Ο πρωτοπόρος Κύπριος ζωγράφος Ανδρέας Χρυσοχός διηγείται τη ζωή του.

Πάντα πίστευε ότι θα πεθάνει νέος, αλλά να που πάτησε αισίως τα 94. Γεννημένος τον Νοέμβριο του 1929, ο Ανδρέας Χρυσοχός είναι ένας από τους κορυφαίους εκπροσώπους της δεύτερης γενιάς Κυπρίων καλλιτεχνών, εκ των ιδρυτών του ΕΚΑΤΕ και μέλος της ιστορικής εξάδας που έλαβε μέρος στην πρώτη συμμετοχή της Κύπρου στην Μπιενάλε Βενετίας, το 1968, μαζί με τους Χριστόφορο Σάββα, Στέλιο Βότση, Γιώργο Σκοτεινό, Κώστα Ιωακείμ και Γιώργο Κυριάκου. Έλαβε μέρος και σε άλλες διεθνείς διοργανώσεις και σημαντικές εκθέσεις στην Κύπρο και στο εξωτερικό και μεταξύ άλλων έχει τιμηθεί με το Αριστείο Γραμμάτων και Τεχνών, το 2004. Ασχολήθηκε επίσης με την τεχνοκριτική, την αγιογραφία, την καλλιγραφία. Τον συναντήσαμε στο σπίτι του στην Αγλαντζιά, για να διαπιστώσουμε ότι παρά το βάρος των χρόνων παραμένει ένας άνθρωπος ταπεινόφρων και ευθύς, με έντονη άποψη για την πορεία της εικαστικής δημιουργίας.

Ήξερα από μικρός ότι αυτός ήταν ο δρόμος μου. Το σχέδιο μού άρεσε από τα πρώτα χρόνια της ζωής μου. Όταν πήγα στο Δημοτικό στη γενέτειρά μου, τη Μηλιά Αμμοχώστου, ο αριθμός των μαθητών ήταν μικρός και η πρώτη τάξη ήταν μαζί με την πέμπτη και την έκτη. Όταν ο δάσκαλος δίδασκε τους μεγάλους, εμείς τα μωρά έπρεπε ν’ απασχοληθούμε με κάτι άλλο. Κάποια στιγμή, ήρθε ο δάσκαλος, έκατσε δίπλα μου και μου έδειξε πώς να σχεδιάζω ένα πουλί. Αυτό ήταν ένα πρώτο έναυσμα. Όταν έφτασα στην έκτη τάξη ο αριθμός των μαθητών είχε πια αυξηθεί αισθητά. Ένας δάσκαλος είχε κάνει έναν χάρτη της Κύπρου και για να δείξει στους μαθητές πού βρίσκονταν τα μοναστήρια, μου ανέθεσε να σκαλίσω εκκλησάκια σε πέτρες για να τα βάλει πάνω στον χάρτη.

Ο πατέρας και ο παππούς μου ήταν χρυσοχόοι στο χωριό μας. Εξ ου και το επίθετο. Όταν μεγάλωσα λίγο και πήγα στο Γυμνάσιο, στις διακοπές βοηθούσα κι εγώ καμιά φορά στο εργαστήριο. Δεν καταπιάστηκα όμως ποτέ με τη χρυσοχοΐα. Ο πατέρας ήταν μαθητής του παππού κι ο αδερφός μου επίσης μαθητεύσε κοντά τους και για ένα διάστημα ακολούθησε το επάγγελμα. Ο αδερφός μου έμεινε στο χωριό μέχρι την εισβολή και μετά πήγε στη Λεμεσό. Έκλεισε προσφατα κι αυτός τα 90 του. Όλα τα μικρότερα αδέρφια μου βρίσκονται εν ζωή. Μόνο η μεγάλη αδερφή μου «έφυγε», το 1998. 

Ενίοτε σχολίαζα και τα έργα του πατέρα και του παππού μου. Μια μέρα, στο εργαστήρι έφτιαχναν ένα ανάγλυφο κάλυμμα Ευαγγελίου από ασήμι. Είχε πέσει στα χέρια μου ένα βιβλίο με έργα του Ντα Βίντσι. Το έδειξα στον παππού κι έκανα τη σύγκριση με το κάλυμμά που είχε φτιάξει. «Να, αυτός είναι καλλιτέχνης!» είπα. Και μου απάντησε ο παππούς: «Έλα, ρε μάστρε, να μάς δείξεις!».

