Για τον Άγγλο σταρ του σινεμά Τζούλιαν Σαντς ο πιο απαιτητικός ρόλος είναι πάντα ο επόμενος.

Από τις οσκαρικές ταινίες «Κραυγές στη Σιωπή» του Ρόλαντ Τζοφέ και «Δωμάτιο με θέα» του Τζέιμς Άιβορι, σε φιλμ τρόμου και ψυχολογικά θρίλερ, δράματα εποχής και κωμωδίες δράσης. Ο Τζούλιαν Σαντς έχει μια μακρά διαδρομή στη μεγάλη και τη μικρή οθόνη. Υποδύθηκε μάγους, μεγαλοεγκληματίες, τρομοκράτες, το φάντασμα της όπερας, ενσάρκωσε ιστορικά πρόσωπα όπως τον Φραντς Λιστ, τον Πέρσι Σέλεϊ, τον Λουδοβίκο 14ο, τον Μέτερνιχ. Συμπρωταγωνίστησε με τους πιο διάσημους ηθοποιούς: Τζον Μάλκοβιτς, Τίμοθι Ντάλτον, Έλενα Μπόναμ Κάρτερ, Χιου Γκραντ, Τζεφ Ντάνιελς, Ζεράρ Ντεπαρντιέ, Ούμα Θέρμαν, Νίκολας Κέιτζ, Τζορτζ Κλούνεϊ, Μπραντ Πιτ, μέχρι και τον Τζάκι Τσαν. Συμπορεύτηκε με κορυφαίους σκηνοθέτες, ταξίδεψε σε όλο τον κόσμο. Κι η διαδρομή τον έφερε στην Κύπρο ώστε να ζήσει άλλη μια «ζωή» στο πρόσωπο ενός πρώην σταρ που παρουσιάζει σειρά ντοκιμαντέρ για μυστηριώδη γεγονότα και φτάνει στο νησί για μπλέξει σε ανατριχιαστικές καταστάσεις. Το «The Ghosts of Monday» είναι μια μεταφυσική ταινία τρόμου, χαμηλού προϋπολογισμού αλλά υψηλών προσδοκιών, από την κυπριακή εταιρεία παραγωγής Altadium Group, προϊόν του σχεδίου κινήτρων του Κυπριακού Οργανισμού Προώθησης Επενδύσεων (Invest Cyprus). Την υπογράφει ο Ιταλός σκηνοθέτης Φραντσέσκο Τσινκουεμάνι, με τα γυρίσματα να πραγματοποιούνται εξ ολοκλήρου στην Κύπρο με τη συμμετοχή πολλών ντόπιων συντελεστών. Με αφορμή την επίσκεψη, τον συναντήσαμε στο ξενοδοχείο St Raphael, επίκεντρο των γυρισμάτων, με τον ίδιο να δηλώνει ευθαρσώς ότι κι ο πιο ευφάνταστος σκηνογράφος δεν θα μπορούσε να το κάνει πιο ατμοσφαιρικό.

– Έχετε ξανάρθει στην Κύπρο; Είναι η πρώτη φορά. Ευχαριστήθηκα τη διαμονή εδώ. Είναι κρίμα που συνέπεσε με το lockdown και δεν μπόρεσα να απολαύσω την εμπειρία κάποιων από τα υπέροχα εστιατόρια για τα οποία έχω ακούσει τόσο καλά λόγια.

– Ποια εντύπωση σχηματίσατε για τη συγκεκριμένη καλλιτεχνική πρόκληση; Μου άρεσε το σενάριο. Το βρήκα ενδιαφέρον, γοητευτικό και συναρπαστικό, με καλογραμμένους χαρακτήρες και προσεγμένη, στρωτή υπόθεση. Μου άρεσε η οπτική του σκηνοθέτη Φραντσέσκο Τσινκουεμάνι, μίλησα μαζί του κι όταν με ενημέρωσε ότι τα γυρίσματα θα γίνουν στην Κύπρο δεν σας κρύβω ότι ενθουσιάστηκα με την προοπτική της πρωτόγνωρης εμπειρίας. Ήθελα να είμαι μέρος αυτού του πρότζεκτ. Συνέβη γρήγορα, καθώς έκανα γυρίσματα στη Νέα Ορλεάνη και δεν ήξερα πότε ακριβώς θα τελειώσουμε. Τελικά, επιβεβαιώσαμε ότι οι μέρες ταιριάζουν κι έτσι έφτασα εδώ. Έχω εντυπωσιαστεί με την ποιότητα και τον επαγγελματισμό του κινηματογραφικού συνεργείου, την αίσθηση καθήκοντος, τον ενθουσιασμό, τη γενναιοδωρία και την ευγένεια. Είναι κάτι που εκτιμώ ιδιαίτερα κι έχω δουλέψει σε πάρα πολλές χώρες.

