Ο συγγραφέας Βαγγέλης Γέττος ζωντανεύει δραματουργικά τον Νίκο Κοεμτζή.

Με τις προεκτάσεις και τα επακόλουθα του πιο διάσημου, ίσως, ζεϊμπέκικου που χορεύτηκε ποτέ καταπιάνεται ο συγγραφέας και νομικός από την Πάτρα, ο οποίος τα τελευταία έξι χρόνια ζει στη Λευκωσία. Για την ακρίβεια, του πιο διάσημου ζεϊμπέκικου που δεν ολοκληρώθηκε ποτέ, αυτού που χόρεψε ο Δημοσθένης Κοεμτζής. Ο αδερφός του ο Νίκος Κοεμτζής πρωταγωνίστησε σ’ ένα διαβόητο φονικό το βράδυ των αποκριών του 1973 με αιτία μια «παραγγελιά»- αλλά και κάτι παραπάνω. Στο έργο «Η τελευταία απολογία ενός πεθαμένου που ’σφαξε τρεις και οκτώ λάβωσε ακόμα» ο Νίκος Κοεμτζής «επιστρέφει» δέκα χρόνια μετά τον θάνατό του για να παρουσιάσει τη δική του εκδοχή πάνω στα γεγονότα αλλά και το πώς οδηγήθηκε σ’ αυτά. Εκείνο το μακρύ ζεϊμπέκικο, μια τελετουργία της καΐλας και της συντριβής, μπορεί να διακόπηκε μια αιματηρή νύχτα αλλά ουσιαστικά συνεχίστηκε για δεκαετίες για να αναχθεί στη σφαίρα ενός αστικού μύθου που κρύβει στις πτυχές του κρόσσια της πραγματικής ιστορίας της σύγχρονης Ελλάδας. Η πρόταση του Βαγγέλη Γέττου διαθλάται σκηνοθετικά από τον Λέανδρο Ταλιώτη και ενσαρκώνεται από τον Αλέξανδρο Παρίση. Για να αποδομήσει την εικόνα που πλαστούργησε για τον Κοεμτζή ο αντιδραστικός μικροαστισμός της χούντας και της μεταπολίτευσης, προτάσσει τα στοιχεία του τραγικού αντιήρωα φιλοδοξώντας να πυροδοτήσει μια συζήτηση πολυπρισματική.

– Τι πιστεύεις ότι πρεσβεύει η περίπτωση του Νίκου Κοεμτζή για τη μετεμφυλιακή και τη μεταπολιτευτική Ελλάδα; Τον κοινωνικό αλγόριθμο με βάση τον οποίο και τα δύο καθεστώτα διαχώριζαν εκ των προτέρων τους πολίτες τους. Στην Ελλάδα από το 1944 μέχρι το 1981, πρόσβαση στην προστασία που προσφέρει ένα κράτος είχαν μόνο οι «κανονικοί», οι «ευαγείς», οι «υγιείς» πολίτες. Οι υπόλοιποι, αν δεν διώκονταν απηνώς για τα πολιτικά τους φρονήματα, αναγκάζονταν ή να μεταναστεύσουν ή να παρεκκλίνουν προς την παραβατικότητα. Ο Κοεμτζής ήταν παιδί καπετάνιου του ΕΛΑΣ, «χαρακτηρισμένο» δηλαδή. Αν κι η αναγωγή όλης της ανθρώπινης συμπεριφοράς στα παιδικά και οικογενειακά βιώματα δεν αρκεί, ωστόσο στην ιστορία του Κοεμτζή φαίνεται ότι δεν μπορούμε να την αποφύγουμε.

– Γιατί τα ερωτήματα που θέτει είναι οικουμενικής σημασίας; Δεν ξέρω αν καταφέρνω να «οικουμενικοποιήσω» τα ερωτήματα αυτά ως συγγραφέας. Αυτό θα το κρίνουν οι θεατές. Αποτελεί στόχο, βεβαίως, αυτού του θεατρικού κειμένου. Η κοινωνική μηχανική εκείνης της περιόδου δεν διαφοροποιείται πολύ από τη σημερινή και δεν θα διαφοροποιηθεί πολύ από την αυριανή. Και τότε και τώρα, τα υλικά που συνθέτουν τα κολοβά ευρωπαϊκά κράτη της ανατολικής Μεσογείου όπως η Ελλάδα και η Κύπρος είναι τα ίδια: «νόμος και τάξη», «μειοψηφίες που διαταράσσουν την κοινωνική ειρήνη», «να εφαρμοστεί ο νόμος», «ατομική ευθύνη» κτλ. Κι όλα αυτά όχι σαν αναλυτικά εργαλεία για μια καλύτερη συλλογική ζωή, αλλά σαν συνθήματα στα χέρια διεφθαρμένων εξουσιών.