Όταν ήρθα στο Παγκύπριο Γυμνάσιο, καθηγητής τέχνης ήταν ο Αδαμάντιος Διαμαντής. Με πήρε με καλό μάτι και μ’ ενθάρρυνε από την πρώτη μέχρι και την έκτη τάξη του Γυμνασίου. Έδειχνα μεράκι και ξεχώρισα. Έχω και βιβλία με αφιέρωση από τον Διαμαντή. Ουσιαστικά, ήταν ο πρώτος μου δάσκαλος. Τα περισσότερα παιδιά έδειχναν ενδιαφέρον για το μάθημά του. Ήταν προσηνής, φιλικός και δεν μας διόρθωνε, αλλά μάς ενθάρρυνε να παρατηρούμε γύρω μας. Εγώ ήμουν από χωριό κι είχα πολλές παραστάσεις από την ύπαιθρο, ερεθίσματα από τοπία και ασχολίες χωρικών, γεγονός που του άρεσε. Προς το τέλος της δεκαετίας του ’40, είχε κάνει και μια έκθεση μαθητών του στην Αθήνα και προσπάθησε να μου κανονίσει υποτροφία για τη Σχολή Καλών Τεχνών. Δυστυχώς, η Ελλάδα βρισκόταν στη δίνη του εμφυλίου και η κατάσταση εκεί ήταν δύσκολη.

Αποφάσισα να γίνω δάσκαλος. Ήταν το καλύτερο που μπορούσα υπό τις περιστάσεις. Πήγα για δύο χρόνια στο Διδασκαλικό Κολλέγιο Μόρφου. Μάλιστα, τον πρώτο μου χρόνο ήταν κι ο Διαμαντής εκεί. Στο τέλος του δεύτερου χρόνου μάς ενημέρωσαν ότι διεξαγόταν διαγωνισμός υδατογραφίας στο Λονδίνο και θα έπαιρναν μέρος όλες οι χώρες της Κοινοπολιτείας. Το καλοκαίρι, εκεί που καθόμουν στο χωριό ξέγνοιαστος, με φώναξαν από το καφενείο: «έλα και κέρδισες το 1ο Βραβείο της Κοινοπολιτείας!»

Οι Άγγλοι επιχειρούσαν τότε ακόμη πιο επισταμένα να μας βάλουν στο πνεύμα του βρετανικού κόσμου. Έδιναν αρκετές υποτροφίες. Μου έδωσαν κι εμένα για δύο χρόνια να πάω στο Λονδίνο. Έπρεπε πρώτα να υπογράψω ότι μόλις ολοκληρώσω τα δύο χρόνια πρέπει να επιστρέψω για να εργαστώ για τουλάχιστον τρία χρόνια όπου θα με διόριζαν εκείνοι, αλλιώς να επιστρέψω τα χρήματα της υποτροφίας. Πήγα στο Λονδίνο και ξεκίνησα σπουδές στο Goldsmith’s College School of Art του Πανεπιστημίου του Λονδίνου. Ένας από τους καθηγητές μού πρότεινε να ειδικευτώ αποκλειστικά στη γλυπτική. «Εμένα μου αρέσει το χρώμα, δεν μπορώ να δεχτώ» του απάντησα.

Στα δύο χρόνια, επέστρεψα στην Κύπρο και εργάστηκα τα τρία υποχρεωτικά χρόνια ως σύμβουλος τέχνης σε δημοτικά σχολεία, υπό την αποικιακή διακυβέρνηση. Μετά, ζήτησα άδεια να πάω στο Λονδίνο για να ολοκληρώσω τις σπουδές μου. Αρνήθηκαν. Ήταν η εποχή της ΕΟΚΑ. Όμως, ήμουν αποφασισμένος. Υπέβαλα παραίτηση και πήγα στο Λονδίνο με καμιά τριακοσαριά λίρες στην τσέπη κι έμεινα για άλλα δυο χρόνια. Η οικογένειά μου δεν είχε τη δυνατότητα να με στηρίξει. Ήμασταν έξι παιδιά, εκ των οποίων οι τέσσερις ήταν κόρες που έπρεπε να προικιστούν. Εγώ ήμουν το δεύτερο παιδί και ο μεγάλος γιος. Στις διακοπές, Χριστούγεννα, Πάσχα, καλοκαίρι, έκανα διάφορες δουλειές στην Αγγλία: στο ταχυδρομείο, στο μάζεμα φρούτων, σε εργοστάσιο αλουμινίου, σε βιοτεχνία ένδυσης. Με τα πολλά, πήρα το πτυχίο τη χρονιά που τελείωνε η ΕΟΚΑ και προέκυψε η Συμφωνία. Ήρθα πίσω και μου είπαν ότι υπάρχει θέση στην Παιδαγωγική Ακαδημία.