– Ποια από τις κινηματογραφικές σας υποκριτικές καταθέσεις θεωρείτε την πιο απαιτητική; Η πιο απαιτητική είναι πάντα η επόμενη. Όταν είσαι ηθοποιός ζεις στο παρόν και το κοντινό μέλλον. Άρα, αυτό που μετράει είναι οτιδήποτε έπεται, επειδή είναι αυτό πάνω στο οποίο εργάζεσαι με τα τρία σου μάτια: ένα της νοημοσύνης, ένα της φαντασίας κι ένα του ενστίκτου. 

– Είναι διαφορετική η υποκριτική στο θέατρο και τον κινηματογράφο; Περισσότερο μοιάζουν παρά διαφέρουν. Στο θέατρο υπάρχει ένα κοινό που σε παρακολουθεί. Ο κόσμος νομίζει ότι στο σινεμά δεν παίζεις μπροστά σε κοινό, όμως το κοινό σου είναι η κάμερα, ο σκηνοθέτης, το συνεργείο. Υπάρχουν πάντα τριγύρω σε κάθε σκηνή 20-30 άτομα. Από τεχνικής σκοπιάς είναι διαφορετικό, αλλά η ρίζα της δημιουργικής διαδικασίας για την ερμηνεία ενός ρόλου, καθώς το περνάς μέσα από το δικό σου νευρικό σύστημα για να υποδυθείς τον χαρακτήρα, είναι παρόμοια. 

– Πώς προετοιμαστήκατε για τον συγκεκριμένο ρόλο; Όπως για κάθε ρόλο. Αποκτάς μια αίσθηση ποιος είναι ο χαρακτήρας. Στα αγγλικά λέμε «actors are reactors». Οι ηθοποιοί αντιδρούν, ανταποκρίνονται στο σενάριο που είναι δουλειά κάποιου άλλου. Αντιδρούν στη σκηνοθεσία, στο σκηνικό, το περιβάλλον που στήνεται, που επίσης είναι δουλειά άλλων ανθρώπων. Όλα αυτά τα φιλτράρεις, διαθλώνται μέσα από σένα. Προετοιμάζεσαι με συνεχή σκέψη και την εμπλοκή των τριών ματιών που ανέφερα προηγουμένως. Κι ύστερα το αφήνεις και βλέπεις πού θα σε βγάλει.

– Έχετε συνδεθεί με μερικούς από τους πιο αλλόκοτους ρόλους. Τους επιδιώκετε; Όχι, όχι. Ως ηθοποιός επιλέγω από αυτά που μου ζητούν. Μπορεί να είναι μια ρομαντική οικογενειακή ταινία, ένας δραματικός ρόλος, ή ένας αλλόκοτος, που φυσικά μπορεί ταυτόχρονα να είναι δραματικός, ρομαντικός, κωμικός. Πάντως βρίσκω ενδιαφέρον να υποδύομαι παράξενους χαρακτήρες, ή να παίζω σε παράξενες ταινίες. Ακόμη περισσότερο, είναι ξεχωριστό όταν συνεργάζομαι με σκηνοθέτες όπως ο Ντέιβιντ Κρόνενμπεργκ, ο Ντάριο Αρτζέντο, ο Κεν Ράσελ, ο Μάικ Φίγκις. Είναι διανοητικά και δημιουργικά διεγερτικό. Είναι μια υπενθύμιση ότι η ζωή δεν είναι πάντα κανονική.  