– Ποια είναι η λεπτή γραμμή που διαχωρίζει τον φονιά, το «τέρας» από τον λαϊκό ήρωα; Πιστεύω ότι δεν υπάρχει μία τέτοια γραμμή, ενιαία μέσα στην πορεία της Ιστορίας. Το «τέρας» και ο «ήρωας» είναι έννοιες που παράγονται μέσα στο αλώνι της κοινωνίας. Κάθε ιστορική κοινωνία, κάθε χρονική περίοδος της ίδιας κοινωνίας ορίζει τις δικές της νόρμες. Πάντως, ο δικός μας Κοεμτζής δεν διεκδικεί επουδενί τον ρόλο του ήρωα. Όμως, ζητά να αποδείξει στους ζωντανούς, στους οποίους επιστρέφει για μία μόλις ώρα, ότι η μονομερής εικόνα του τέρατος δεν τον περιγράφει επαρκώς. Η υπόθεση Κοεμτζή αναδεικνύει την περιπλοκότητα του ανθρώπου καθώς αυτές οι διαχωριστικές γραμμές αρχίζουν και ατονούν στο βάθος του ανθρώπινου ψυχισμού. Με απλά λόγια, δεν υπάρχουν από τη μία τα τέρατα και από την άλλη οι άγιοι. Όλοι μας έχουμε μέσα μας κάτι από το τέρας και κάτι από τον άγιο ή τον «ήρωα».

– Πιστεύεις ότι υπήρχαν και υποσυνείδητα ταξικά αντανακλαστικά πίσω από την πράξη του; Αν η καταπίεση που υπέστη αυτός κι η οικογένειά του παρήγαγε ταξικά τραύματα- που είναι γεγονός – τότε, ναι. Ωστόσο, ο Κοεμτζής δεν σκότωσε τους αστυνομικούς της χούντας ως αντιστασιακός ή σαν συνειδητά εξεγερμένος αλλά σαν ένα κοινωνικά καταπιεσμένο ον «που λύει τον πανικό του και διαστέλλεται ξεσπώντας», όπως λέει κι ο Σαββόπουλος. Τα αντανακλαστικά του έχουν τα στοιχεία του τραγικού αντιήρωα, με ό,τι αυτό μπορεί να συμπεριλαμβάνει.

– Αποφυλακίστηκε από την Πάτρα. Υπάρχει κάποια δική σου προσωπική εμπειρία με τον Κοεμτζή; Ναι. Βέβαια, η εμπειρία αυτή δεν προέρχεται από την Πάτρα όπου μεγάλωσα αλλά από την Αθήνα. Εκεί, στο Μοναστηράκι τον είδα για πρώτη φορά όταν πήγαμε εκδρομή με το σχολείο, στο Λύκειο. Ήξερα την ιστορία από τον πατέρα μου. Όταν τον είδα πίσω από τον μικρό φορητό πάγκο του όπου πουλούσε τα βιβλία του, κατάλαβα αμέσως ποιος είναι. Μια εικόνα που δεν θα ξεχάσω ποτέ. Μετά ως φοιτητής και εργαζόμενος στην Αθήνα, τον είδα πολλές φορές έξω από τα δικαστήρια της Ευελπίδων όπου πήγαινα σαν ασκούμενος δικηγόρος, λίγο πριν τον θάνατό του μάλιστα. Αν και δεν του μίλησα ποτέ, ένιωθα ότι περιέβαλλε κάθε περαστικό με τη σκέψη και το σχόλιό του. Ένιωθες το βαθύ, πρωτογενώς ανθρώπινο χνώτο της σκέψης του πάνω σου. «Ανθρώπινο, πολύ ανθρώπινο» όπως θα έγραφε ο Νίτσε, με την έννοια της «ανθρωπίλας» κι όχι απαραίτητα της «ανθρωπιάς» -που κι απ’ αυτή είχε ο Κοεμτζής, αλλά σπάνια του δόθηκε η ευκαιρία να την εκφράσει.