Την πρώτη χρονιά εκεί, έχτισαν μέσα στον χώρο το Παρεκκλήσι για να προσεύχονται οι φοιτητές. Ο διευθυντής μού ζήτησε να κάνω τα εικονίσματα. Δεν ήθελα να τα κάνω ως ζωγράφος, αλλά ως αγιογράφος, παρόλο που δεν είχα ιδέα από αγιογραφία. Στη νέα εποχή, η Εκκλησία έπρεπε να έχει δικό της σύστημα εικονογραφίας. Ήταν η πρώτη χρονιά της Δημοκρατίας και τα πάντα άλλαζαν ραγδαία. Σημείο αναφοράς ήταν ο μοναχός Καλλίνικος από την Αθηένου που είχε φοιτήσει δίπλα στον Κόντογλου. Κληθήκαμε ν’ αλλάξουμε τον τρόπο που ζωγράφιζαν τα εικονίσματα στο νησί. Στο μεταξύ έκανα οικογένεια και είχα αποκτήσει τις κόρες μου. Το καλοκαίρι είχαμε πάει διακοπές στον Άγιο Αμβρόσιο Κερύνειας. Εκεί κοντά βρίσκεται η Εκκλησία του Αντιφωνητή. Πήγαινα καθημερινά και αντέγραφα δύο αρχαίες βυζαντινές εικόνες, οι οποίες αργότερα χάθηκαν, δυστυχώς, μαζί με τις τοιχογραφίες που άρπαξε ο Ντικμέν. Έτσι άρχισα να μελετώ συστηματικά πια τη βυζαντινή τέχνη, παράλληλα με τη ζωγραφική. Έκανα αρκετά έργα για εκκλησίες και ιδιώτες. 

© Γιώργος Σαββινίδης

Ένας Λευκωσιάτης μου ανέθεσε να ζωγραφίσω τους 13 μοναχούς της Καντάρας που μαρτύρησαν και κάηκαν στην πυρά κατά τη Φραγκοκρατία. Το έργο αυτό έμεινε πάνω στην Καντάρα και απεικόνιζε από τη μια τους μοναχούς και από την άλλη τους Φράγκους. Μόλις άνοιξαν τα οδοφράγματα, η πρώτη σκέψη των θυγατέρων μου ήταν να πάμε να δούμε αν υπάρχει ακόμη. Όμως, δεν άφησαν στην εκκλησία ούτε τα μάρμαρα. Άρπαξαν τα πάντα.

Τη δεύτερη φορά που πήγα στο Λονδίνο για να ολοκληρώσω τις σπουδές μου, είπα στον εαυτό μου ότι πρέπει να αποφασίσω τι σημαίνει «τέχνη» σήμερα. Ένα βράδυ βρέθηκα στο Victoria & Albert Museum όπου είχε συγκεντρωθεί για 2-3 βράδια ο φοιτητικός κόσμος της τέχνης και μας έδειχναν σε βίντεο πώς εργαζόταν ο Πικάσο. Μου έκανε εντύπωση ότι δύσκολα έλεγε «τελείωσα». Πίεζε το μυαλό για μέρες μέχρι να πετύχει μια λεπτομέρεια, όπως την ήθελε. Εμένα τότε μου άρεσε το ελεύθερο σχέδιο. Είχαμε μοντέλα στη σχολή και ζωγράφισα μερικά γυμνά με τη δική μου ματιά. Φεύγοντας, τα χάρισα σ’ έναν κουμπάρο μου που είχε ταβέρνα στο Λονδίνο. Όμως, κάποιος πελάτης έκανε παρατήρηση που κρέμασε γυμνά κι εκείνος, εντελώς αψυχολόγητα, τα έβγαλε έξω και τα έκαψε.

Τα πρώτα χρόνια που ζωγράφιζα δούλευα πάνω σε μια γραμμή απλοποιημένη, αφηρημένη, χωρίς φιγούρες. Με γεωμετρικά θέματα και χρώματα. Επέμενα στο μινιμαλιστικό αν και παράλληλα, εξέλισσα πιο περίπλοκες τεχνικές και θέματα. Αυτό ήταν που τους άρεσε και με επέλεξαν για την πρώτη συμμετοχή της Κύπρου στην Μπιενάλε της Βενετίας, το 1968. Μετά την εισβολή, σχεδόν αυτόματα, μεταπήδησα σε μια πιο απεικονιστική, πιο ρεαλιστική γραμμή. Δεν είχα καμία διάθεση πια να πειραματιστώ με τις φόρμες. Άφησα την υπεραπλοποίηση και την αφαίρεση και αναζήτησα τον προβληματισμό πάνω σε μια πραγματικότητα που ήταν από μόνη της επιτακτικώς αναβράζουσα.