– Έχετε συχνά αναφερθεί στον καθοριστικό ρόλο που έπαιξε ο αείμνηστος Ντέρεκ Τζάρμαν στα πρώτα στάδια της πορείας σας. Ποια είναι η γνώμη σας για το καλλιτεχνικό του στίγμα; Με τον Ντέρεκ δεν συνεργαστήκαμε σε κάποια από τις μεγάλες και γνωστές του ταινίες. Δουλέψαμε περισσότερο με τις ταινίες του σε φορμά super 8. Υπήρξε ένας σπουδαίος μέντορας και σπουδαίος φίλος για μένα όταν ήμουν φοιτητής στη δραματική σχολή. Πριν από μερικές εβδομάδες έκανα την ηχογράφηση σε audio book του αυτοβιογραφικού βιβλίου- ημερολογίου του, «Modern Nature», που θα κυκλοφορήσει υποθέτω κάποια στιγμή μέχρι το καλοκαίρι. Ήταν συγκινητικό να το διαβάζω – με αναφέρει κι εμένα εξάλλου. Ήταν αυτό που λέμε 100% καλλιτέχνης. Η ταινίες του είναι μία και μία και είμαι τυχερός κάτοχος κάποιων από τους εξαιρετικούς του πίνακες. Ζω μ’ αυτούς κι αισθάνομαι την παρέα, την παρουσία του μέσω του έργου του. Απολαμβάνω να ζω με κομμάτια που άφησε πίσω του. Το 2019-20 διοργανώθηκε μια καταπληκτική ρετροσπεκτίβα για τον Ντέρεκ στο Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης του Δουβλίνου, με ταινίες, πίνακες, σχέδια, γραπτά του. Φέτος, επρόκειτο να φιλοξενηθεί και στην Πινακοθήκη του Μάντσεστερ, αλλά προς το παρόν έχει μετακινηθεί για τον Μάιο ελέω της πανδημίας.

– Σας απασχολεί κι εσάς αυτό που θα αφήσετε πίσω σας, η μετέπειτα «παρουσία» σας; Είναι ένας από τους λόγους που αποφασίσατε να ακολουθήσετε αυτόν τον δρόμο; Δεν με νοιάζει αν οι άνθρωποι θα θυμούνται εμένα ή το έργο μου. Μ’ ενδιαφέρει η δική μου εμπειρία στη ζωή η οποία βελτιώνεται και εξυψώνεται όταν βρίσκομαι κοντά σε δημιουργικούς ανθρώπους. Αυτό με γεμίζει, μου δίνει μια αίσθηση σκοπού. Κάποιες φορές αυτό που κάνω αρέσει στους ανθρώπους, κάποιες άλλες όχι. Δεν πειράζει. Εμένα με απασχολεί πώς το βιώνω εγώ. 

– Έχετε δηλώσει ότι δεν επιδιώξατε να γίνετε ηθοποιός του Χόλιγουντ. Γιατί αυτό; Γενικά, οι ταινίες του Χόλιγουντ απέχουν παρασάγγας από το πλαίσιο που συζητούσαμε προηγουμένως, το καλλιτεχνικό σύμπαν του Ντέρεκ Τζάρμαν ή του Κεν Ράσελ. Προσωπικά, προτιμώ το ενδιαφέρον σινεμά που συνήθως αφορά χαμηλού προϋπολογισμού ανεξάρτητες ταινίες. Ωστόσο, γύρισα αρκετές ταινίες στο Χόλιγουντ επειδή μου το ζήτησαν και μου άρεσαν. Κι ενδεχομένως να το ξανακάνω. Συχνά ως ηθοποιός σχηματίζεις μια εικόνα σχετικά με το ποια είναι η καριέρα σου και ποια θα έπρεπε να είναι. Εντούτοις, πρέπει να διαλέξεις από τις επιλογές που σου δίνονται. Από τον καιρό που ξεκίνησα, συχνότερα με προσεγγίζουν ενδιαφέροντες ανεξάρτητοι κινηματογραφιστές. Αποφοίτησα από τη σχολή το 1979. Μέχρι τώρα νιώθω ενθουσιασμένος, κολακευμένος και συνεπαρμένος όταν κάποιοι δημιουργοί κρίνουν ότι ταιριάζω στο όραμά τους. 