– Πόσο άλλαξε την άποψή σου για τον ίδιο και τις συνθήκες του συμβάντος η έρευνα που έκανες στο πλαίσιο αυτού του έργου; 

 

– Ποιο είναι το πιο εντυπωσιακό στοιχείο που ανακάλυψες; Ίσως το πιο συγκλονιστικό εύρημά μου να είναι το γεγονός ότι η σκηνή του μακελειού στο κέντρο «Νεράιδα» είχε επαναληφθεί πολλά χρόνια πριν με πρωταγωνιστή και πάλι τον ίδιο και τον αδελφό του. Η σκηνή αυτή είναι μία από τις πολύ δυνατές, νομίζω, της παράστασης οπότε θα συγκρατηθώ και δεν θα την αποκαλύψω!

– Σε ποιο βαθμό αξιοποιούνται οι άλλες πηγές και αναφορές, όπως το βιβλίο του Κοεμτζή, η ταινία του Τάσιου, το τραγούδι του Σαββόπουλου; Οι πηγές αυτές παίρνουν όλες μία μονομερή και κάπως απλουστευτική θέση. Το δίλημμα που θέτουν και οι τρεις πηγές είναι «με αυτόν ή με τους άλλους;». Στη δική μας προσέγγιση το δίλημμα αυτό διαρρηγνύεται και μετατρέπεται στο εξής: «κατανοώντας ή αδιαφορώντας για την ανθρώπινη φύση;». Για να το πετύχουμε αυτό, συγγραφικά, σκηνοθετικά και ερμηνευτικά, έπρεπε να αποφύγουμε το «statement», το διδακτικό νόημα. Ο Κοεμτζής θα μπορούσε να είναι ένας χαρακτήρας των αττικών τραγωδιών. Σ’ ένα τέτοιο πλαίσιο θα αναγκαζόμασταν από τον σεβασμό που έχουμε μάθει να τρέφουμε π.χ. προς τον μητροκτόνο Ορέστη να μην πέφτουμε στην παγίδα της υπεραπλούστευσης. Γιατί να πέσουμε στην ίδια παγίδα για τους τραγωδιακούς χαρακτήρες της σύγχρονης ελληνικής Ιστορίας;

– Πώς βλέπεις τον Αλέξανδρο Παρίση ως Νίκο Κοεμτζή; Ο Αλέξανδρος, όπως συνηθίζει να λέει μια συνάδελφός του και πολύ καλή κοινή μας φίλη, έχει αυτή την «ανθρωπίλα» που ανέφερα και παραπάνω και που αποτελεί απαραίτητο χαρακτηρολογικό στοιχείο για να προσεγγίσεις έναν τέτοιο ρόλο. Επίσης, ο Αλέξανδρος, ως παιδί του κέντρου της Αθήνας, έχει τις αναφορές της αστικής μυθολογίας που περιλαμβάνει και τον Κοεμτζή. Εκτός αυτών είναι ένας ταλαντούχος και γενναιόδωρος άνθρωπος τόσο ως προς την ισότιμη και διάφανη συνεργασία του μ’ έναν νέο συγγραφέα όσο και ως προς την φαιά ουσία που επενδύει στην ερμηνεία του.

– Ποιο είναι το μήνυμά του στο «εδώ και τώρα» της συνάντησης με το σύγχρονο κοινό; Είναι αυτό που πετυχαίνει ο Λέανδρος Ταλιώτης με τη σκηνοθεσία του: να πάρει το απευθυντέο στοιχείο του μονολόγου από το κείμενο και να το κάνει ζωντανό διάλογο με το κοινό. Το κοινό πρέπει να περιμένει debate πάνω στις έννοιες της δικαιοσύνης, της ελευθερίας της επιλογής, της ισχύος της ατομικής βούλησης κι όχι ένα ομφαλοσκοπικό, εσωστρεφές θεατρικό γεγονός. Ο Ταλιώτης κεντρίζει τον/ την θεατή με όρους ισοτιμίας, όχι με τη λογική του θεάτρου «in-yer-face». Είναι το θέατρο που λατρεύω: ο σκηνοθέτης δεν θεωρεί τον εαυτό του ανώτερο ή σοφότερο από το κοινό. Απλώς έτυχε να είναι αυτός που ξεκινά τον διάλογο. Αυτή η απαίτηση από το κοινό να δώσει τις δικές του απαντήσεις – κυριολεκτικά επί τόπου ή και νοερά– είναι το «εδώ και τώρα» αυτής της συνάντησης.

* «Η τελευταία απολογία ενός πεθαμένου που ’σφαξε τρεις και οκτώ λάβωσε ακόμα» παρουσιάζεται στις 23, 24, 29, 30 και 31 Μαΐου στις 8μ.μ. στο Ίδρυμα ARTos στη Λευκωσία, Εισιτήρια: 96130158,  soldouttickets.com.cy

Φιλελεύθερα, 23.5.21