Όταν έγινε το Πραξικόπημα και μετά η Εισβολή βρισκόμουν σ’ αυτό εδώ το σπίτι. Στη γειτονιά μας τότε υπήρχαν μόνο έξι σπίτια. Περνούσαν συνεχώς τα αεροπλάνα και στην περιοχή έχει κοντά στρατόπεδα αλλά και το ΡΙΚ. Πήγαινα την οικογένειά μου σε γειτονικό σπίτι που είχε καταφύγιο. Λίγο αργότερα τις έστειλα στην Αγγλία. Για ένα διάστημα τις ακολούθησα κι εγώ.

Η τελευταία φορά που πήγα στο χωριό μου, τη Μηλιά, ήταν πριν από 3-4 χρόνια. Το σπίτι που γεννήθηκα δεν υπάρχει. Υπάρχει ακόμη μια ελιά που ήταν κοντά στην αυλή μας, την οποία είχε φυτέψει ο προ-προ-πάππος μου. Το δέντρο αυτό οι Τούρκοι το σεβάστηκαν. Τα υπόλοιπα σπίτια τριγύρω τα ισοπέδωσαν και τα έκαναν χωράφια. Δεν υπάρχει πια ούτε το εργαστήρι του παππού μου. Ο αδερφός μου επιμένει ότι υπάρχει ακόμη το δικό του σπίτι, αυτό όπου έμενε μέχρι το 1974.

Από τη δεκαετία του ’60 άρχισα να συνεργάζομαι με το ΡΙΚ, να παρουσιάζω και να σχολιάζω εκθέσεις για την τηλεόραση. Αυτό συνεχίστηκε μέχρι το ’90, για σχεδόν 30 χρόνια. Από τη δεκαετία του 1990 αραίωσα σιγά- σιγά να παρακολουθώ εκθέσεις και δημιουργούς. Ένιωσα πως ό,τι μπορούσα να δώσω, το έδωσα. Έτσι, δεν έχω πλήρη εικόνα για ό,τι ακολούθησε στην Κύπρο τις επόμενες δεκαετίες με τη νέα γενιά καλλιτεχνών. Έχω πάντως μια αίσθηση ότι η κυπριακότητα, αυτό το ιδιαίτερο τοπικό χαρακτηριστικό, έχει αρχίσει να χάνεται.

Με προβληματίζει η πορεία που έχει πάρει η τέχνη. Με ξενίζει η ευκολία και η απομίμηση. Η παγκοσμιοποίηση είναι εδώ και άρχισε να ριζώνει στα ήθη, τα έθιμα και την παράδοσή μας. Σήμερα γίνεται ένα «τικ» στην Αμερική και την επόμενη στιγμή συμβαίνει ένα «τακ» εδώ. Διερωτώμαι αν τελικά υπάρχει «εθνική ζωγραφική». Και δεν εννοώ μόνο την κυπριακή. Και στην Ελλάδα λίγο- πολύ η τέχνη ακολουθεί διαδρομές που άνοιξαν οι Ευρωπαίοι, με την προσθήκη ενός ελληνικού θέματος ή μιας ευχάριστης ποιμενικής πλευράς. Καλλιτέχνες όπως ο Τσαρούχης, αναζήτησαν την ελληνικότητα. Αλλά, υπάρχει πράγματι; Θεωρώ ότι στην ποίηση οι Έλληνες είναι καλύτεροι και πιο πρωτότυποι.

© Γιώργος Σαββινίδης

Ασφαλώς επηρεάστηκα κι εγώ από τις σύγχρονες τάσεις. Kάθε καλλιτέχνης έχει ένα δικό του σύστημα που υπάγεται σε άγραφους ή γραπτούς κανόνες. Σ’ ένα πολύ ελεύθερο πλαίσιο, εννοείται. Η διαδικασία είναι ένας προβληματισμός εντός των πλαισίων του συστήματος που ακολουθώ και του τρόπου σκέψης μου. Κάποια στιγμή δοκίμασα να προσθέσω το βυζαντινό στοιχείο, κάτι που δοκίμασαν πολλοί Έλληνες καλλιτέχνες. Με απασχόλησε και η θρησκεία τα τελευταία χρόνια, παρά το γεγονός ότι ούτε η θρησκεία έχει σήμερα την πολιτισμική δυναμική που είχε κάποτε.