– Έχετε την ίδια δίψα σήμερα; Η ενέργειά μου, η περιέργεια, ο ενθουσιασμός και το πάθος έμειναν ίδια. Στο τέλος της περασμένης χρονιάς δούλεψα με τον Τέρενς Ντέιβις στην Αγγλία. Έπειτα, έκανα γύρισμα στο Νιού Τζέρσεϊ, μετά στη Νέα Ορλεάνη, μετά ήρθα εδώ, τον επόμενο μήνα θα πάω στο Χονγκ Κονγκ να κάνω κι άλλη ταινία με τον Μάικ Φίγκις -που θα είναι παράξενη- έπειτα πίσω στην Ιταλία όπου κι εκεί ένας νεαρός σκηνοθέτης ετοιμάζει ένα πολύ ιδιότυπο πρότζεκτ. 

– Τα ταξίδια αποτελούν βασικό κίνητρο; Πολλοί ηθοποιοί είμαστε φυσικοί νομάδες, ταξιδευτές. Μας αρέσει να βρισκόμαστε συνέχεια στον δρόμο και ν’ αλληλεπιδρούμε συνεχώς με νέα περιβάλλοντα, νέους ανθρώπους, νέες κουλτούρες. Αισθάνομαι τυχερός που έχω δουλέψει σε περισσότερες από 50 χώρες. Το ταξίδι είναι στοιχείο της ζωής και της δουλειάς μου. Πάντως, είμαι επίσης πολύ ευτυχής όταν βρίσκομαι στο σπίτι και ασχολούμαι με τον κήπο μου. Μου αρέσει επίσης η ορειβασία, είναι το χόμπι μου. Θα μ’ ενδιέφερε να ταξιδέψω στο εσωτερικό της Κύπρου, στα ορεινά, αλλά δυστυχώς δεν βρήκα τον χρόνο. Ίσως την επόμενη φορά- ποιος ξέρει; 

– Νιώσατε ποτέ ότι οι χαρακτήρες που υποδύεστε έχουν επηρεάσει αυτό που είστε πραγματικά; Ενδιαφέρον ερώτημα. Όταν είσαι νέος ηθοποιός στα 20 και κάτι δεν έχεις την εμπειρία να ρυθμίσεις μέσα σου πόσο βρίσκεσαι εσύ μέσα στον χαρακτήρα και πόσο ο χαρακτήρας βρίσκεται μέσα σου. Καθώς ωριμάζεις και αποκτάς εμπειρία, βρίσκεις μια ισορροπία ανάμεσα στη δουλειά και τον πραγματικό εαυτό σου. Αναπόφευκτα, υπάρχει πάντα ένα overlap, μια αλληλεπικάλυψη.

– Πότε αισθανθήκατε ότι έχετε ωριμάσει; Ίσως εκεί γύρω στα 42 μου, όταν συνειδητοποίησα ότι μεγάλωσα πια. Τώρα βρίσκομαι σε μια ηλικία όπου άνθρωποι από άλλα επαγγέλματα ήδη αφυπηρετούν. Ο μικρότερος αδερφός μου, που είναι δάσκαλος σε σχολείο, έχει βγει στη σύνταξη. Ο νους μου δεν μπορεί ούτε να το συλλάβει αυτό, να διανοηθώ να πω «αρκετά ως εδώ, ήρθε ώρα να μην κάνω τίποτα». 

– Δεν έχετε σκεφτεί ποτέ την προοπτική του τέλους; Ναι, φυσικά. Πλησιάζω προς το τέλος του δρόμου. Αλλά θα σταματήσω μόνο όταν πάψουν να μου ζητούν να παίζω. Πιθανότατα ποτέ, γιατί μου αρέσει να κάνω και θέατρο –τα τελευταία χρόνια κάνω one man shows επί σκηνής. Δεν μπορώ να φανταστώ τον εαυτό μου να επιδιώκει να βάλει την τελεία. Αισθάνομαι το ίδιο πάθος, το ίδιο κίνητρο όπως την πρώτη μέρα. 

