Παρόλο που πριν λίγα χρόνια γινόταν συζήτηση για αλλαγή χρήσης στο Ελένειον, όχι μόνο συνεχίζει τη λειτουργία του ως σχολείο αλλά επεκτείνεται κιόλας. Το διατηρητέο κτίσμα παραμένει ανέπαφο, ενώ στην πίσω αυλή μία σύγχρονη κατασκευή θα στεγάσει το νηπιαγωγείο. 

Το Δημοτικό Σχολείο «Ελένειον» είναι ένα από τα παλαιότερα  σχολεία της Λευκωσίας. Η ιστορία του αρχίζει το 1925, όταν ο Κωνσταντίνος Λοϊζιδης (1862 – 1937), μεγαλέμπορος, αποφάσισε να φτιάξει ένα σχολείο στη μνήμη της κόρης του Ελένης που είχε πεθάνει το 1919 σε ηλικία 22 χρονών. Όπερ και εγένετο. Σε εποχές δύσκολες, το σχολείο αποτέλεσε πνευματικό φάρο για την πόλη και παρά τις αλλαγές που επήλθαν εξακολουθεί να χαρίζει γνώση σε νέες γενεές ενώ το κτήριο του αποτελεί ορόσημο για την πόλη. 

Από τη σχολική χρονιά 2013 – 2014 το «Ελένειον» λειτουργεί και ως Προαιρετικό Ολοήμερο Σχολείο προσφέροντας σίτιση (στα πλαίσια της δράσης του «Σοφία για τα παιδιά»), βοήθεια στην κατ’ οίκον εργασία, μαθήματα Αγγλικών, Ηλεκτρονικών Υπολογιστών, Τέχνης, Μουσική, Θέατρο και Αθλοπαιδιές κατά τις απογευματινές ώρες. Κατά την ίδια σχολική χρονιά λειτούργησε και το Δημόσιο Νηπιαγωγείο «Ελένειον», το οποίο στεγάζεται στο πίσω μέρος της αυλής. Αρχικά ήταν μονοθέσιο ενώ λίγα χρόνια αργότερα έγινε διθέσιο με 47 παιδιά, σήμερα. Λόγω των αυξανόμενων αναγκών, αποφασίστηκε όπως ανεγερθεί ένα καινούριο κτήριο που όχι μόνο θα μπορεί να φιλοξενήσει περισσότερα παιδιά, αλλά θα είναι προσαρμοσμένο σε σύγχρονα δεδομένα. Προς τον σκοπό αυτό προκηρύχθηκε αρχιτεκτονικός διαγωνισμός στον οποίο επικράτησε η πρόταση του γραφείου E.P.Architects L.L.C., με επικεφαλής τους Ελίνα Παττίχη και Taulant Tozaj (συνεργάστηκαν οι Μαρία Σιακαλλή Παττίχη, Κατερίνα Δημητρίου, καθώς και οι φοιτήτριες Tereza Plestilova, Adriana Hedrychova).

Η κεντρική ιδέα της πρότασης είναι η υπερύψωση των γηπέδων και η στέγαση του νέου συγκροτήματος κάτω από αυτό, λόγω του μικρού μεγέθους του τεμαχίου και της ανάγκης για την χωροθέτηση των γηπέδων μακριά από τις αίθουσες διδασκαλίας.

Όπως εξηγούν οι αρχιτέκτονες, η κτιριακή υποδομή οργανώνεται σε ζώνες, μέσω οριζόντιας διάταξης ορθογωνικών όγκων που βρίσκονται σε οργανική σχέση με ημιυπαίθριους χώρους, με στόχο την εύρυθμη λειτουργία και των δύο μονάδων -νηπιαγωγείου και δημοτικού- και την αρμονική ένταξη του νέου συγκροτήματος δίπλα στο διατηρητέο κτήριο.