Αν υπάρχει αυτό που λέμε «κυπριακότητα» στην τέχνη, αυτός που την πλησίασε αρκετά ήταν ο Σταςς Παράσκος. Έζησε και δημιούργησε στο Λονδίνο και μετά στην Κύπρο, έχοντας προσθέσει λειτουργικά το κυπριακό φολκλόρ στο έργο του. Ήταν από τους λίγους που ένιωσαν τι σημαίνει «γενικός κανόνας» στη ζωγραφική. Από τους Κύπριους ζωγράφους μού αρέσει πολύ η δουλειά του Χρίστου Φουκαρά. Πολύ καλός, πάνω σε σύγχρονη γραμμή και με μια τρομερή απομονώση των στοιχείων του, ήταν και ο Στέλιος Βότσης. Συνεργαστήκαμε πολύ, γίναμε και κουμπάροι. Ήμασταν συνομήλικοι. Έφυγε πιο νωρίς.

Περίμενα ότι εγώ θα «έφευγα» από τα 20 ή τα 30 μου κι όμως είμαι ακόμη εδώ. Αναμετρήθηκα από νεαρή ηλικία με την αίσθηση ότι θα πεθάνω νέος. Ήμουν πολύ φιλάσθενος από μικρός και πάντα το φοβόμουν, λειτουργούσα με αυτή τη σκέψη. Δεν ξέρω αν μου έκανε καλό ή αν επηρέασε το έργο μου. Τελικά, έφτασα τα 94. Τώρα, πια, δυσκολεύομαι και να περπατώ. Ουσιαστικά, σταμάτησα την καλλιτεχνική δράση από το 2015. Είπα φτάνει. Τα τελευταία χρόνια ασχολούμουν πάλι μ’ ένα είδος μινιμαλισμού, πιο κοντά στο δικό μου στιλ. Όταν σταμάτησα, απασχόλησα τον εαυτό μου με άλλα ενδιαφέροντα, όπως το διάβασμα. Κάποια στιγμή, οι κόρες μου επέμεναν ότι πρέπει να ζωγραφίζω λίγο για ν’ απασχοληθώ και να νιώσω καλύτερα. Έτσι ξανάρχισα. Όσο να ‘ναι, είναι μέρος του εαυτού μου. Η επιθυμία για δημιουργία ίσως κάποτε να ξεθυμαίνει, αλλά ποτέ δεν σβήνει εντελώς.

Ένα έργο ολοκληρώνεται όταν πια δεν μπορείς ν’ αλλάξεις κάτι. Λένε ότι ένα έργο τέχνης δεν το τελειώνεις, αλλά το εγκαταλείπεις. Ίσως. Αυτό συμβαίνει όταν η παρτίδα στη σκακιέρα έχει τελειώσει και δεν υπάρχουν άλλες κινήσεις. Μού λέει «ως εδώ, δεν σου περνά για καλύτερα». Το ίδιο το έργο μού μιλάει. 

Δεν συνδέομαι συναισθηματικά με τα έργα μου. Δεν τα βλέπω και δεν τα αγαπώ σαν παιδιά μου. Όσοι το λένε αυτό μάλλον είναι τον εαυτό τους που αγαπούν υπερβολικά. Δεν μ’ απασχολεί ιδιαίτερα πού πήγε ένα έργο όταν έφυγε από τα χέρια μου και ποιος θα το δει. Δεν έχει σημασία. Αν το δει ο κόσμος, καλώς. Αν όχι, δεν πειράζει. Η παρτίδα μου μαζί του δεν επηρεάζεται από αυτό. Τα έργα τα δημιουργώ για μένα σε μια δεδομένη συγκυρία. Πόσα από αυτά άραγε χάθηκαν με την εισβολή;

Σε καμία περίπτωση η τέχνη δεν μπορεί να μπει πάνω από τη ζωή. Είναι απασχόληση συνοδευτική της ζωής. Αυτό συνέβαινε από την εποχή του πρωτόγονου ανθρώπου που ένιωθε την παρόρμηση ν’ αφήσει ένα χνάρι. Κάποιοι το βλέπουν σαν μια μάχη ενάντια στον Χρόνο. Δεν είμαι σίγουρος ότι συμφωνώ. Αφής στιγμής ένα έργο τελειώσει, ποιος είναι ο χρόνος του; Δεν σκέφτομαι ότι ως καλλιτέχνης έχω πεπερασμένη αξία, ενώ το έργο θα μείνει για πάντα. Αυτές είναι μάλλον σκέψεις μωροφιλόδοξων.

Ελεύθερα, 17.12.2023