In memoriam- Γιάννης Μαρκόπουλος (1939-2023). Ο εμβληματικός Έλληνας-παγκόσμιος συνθέτης, που έφυγε από τη ζωή το προηγούμενο Σάββατο, είχε ευτυχήσει να αναγνωριστεί το σπουδαίο και πλούσιο έργο του σε όλο τον κόσμο, πλημμυρίζοντας την μουσική δημιουργία με… «χρώματα κι αρώματα».

«Μαλαματένια λόγια στο μαντήλι

τα βρήκα στο σεργιάνι μου προχθές

τ’ αλφαβητάρι πάνω στο τριφύλλι

σου μάθαινε το αύριο και το χθες.

Μα εγώ περνούσα τη στερνή την πύλη

με του καιρού δεμένος τις κλωστές».

1951. Ο Γιάννης Μαρκόπουλος είναι μαθητής δημοτικού σχολείου στην Ιεράπετρα -«παιδί-θαύμα» θα τον χαρακτήριζαν τότε οι δάσκαλοί του- και αποφασίζει να γράψει μουσική με την ευκαιρία της μετάβασης με τους συμμαθητές του από το δημοτικό σχολείο στο Γυμνάσιο. Και γράφει, μικρό παιδί ακόμη, το εμβληματικό μέχρι σήμερα «Μαλαματένια λόγια», όπως επίσης, λίγο αργότερα, το «Γκρεμισμένα σπίτια» και το «Πέρα από τη θάλασσα», τραγούδια που σφράγισαν μια ολόκληρη εποχή, και, μαζί με δεκάδες άλλα που θα ακολουθούσαν μέσα στα χρόνια, άφησαν ανεξίτηλη την σφραγίδα τους στην ελληνική μουσική, καθιστώντας τον, τελικά, έναν από τους τέσσερεις συνθέτες-πυλώνες της, στο δεύτερο μισό του 20ού αιώνα, μαζί με τους Χατζιδάκι, Θεοδωράκη και Ξαρχάκο.

Εκεί λοιπόν, στην αγαπημένη του Ιεράπετρα όπου έζησε μέχρι τα 17 του χρόνια, έγινε αυτό που ήταν και τα ακούσματά του, που προέρχονταν από την Αίγυπτο, τον Λίβανο, την Αθήνα -ό,τι έπιανε, δηλαδή, το ραδιόφωνο-, από τις συναυλίες της Κρατικής Ορχήστρας που μεταδιδόταν από την Ελληνική Ραδιοφωνία, από το άπλετο φως, από τους χορούς και τα τραγούδια της Κρήτης και του Αιγαίου με τα παραδοσιακά μουσικά όργανα, με τα κλασικά κομμάτια που μάθαινε στο Ωδείο της πόλης, με τις ολονύχτιες γιορτές όπου άκουγε μαγεμένος μικρασιάτικα τραγούδια, λαϊκά του Βαμβακάρη, του Τσιτσάνη, και φυσικά Κρητικά τραγούδια με τους παραδοσιακές λυράρηδες του τόπου του – με αυτά τα υλικά, «έχτισε» ο Γιάννης Μαρκόπουλος τον πολύτιμο σπουδαίο μουσικό του κόσμο.

«Ζαβαρακατρανέμια ζαβαρακατρανέμια.

Αλληλούια αλληλούια

Ζαβαρακατρανέμια ίλεως ίλεως

λάμα λάμα νάμα νάμα νέμια.

Αλληλούια αλληλούια».

«Έβαλα παραδοσιακά ελληνικά όργανα στη κλασική συμφωνική ορχήστρα – αυτό ήταν και είναι το γεωπολιτικό αποτύπωμά μου στη μουσική», θα έλεγε σε συνέντευξή του, ο συνθέτης στον οποίο υποκλίθηκαν μεγάλες ορχήστρες του εξωτερικού, αυτός που -ως διεθνής πια μουσικός- θα έγραφε πια, μεταξύ άλλων, συνθέσεις για το Εθνικό Θέατρο της Αγγλίας, ενώ όταν έγραψε την μουσική για τη σειρά του BBC, «Who pays the ferryman?», έγινε ο μόνος Έλληνας συνθέτης που βρέθηκε κάποια στιγμή στο top 20 των βρετανικών charts, και γύρισε όλο τον κόσμο, δίνοντας συναυλίες παντού – η δημοτικότητά του βρισκόταν πια στο απόγειό της.

Ήδη, από την αρχή της δεκαετίας του ‘70, ο Γιάννης Μαρκόπουλος υλοποιεί πια το μουσικό του όραμα καταθέτοντας μουσικά έργα που αποτελούν ακρογωνιαίο λίθο του σύγχρονου νεοελληνικού πολιτισμού, αναζητώντας φιλοσοφικά την βαθύτερη ενότητα του ανθρώπου με το φυσικό και κοινωνικό του περιβάλλον, ενώ συνθέτει μουσικά έργα που αποτελούν νέα πρόταση και τομή μέσα στο σύνολο της ελληνικής μουσικής· καθιερώνει με τις συνθέσεις του την ουσία της μουσικής συμβίωσης και τους συσχετισμούς έκφρασης μεταξύ συμφωνικών και τοπικών οργάνων, μέσω του μελωδικού και ρυθμικού του ορίζοντα, των αρμονικών δομών και των ηχοχρωμάτων της ενορχήστρωσης που χαρακτήριζαν το προσωπικό του ύφος.