«Ο ημιυπαίθριος χώρος χρησιμοποιείται, σύμφωνα με τους μελετητές, ως συνθετικό εργαλείο για την εφαρμογή αρχών αειφόρου ανάπτυξης και τη διαμόρφωση χώρων στην κλίμακα των παιδιών. Ως αποτέλεσμα η όψη της διατηρητέας οικοδομής του δημοτικού σχολείου αναδεικνύεται με τη σύγχρονη αλλά διακριτική επέμβαση του νέου κτιριακού συγκροτήματος. Η πλάκα στην οποία βρίσκονται τα γήπεδα και η οποία στεγάζει την σχολική υποδομή σχεδιάστηκε έτσι ώστε να μπορεί να απορροφήσει μελλοντικές ανάγκες».

Η αρχιτεκτονική πρόταση περιλαμβάνει την πλάκα των γηπέδων που συνδέει τους κτηριακούς όγκους του νηπιαγωγείου, των εστιατορίων και του κιλικίου, των υποστηρικτικών χρήσεων και των αιθουσών διδασκαλίας του δημοτικού σχολείου.

Οι ημιυπαίθριες διαδρομές περιλαμβάνουν στεγασμένες στάσεις σε σχέση με τους κλειστούς και υπαίθριους χώρους του σχολικού συγκροτήματος δημιουργώντας συνθήκες σκίασης, διαμπερούς αερισμού και προστασίας από τις καιρικές συνθήκες.

Στη νότια πλευρά της πλάκας των γηπέδων διαμορφώνονται οι υπαίθριοι χώροι του νηπιαγωγείου και στη βόρεια η αυλή του δημοτικού, η οποία συνδέεται μέσω μίας κεντρικής σκάλας/κερκίδων. Στον πυρήνα, σε ισόγειο και υπόγειο χώρο, στεγάζονται υποστηρικτικές λειτουργίες με δυνατότητα επέκτασης. Tα εστιατόρια και το κυλικείο χωροθετούνται κεντρικά εντός του ευρύτερου σχολικού συγκροτήματος και σε άμεση σχέση με τους πιο πάνω ημυπαίθριους χώρους.

Η υπαίθρια αθλητική υποδομή οργανώνεται ως μία ενότητα μακριά από τις αίθουσες διδασκαλίας. Στις πλευρές των γηπέδων διαμορφώνονται κερκίδες οι οποίες σκιάζονται από μία κεντρική ζώνη στεγάστρου.

Το νηπιαγωγείο έχει άμεση πρόσβαση από τον δρόμο. Αποτελείται από τρεις ορθογωνικού σχήματος όγκους, εκατέρωθεν ενός κεντρικού χώρου κυκλοφορίας, ο οποίος είναι πολυχρηστικός και μπορεί να ενοποιηθεί με μία εκ των τριών αιθουσών. Ο κτιριακός όγκος που βρίσκεται στη νοτιοδυτική πλευρά αποτελεί βάση για μελλοντική επέκταση.

Ο χώρος του νηπιαγωγείου εκτονώνεται στην νότια αυλή – αίθριο και ημιυπαίθριο χώρο- που αποτελείται από τον χώρο άθλησης, τον χώρο παιχνιδιού και κηπευτικών δαστηριοτήτων. Στον ίδιο χώρο εκτονώνεται και το εστιατόριο του νηπιαγωγείου. Τα λοιπά στοιχεία εξοπλισμού όπως παγκάκια, κάδοι απορριμμάτων κλπ αποτελούνται από προκατασκευασμένα στοιχεία από οπλισμένο σκυρόδεμα, για αντοχή στις καιρικές συνθήκες και σε βανδαλισμούς.

«Κατεξοχήν βιοκλιματική στρατηγική, καταλήγουν οι αρχιτέκτονες, αποτελεί η στέγαση του κτιριακού συγκροτήματος με την πλάκα των γηπέδων με τη δημιουργία στεγασμένων αίθριακών χώρων και κενών για διαμπερή αερισμό. Οι ημιυπαίθριοι αυτοί χώροι έχουν νότιο προσανατολισμό ενώ σε συνδυασμό με τη φύτευση ψηλών τοπικών ειδών χλωρίδας επιτυγχάνεται δροσισμός και σκιασμός».