Όταν τον περασμένο Νοέμβριο, προβαίνοντας στον καθιερωμένο απολογισμό του Διεθνούς Φεστιβάλ Κύπρια, έγραφα μέσα από αυτή τη στήλη ότι «τα πανηγύρια τώρα τέλειωσαν», δεν μπορούσα να φανταστώ ότι δυο μήνες αργότερα το Υφυπουργείο Πολιτισμού θα ανακοίνωνε ουσιαστικά την κατάργηση του φεστιβάλ όπως το ξέραμε.

Ότι δηλαδή τα λόγια του Πρόσπερο από την «Τρικυμία» του Σαίξπηρ -που έμελλε να είναι η τελευταία διεθνής παραγωγή που παρουσιάστηκε στο Φεστιβάλ– θα αποδεικνύονταν προφητικά μέχρι κυριολεξίας. Με τη λήξη της περσινής διοργάνωσης αναμέναμε να ξεκινήσουν σοβαρές ζυμώσεις για την επόμενη μέρα, ζυμώσεις σχετικά με το όραμα, τους στόχους και τη στρατηγική.

Θέλω να πιστεύω ότι ο τότε Υφυπουργός Γιάννης Τουμαζής δεν διάβαζε ευλαβικά… Σαββινίδη πριν λάβει κρίσιμες αποφάσεις πολιτικής στον τομέα του. Αν πάντως το έκανε, μάλλον κάτι δεν κατάλαβε σωστά. Αυτό πάντως που σίγουρα δεν εννοούσα είναι ότι η 30ή διοργάνωση του κρατικού φεστιβάλ και πρώτη που έλαβε χώρα στην εποχή του Υφυπουργείου Πολιτισμού, θα έπρεπε να είναι και η τελευταία. Το δεδομένο τον περασμένο Οκτώβριο ήταν ότι βρισκόμασταν οφθαλμοφανώς σ’ ένα μεταίχμιο, στο κλείσιμο ενός κύκλου. Ωστόσο, επισημαίναμε ότι ο καινούριος κύκλος που θ’ ανοίξει πρέπει να τοποθετήσει το φεστιβάλ σε μια ρότα ουσιαστικής ΕΞΕΛΙΞΗΣ. Άλλο όμως εξέλιξη κι άλλο μετεξέλιξη. Άλλο αναμόρφωση κι άλλο μεταμόρφωση και σίγουρα άλλο η παραμόρφωση.

Η δεκαετής εποχή Παρτζίλη παρήλθε και μπορεί να μην τη λες και κοσμογονική, αλλά τουλάχιστον, σε μια εξαιρετικά δύσκολη συγκυρία, το φεστιβάλ είχε αρχίσει να αποκτά ταυτότητα και να μπαίνει σε ράγες, αλλά κυρίως να καθιστά οφθαλμοφανείς τις ανάγκες του, ποια είναι τα απαραίτητα επόμενα βήματα για το μέλλον. Το μόνο τελικά που έγινε πράξη είναι η καθιέρωση του μοντέλου του καλλιτεχνικού διευθυντή, ενώ τα άλλα δύο, που τελικά έμειναν στο συρτάρι, ήταν αφενός η θεσμική ανεξαρτητοποίηση και λειτουργική αναδόμηση της διοργάνωσης και αφετέρου η γενναία αύξηση του προϋπολογισμού στα απαραίτητα ανταγωνιστικά επίπεδα μιας σύγχρονης ευρωπαϊκής χώρας.

Κι εκεί που περιμέναμε χαρμόσυνες ανακοινώσεις για την επόμενη μέρα του Φεστιβάλ Κύπρια, ο Γιάννης Τουμαζής αιφνιδίασε τους πάντες με την ίσως πιο ηχηρή, πιο ριζοσπαστική αλλά και πιο αμφιλεγόμενη απόφαση της υφυπουργικής του θητείας: τον μετασχηματισμό του κρατικού φεστιβάλ σε κάτι άλλο. Σε κάτι, τη φιλοσοφία του οποίου δεν είμαι σίγουρος ότι την έχουμε καταλάβει όλοι και δύσκολα πείθεται κανείς ότι είναι κάτι παραπάνω από μια εναλλακτική φόρμουλα εξακτίνωσης και κατακερματισμού του σχετικού κονδυλίου, με τη διοχέτευσή του για μια στοιχειώδη πριμοδότηση των υπόλοιπων φεστιβάλ- σε ανταγωνιστική μάλιστα βάση.

Αν με ρωτάτε, δεν μπορώ να μη συμφωνήσω ότι ήταν αναγκαία μια οικονομική ενίσχυση και κυρίως μια ενδυνάμωση της οργανωτικής υποδομής των υπόλοιπων φεστιβαλικών θεσμών. Όπως επίσης είναι απαραίτητος, γενικότερα, ο εκσυγχρονισμός της φεστιβαλικής σκηνής της Κύπρου. Αυτό που αμφισβητώ εδώ είναι ο λόγος για τον οποίο έπρεπε να θυσιαστεί ο «σιτευτός μόσχος» της κυριότερης κρατικής διοργάνωσης.