– Έχετε επιθυμήσει κάποιους συγκεκριμένους ρόλους; Ποτέ. Πάντοτε μου ζητάνε να κάνω κάτι. Κι όταν μου το ζητούν, αμέσως αισθάνομαι ότι είναι απόλυτα αυτό που ήθελα κι ευχόμουν. Δεν υπάρχει συγκεκριμένος ρόλος στο θέατρο ή το σινεμά που επιθυμώ απεγνωσμένα να παίξω. Τον χαρακτήρα που υποδύομαι στη συγκεκριμένη ταινία στην Κύπρο, τον Μπρους ΜακΦέρσον, τον λάτρεψα. 

– Μπορεί ένας γεννημένος ηθοποιός να χάσει το ταλέντο του; Συμβαίνει. Έχω δει πολύ καλούς ηθοποιούς να χάνουν τη φλόγα, την περιέργεια, τη θέληση. Σταμάτησαν να προσπαθούν, να είναι δημιουργικοί, τεμπέλιασαν. Άρχισαν να πίνουν πολύ, να τρώνε πολύ, ίσως και λόγω προσωπικών προβλημάτων. Κάποιοι αποφάσισαν πρόωρα ότι έφτασε το τέλος. Στέρεψε η ενέργεια μέσα τους, το δημιουργικό ενδιαφέρον. Συμβαίνει σε όλα τα πεδία των τεχνών. Σε ζωγράφους, μουσικούς, συγγραφείς, ερμηνευτές. 

– Πώς θα περιγράφατε τον εαυτό σας στην πραγματική ζωή, την καθημερινότητα; Θα λέγατε ότι εκτός πλατό επιδιώκετε τη ρουτίνα; Δεν θα έλεγα ότι είμαι άνθρωπος της ρουτίνας, άλλωστε αναγκαστικά κάθε τρίμηνο- εξάμηνο της ζωής μου είναι εντελώς διαφορετικό με το προηγούμενο. Ξέρω όμως τι μου αρέσει. Απολαμβάνω τη συντροφιά των στενών μου φίλων και της οικογένειάς μου, μου αρέσει να απασχολούμαι στον κήπο, λατρεύω τα βουνά, μ’ αρέσει να βρίσκομαι τριγύρω από την τέχνη. Όμως, δεν μπορώ σας μιλήσω για μένα και την προσωπικότητά μου. Θα πρέπει να ρωτήσετε τους ανθρώπους του στενού μου περιβάλλοντος. 

– Για ποια ιδιότητα θα αλλάζατε αυτή του ηθοποιού; Θα ήθελα να είμαι τραγουδιστής στην όπερα, ή διευθυντής ορχήστρας. Αν εννοείτε εκτός του καλλιτεχνικού πεδίου, θα ήθελα να είμαι επαγγελματίας καθοδηγητής ορειβατών. Έτσι, θα βρισκόμουν στα βουνά συνέχεια. 

– Κάτι σαν σέρπα στο Έβερεστ δηλαδή… Έχετε πάει; Δεν έχω πάει στα Ιμαλάια, όχι. Μερικές φορές προσπάθησα να το διευθετήσω, αλλά πάντα κάτι προέκυπτε επαγγελματικά και το ανέβαλλα. Η δουλειά μου είναι η υπέρτατη αγάπη, το πιο ψηλό βουνό. Σαν να φτάνεις στο Έβερεστ. Θα μ’ εξίταρε πάντως να εξερευνήσω το τοπικό σας βουνό στην Κύπρο και να περπατήσω εκεί. Θα ήταν το δικό μου Έβερεστ γι’ αυτή την εβδομάδα. Στο Λος Άντζελες όπου ζω υπάρχουν σε κοντινή απόσταση αρκετοί λόφοι και βουνά και πάντα μου προσφέρει ικανοποίηση απλώς να πηγαίνω εκεί κι ας μην είναι ψηλά και απαιτητικά από ορειβατικής απόψεως. Η ανάβαση είναι μια μεγάλη περιπέτεια. Κι αυτό είναι που μου αρέσει: η περιπέτεια. 

