«Celebration» του Χάρολντ Πίντερ σε σκηνοθεσία Αθηνάς Κάσιου.

Ελπίζω η παραγωγή να μού συγχωρέσει το αναπόφευκτο σπόιλερ, που άλλωστε αποκαλύπτεται σχεδόν με την είσοδο στην αίθουσα. Οι θεατές, λοιπόν, δεν είναι ακριβώς θεατές αλλά «συνδαιτημόνες», με την πρόταση να ποντάρει σε μια αίσθηση εγγύτητας και άμεσης συμμετοχής που εντείνει την καυστική ματιά του Πίντερ, όπως επίσης την κοινωνική αμηχανία και τη διαφθορά της εξουσίας που ήθελε να αναδείξει, μαζί με την πολιτιστική αλλοτρίωση και την ημιμάθεια που διαβρώνει τον σύγχρονο άνθρωπο.

Δεν μιλάμε για κάποια ειδική διαρρύθμιση της σκηνής, αλλά για ένα τεράστιο τραπέζι όπου καθόμαστε όλοι μαζί. Η αίθουσα προσομοιάζει με εστιατόριο, οι ηθοποιοί σερβιτόροι μάς υποδέχονται και μάς οδηγούν σ’ ένα περιβάλλον που σχεδόν άμεσα αναδεικνύει την ειρωνεία της «φιλοξενίας» και της επίπλαστης ευγένειας. Η ατμόσφαιρα είναι κλειστοφοβική, ενώ αυτή η «επιθετική» σωματική προσιτότητα στους χαρακτήρες ενισχύει τόσο τη συναισθηματική ένταση όσο και τον κυνισμό. Η αποσύνδεση στο περιβάλλον ενός εστιατορίου είναι το όχημα του ίδιου του συγγραφέα, που εστιάζει στις αντιθέσεις των χαρακτήρων, στην αποξένωση και στην αναπαραγωγή της κοσμικής υποκρισίας.

Η τακτική της Αθηνάς Κάσιου αφενός φέρνει στο προσκήνιο την ανθρώπινη ανάγκη για αποδοχή και, αφετέρου, τον αδιέξοδο ναρκισσισμό, διαμορφώνοντας μια εμπειρία όπου το κοινό δεν παρατηρεί απλώς, αλλά «λαμβάνει μέρος» στην ανελέητη παρωδία του Πίντερ. Η χρήση υπερβολικής αμεσότητας δημιουργεί έναν έντονο ψυχολογικό χώρο που μάς καθιστά «κοινωνούς», συμμέτοχους στον παρακμιακό κόσμο του έργου.

Ως μέρος αυτού του μικρόκοσμου, συνειδητοποιούμε ότι δεν είμαστε αθώοι παρατηρητές. Η διάταξη που παραβιάζει την παραδοσιακή απόσταση μεταξύ σκηνής και κοινού θέλει παράλληλα να εννοήσει ότι είμαστε «συνυπεύθυνοι», αφού δημιουργεί την αίσθηση ότι είμαστε εξίσου μέρος της «γιορτής» όσο και οι χαρακτήρες, καλεσμένοι στην ίδια επιφανειακή, άβολη συγκέντρωση, που αποθεώνει την αποξένωση παρά την οικειότητα. Η σύμπτυξη όλων των παριστάμενων γύρω από ένα κοινό τραπέζι υπογραμμίζει επίσης την παγίδευση σ’ έναν κόσμο κενότητας, υλικού πλούτου και καταναλωτικής ακρότητας.

Βέβαια, το τραπέζι δεν μπορεί να τους χωρέσει όλους, αλλά ακόμη και το γεγονός ότι κάποιοι από τους θεατές τοποθετήθηκαν σε σκαμπό στην εξωτερική περίμετρο, ενισχύει περισσότερο το αίσθημα απομόνωσης και διάσπασης, σαν να «αποκλείει» κάποιους ή σαν να μας διαχωρίζει συμβολικά σε κύκλους επιρροής. Με τον τρόπο αυτό, η σύμβαση του εστιατορίου μετατρέπεται σε μηχανισμό κοινωνικής ιεραρχίας, ένα ερμηνευτικό σχόλιο για τον τρόπο με τον οποίο η κοινωνία διακρίνει τους ανθρώπους. Σε κάθε περίπτωση, οι θαμώνες καλούνται να αναλογιστούν τη θέση τους και η συνθήκη που διαμορφώνει η Κάσιου και οι συνεργάτες της πυροδοτεί μια «σύγκρουση ρόλων», που τους ωθεί να αποδεχτούν τη συνενοχή τους στο απέραντο θέατρο της ματαιότητας. 

