσημη συμμετοχή το 2000. Η ταινία γυρίστηκε στο Παρίσι, στην Ελλάδα, τη Σλοβενία και την Ουγγαρία (γιατί ένα από τα επεισόδια της αναφέρεται στον εξόριστο εκεί ∆ημήτρη Χατζή).
Στο διάστημα αυτό εξέδωσε καινούρια βιβλία (το προηγούμενο ήταν το Κράτος της Τηλεόρασης) από τις εκδόσεις Εξάντας: το Αρχαίο Ερωτικό Λεξιλόγιο, για την αργκό της αρχαίας ελληνικής γλώσσας, Μιμίαμβοι του Αλεξανδρινού κωμωδιογράφου Ηρώνδα σε μετάφραση και σχόλια, το βιωματικό μυθιστόρημα Lilly’s Story, το Μπλουζ με Σφιγμένα ∆όντια, χρονικό του γυρίσματος της ταινίας, Tο Ημερολόγιο του Εμφυλίου ∆ιχασμού, 1900-1974 από τις εκδόσεις Καστανιώτη κ.α.