– Τις τελευταίες εβδομάδες σε Ελλάδα και Κύπρο έχει ανοίξει η συζήτηση κι έχουν πληθύνει οι καταγγελίες για κακοποιητικές συμπεριφορές. Πώς βλέπετε εσείς το κίνημα #MeToo και πού θα εφιστούσατε την προσοχή ως προς τη διαχείριση αυτής της περίστασης; Έχει το δικό του μομέντουμ. Στην Αμερική τα τελευταία χρόνια το κίνημα ήταν πολύ ενεργό κι ένιωσα ότι έχει τη σημασία του από εκπαιδευτικής σκοπιάς, επειδή έκανε πολλούς ανθρώπους να προσέξουν τη συμπεριφορά τους. Υπήρχε ένας εφησυχασμός σε σχέση με τη συμπεριφορά κάποιων ανθρώπων. Εδώ είναι που έλαμψε το φως. Ενδεχομένως, βέβαια, κάποιοι να κατηγορήθηκαν άδικα ή υπερβολικά –άλλωστε αν δεν βρίσκεσαι στο δωμάτιο ποτέ δεν μπορείς να είσαι σίγουρος τι πραγματικά συνέβη. Ωστόσο, όταν υπάρχουν τόσο πολλές καταγγελίες εναντίον ενός προσώπου σαφώς και υπάρχει ζήτημα. Εγώ δεν είμαι αστυνομικός, ούτε πολιτικός για ν’ αποφασίσω ποια είναι η ορθή διαχείριση αυτής της κατάστασης. Αυτό που σίγουρα μπορώ να κάνω είναι να κοιτάξω τη δική μου συμπεριφορά. Αυτό ισχύει για όλους. Το ζητούμενο είναι να σέβεσαι τους άλλους και να μην τους φέρεσαι με τρόπο που δεν θα ήθελες να σου φερθούν. Αναμφισβήτητα, το κίνημα έχει θετικό πρόσημο. Προέκυψε κάτι καλό από όλο αυτό.

– Πιστεύετε ότι η δημόσια κατακραυγή είναι ο ενδεδειγμένος τρόπος για να λογοδοτήσει κάποιος για τις βλαβερές ενέργειές του; Δεν μπορώ να πω ποιος είναι ο ενδεδειγμένος τρόπος. Το σίγουρο είναι ότι ο κόσμος αλλάζει. Λ.χ. οι ταινίες του Τζέιμς Μποντ στις δεκαετίες του ‘60 και ‘70 δεν θα μπορούσαν σήμερα να γυριστούν με τον ίδιο τρόπο κι εννοώ τον τρόπο που παρουσιάζουν τις γυναίκες, τον τρόπο που ο ήρωας συμπεριφέρεται σ’ αυτές. Δεν θα το έβλεπες αυτό σε μια σύγχρονη ταινία Τζέιμς Μποντ. Είναι μια φιλοσοφική και ίσως αδόκιμη συζήτηση πόσο υπόλογος είναι σήμερα κάποιος που λειτουργούσε κάποτε υπό μια κουλτούρα που θεωρούσε κάποιες συμπεριφορές θεμιτές. Προφανώς, δεν αναφέρομαι στους βιασμούς. Ο βιασμός είναι βιασμός και είναι πάντα απεχθής. Αναφέρομαι στον τρόπο που ρυθμίζεται η σκέψη και η νοοτροπία μας υπό συγκεκριμένες συνθήκες και αναδεικνύει κάτι ως κανονικό. Το σημαντικό, λοιπόν, σήμερα είναι ότι το «κανονικό» σείεται. 

– Θεωρείτε ότι ο χώρος της τέχνης πλήττεται ή κινδυνεύει από αυτόν τον σάλο; Δεν το βλέπω έτσι. Αντίθετα, βλέπω την τέχνη να προΐσταται σ’ ένα ευρύ κοινωνικό αίτημα. Σε σχέση με πριν από 15 χρόνια σήμερα ένα κινηματογραφικό σετ είναι πολύ πιο ισορροπημένο από πλευράς ευκαιριών, υπάρχει περισσότερη ισονομία, μεγαλύτερος σεβασμός στα δύο φύλα. Όταν ξεκίνησα να εργάζομαι, τη δεκαετία του ’80, το κινηματογραφικό σετ ήταν ένα φαλλοκρατικό περιβάλλον. Κυριαρχούσε η νοοτροπία «Μπένι Χιλ». Πρέπει να εξελισσόμαστε και να προχωρούμε ανάλογα με τις επιταγές της κάθε εποχής. 

Φιλελεύθερα, 28.2.21