«Στης ανάγκης τα θρανία

και στης φτώχειας το σχολειό

μάθαμε την κοινωνία

και τον πόνο τον παλιό.

Παραπονεμένα λόγια

έχουν τα τραγούδια μας

γιατί τ’ άδικο το ζούμε

μέσα από την κούνια μας».

Τα έργα που συνέθεσε ο Γιάννης Μαρκόπουλος περιλάμβαναν, μέσα σε επτά σχεδόν δεκαετίες αδιάλειπτης δημιουργίας, συμφωνικά με φωνές, όπερα, έργα σκηνής, μουσική για χορό, έργα για συμφωνική ορχήστρα και ορχήστρα εγχόρδων, κονσέρτα, έργα μουσικής δωματίου, έργα για πιάνο και σόλο όργανα (το πλήθος των έργων του είναι διαθέσιμα στο διαδίκτυο), κύκλους τραγουδιών που τραγουδήθηκαν από κάθε Έλληνα, όπως τα -κλασικά πια- «Ριζίτικα» με την φωνή του Νίκου Ξυλούρη, ο οποίος ήταν και «ανακάλυψη» του Γιάννη Μαρκόπουλου, «Ήλιος ο πρώτος», «Χρονικό», «Ιθαγένεια», «Θητεία», «Μετανάστες», «Ελεύθεροι Πολιορκημένοι», σειρές τραγουδιών, χορωδιακά έργα και μουσική για το θέατρο και τον κινηματογράφο· σε αυτόν οφείλεται ο «ύμνος» κατά της δικτατορίας «Πότε θα κάνει ξαστεριά», αλλά και η «γνωριμία» ή η «επαναγνωριμία» με το ευρύ κοινό σπουδαίων ερμηνευτών, όπως η Βίκυ Μοσχολιού, ο Λάκης Χαλκιάς, ο Χαράλαμπος Γαργανουράκης, η Μαρία Δημητριάδη, ο Γιώργος Νταλάρας, η Χαρούλα Αλεξίου, η μετέπειτα σύντροφός του, Βασιλική Λαβίνα, με την οποία απέκτησαν και μία κόρη, την Ελένη, πολλοί ακόμη.

«Τα λόγια και τα χρόνια τα χαμένα

και τους καημούς που σκέπασε καπνός

η ξενιτιά τα βρήκε αδελφωμένα.

Κι οι ξαφνικές χαρές που ήρθαν για μένα

ήταν σε δάσος μαύρο κεραυνός

κι οι λογισμοί που μπόρεσα για σένα».

Άγνωστο περιστατικό, χαρακτηριστικό και αυτό της σπουδαιότητάς του ως προς συγκεκριμένες -αυστηρές- επιλογές που έκανε για τα τραγούδια του: Η Μαρία Κάλλας προτίθετο να τραγουδήσει τον κύκλο «Ο Στράτης ο Θαλασσινός και άλλα τραγούδια», αλλά ο Γιάννης Μαρκόπουλος αρνήθηκε, γιατί ήθελε να τα πει ο Νίκος Ξυλούρης. Είχαν φτάσει δε τα τραγούδια στα χέρια της από κασέτα εν μέσω χούντας και η Κάλλας είπε το περίφημο: «Έχασα, αλλά έχασε κι αυτός!».

«Λένγκω λένγκω λένγκω

πάψε να με κυβερνάς.

Λένγκω λένγκω λένγκω

πάψε να με τυραννάς».

Ο Γιάννης Μαρκόπουλος, που έφυγε το προηγούμενο Σάββατο απ’ τη ζωή, σε ηλικία 84 χρόνων, πλήρης δημιουργικών ημερών, ο συνθέτης που πλημμύρισε τα μουσικά του έργα με «χρώματα κι αρώματα», παρέμεινε απ’ την αρχή του πιστός στο μόττο εκείνο με το οποίο ξεκίνησε να συνθέτει, παρουσιάζοντας, «πειράζοντας» ή επανασυστήνοντας ακούσματα μιας Ελλάδας που για πολλούς ίσως και να ήταν παραμελημένη ή «ξεχασμένη»: «Επιστροφή στις ρίζες». «Επιστροφή στις ρίζες σημαίνει σχεδιασμός του Μέλλοντος και επιστροφή στο Αιώνιο, το Αληθινό», έλεγε. «Είναι η αρχέγονη μουσική, μπολιασμένη με σύγχρονες αληθινές πληροφορίες, αλλά δουλεμένες. Αυτή είναι η βάση και από ‘κει και πέρα πρέπει να υπάρχουν το ταλέντο, αλλά και ο χαρακτήρας…».

«Την εικόνα σου σεβάστηκα

στη φλόγα δεν εκράτησα

την εικόνα την καλή

θα σου φέρω μιαν αυγή.

Χρώματα, χρώματα

άσε τα καμώματα,

χρώματα, χρώματα

χρώματα κι αρώματα».

* Οι στίχοι των τραγουδιών που συνέθεσε ο Γ. Μαρκόπουλος και παρεμβάλλονται στο κείμενο, ανήκουν στους: Μ. Ελευθερίου, Γ. Μαρκόπουλο, Μ. Κατσαρό.