Προς την κατεύθυνση αυτή μπορούσε να χαραχθεί μια σχετική στρατηγική που θα επικουρεί την αναβάθμιση των υπόλοιπων φεστιβάλ. Γι’ αυτό, εξάλλου, δεν κάναμε και το Υφυπουργείο; Για να παράγει απρόσκοπτα πολιτικές κι όχι για να ανακατανέμει τα ήδη πενιχρά κονδύλια. Κατά κάποιο τρόπο, τηρουμένων των αναλογιών, είναι σαν να καταργείται ο ΘΟΚ για να μοιραστούν τα πεκούνια στα ιδιωτικά θέατρα. Αλλά ας μη βάζουμε ιδέες…

Έξι μήνες μετά τη σχετική εξαγγελία το φεστιβαλικό τοπίο παραμένει θολό. Η αλλαγή έφερε επιπλέον φόρτο εργασίας στις πάλαι ποτέ Πολιτιστικές Υπηρεσίες –νυν Τμήμα Νεότερου και Σύγχρονου Πολιτισμού- που προσπαθεί να συντονίσει τα νέα δεδομένα, μαζί με τις απορίες και αξιώσεις των ενδιαφερόμενων. Το Τμήμα Νεότερου και Σύγχρονου Πολιτισμού, παρεμπιπτόντως, παραμένει υποστελεχωμένο και καμία από τις επικείμενες προσλήψεις στο Υφυπουργείο Πολιτισμού δεν φαίνεται να προορίζεται γι’ αυτό, γεγονός που δείχνει ότι η ίδρυσή του τελικά κάθε άλλο παρά τις έβγαλε στον δρόμο για την Ιθάκη μιας αποτελεσματικότερης και ποιοτικότερης παραγωγής πολιτικής. Μέχρι τώρα τουλάχιστον.

Από την άλλη βλέπουμε ήδη διάφορα φεστιβάλ να διαφημίζουν ήδη την ετικέτα «Φεστιβάλ Κύπρια», που έχει αρχίσει να μοιάζει με την περίφημη ένταξη στην πλατφόρμα ποιότητας EFFE. Δηλαδή, με ένα περιφερόμενο αλλά ανούσιο label ποιότητας, τη στιγμή που αιωρούνται ακόμη πολλές αμφιβολίες ως προς τη νέα κατάσταση πραγμάτων.

Παράλληλα, το γεγονός ότι το ανώτερο ποσό της χρηματοδότησης φτάνει τις €50.000, με το 35% να αφορά αναπτυξιακούς στόχους, σημαίνει ότι υπάρχουν πολλοί περιορισμοί σε σχέση με τη φιλοξενία μεγάλων και ακριβών διεθνών παραγωγών, που μέχρι τώρα μόνο το Φεστιβάλ Κύπρια είχε μια σχετική δυνατότητα να φέρει στην Κύπρο. Με άλλα λόγια δημιουργείται, πιθανότατα, ένα μεγάλο κενό που δύσκολα θα καλυφθεί με τους ισχύοντες όρους.

Πρέπει να είμαι δίκαιος και να αναμένω στην πράξη τα αποτελέσματα της αλλαγής, πριν αρχίσω τη γκρίνια. Ωστόσο, δυσκολεύομαι να καταπνίξω τον προβληματισμό μου. Δεν μπορώ επίσης να παραλείψω το γεγονός ότι τόσο ο τέως όσο και ακόμη περισσότερο ο νυν Υφυπουργός έχουν ήδη υποδείξει με τον έναν ή τον άλλο τρόπο ότι θεωρούν πιλοτικό αυτό το εξειδικευμένο χορηγικό πρόγραμμα.

Γεγονός που σημαίνει ότι στην πράξη είναι σε δοκιμαστική βάση κι αν δεν μας αρέσει επανερχόμαστε στα παλιά. Άμα λάχει, παίζουμε και ξε-παίζουμε, δηλαδή. Όμως, δεν πρέπει να υποτιμούμε το γεγονός ότι αυτή η μετεξέλιξη θα επιφέρει έναν πλήγμα στον θεσμό, πάνω που χρειαζόταν την καθοριστική ώθηση για να πάρει τα πάνω του. Ενώ, φυσικά, θα χαθεί και πολύτιμος χρόνος. Για το φεστιβάλ αλλά και για μας που θα το στερηθούμε.

* Η φωτογραφία είναι από την παραγωγή «Αριστοφάνους και Μενάνδρου Γωνία» (2020).

Ελεύθερα, 25.6.2023