Εκτός από την κατανομή των θέσεων στο τραπέζι, η Κάσιου προσθέτει και κάποιες ηλικιακές «ασυμμετρίες» ανάμεσα στους χαρακτήρες. Οι ασύμβατες δυναμικές ανάμεσα στα ζευγάρια λειτουργούν σαν συμβολισμοί των γάμων- συναλλαγών, που βασίζονται περισσότερο σε υλικά ή κοινωνικά συμφέροντα παρά σε αληθινά αισθήματα.  Οι κοινωνικές δομές είναι κενές και ασταθείς, γεμάτες ατομικές ιδιοτέλειες. Οι προσωπικές σχέσεις έχουν αποδομηθεί σε απρόσωπες συμβάσεις και οι άνθρωποι, αν και βρίσκονται «μαζί», παραμένουν ουσιαστικά μόνοι. Ακόμη και κάποιες πιο «σωματικές» επαφές είναι φευγαλέες και προσχηματικές. Έτσι τονίζεται το αποπροσανατολισμένο και αλλοτριωμένο πρόσωπο του σύγχρονου κόσμου, όπου ρόλοι και σχέσεις είναι εξαρτήματα μιας αέναης επιτήδευσης.

Σχετικά με το δρώμενο, η γραμμή εστιάζει στην αντιφατικότητα των χαρακτήρων, που είναι ταυτόχρονα διασκεδαστικοί και απωθητικοί, γελοίοι και επικίνδυνοι, καθώς οι σχέσεις τους είναι ασαφείς και οι προθέσεις τους δυσνόητες. Αυτό επιτρέπει στο σκοτεινό πιντερικό χιούμορ να απεικονίσει την ηθική τους παρακμή. Με αναλυτική προσέγγιση και αφοσίωση στις λεπτομέρειες, η σκηνοθέτρια δίνει έμφαση στην αμφισημία και τη συναισθηματική ένταση, προσδίδοντας υπαρξιακό βάρος στις σιωπές και τους υπαινιγμούς του κειμένου.

Καταφέρνοντας να μεταφέρει τον κυνισμό και τη σαρκαστική αποδοκιμασία του Πίντερ, η Κάσιου απελευθερώνει μια υπόγεια βία, ενισχύοντας μέσα από το οικείο την αίσθηση του ανοίκειου και μέσα από το επιτακτικό την αίσθηση του μάταιου. Παντρεύοντας το ρεαλιστικό με το συμβολικό, καθοδηγεί τους ηθοποιούς της να ενσαρκώσουν τις σκοτεινές πλευρές των ηρώων, φέρνοντας στην επιφάνεια την αυταρέσκεια αλλά και τη βαθύτερη απόγνωση που τους διακατέχει.

Ο χώρος που έστησε η Λυδία Μανδρίδου είναι ασφυκτικός, αλλά ταυτόχρονα απλός και εύγλωττος, με την αίσθηση του κενού και μια αποπνικτική ψευδαίσθηση να κυριαρχεί, σε αντιπαραβολή με την ατμόσφαιρα αποστειρωμένης πολυτέλειας και παρακμής που χαρακτηρίζει το εστιατόριο. Μεγάλη σημειολογική βαρύτητα έχουν οι απαστράπτουσες κουρτίνες τριγύρω. Τα φώτα της Καρολίνας Σπύρου ενισχύουν τη διαρκή αίσθηση αόρατης απειλής που παραμονεύει κάτω από την επιφάνεια, ενώ ο ηχητικός σχεδιασμός του Λευτέρη Μουμτζή συμβάλλει με υποδόριο τρόπο στην ψυχολογική εμβάθυνση, εντείνοντας το αίσθημα ανησυχίας.

Εκτός από σκηνογραφικά, αυτή η «κενότητα» αποτυπώνεται στις μηχανικές και υπολογιστικές ερμηνείες των ηθοποιών, που αντικατοπτρίζουν το άδειασμα των χαρακτήρων από ουσιαστικά συναισθήματα και συνδέσεις. Οι ήρωες ξεπροβάλλουν ανάμεσα στους θεατές σαν καρικατούρες μιας φιλάρεσκης και επιδεικτικής ελίτ, με νευρωτική κινησιολογία και επιτηδευμένη ομιλία, γεγονός που προσδίδει έναν μπουρλέσκ τόνο και μια αίσθηση ότι καλύπτουν τις πραγματικές τους προθέσεις και τις ανασφάλειές τους πίσω από κούφιες κουβέντες και υπεροπτικά αστεία.

Ατάκα με ατάκα, σιωπή με σιωπή, ανάσα με ανάσα, ματιά με ματιά, αποκαλύπτονται σταδιακά οι βίαιες και εξουσιαστικές πτυχές τους. Αυτή η κωμική ματαιοδοξία τους αποκαλύπτει την κατά Πίντερ σύμπτωση κωμικού και τραγικού σ’ έναν πλανήτη απόλυτα παραδομένο στον εντυπωσιασμό και την κερδοθηρία.

Ελεύθερα, 3.11.2024