Η Νεφέλη Κεντώνη διαπιστώνει ότι οι καλύτεροι καλλιτέχνες είναι προσεκτικοί ακροατές και παρατηρητές του κόσμου.

Μεγάλωσε στην Κύπρο σε βαθιά καλλιτεχνικό περιβάλλον και πλέον δραστηριοποιείται κυρίως στο Λονδίνο σ’ ένα πολυσχιδές πεδίο. Στα 25 της μόλις χρόνια έχει να επιδείξει σημαντική παρουσία στο νησί και στο εξωτερικό με όχημα έκφρασης τη θεατρική και κινηματογραφική φόρμα. Συνδυάζοντας την τρυφερότητα με τον παραλογισμό, της αρέσει να διαλύει και να ανασυνθέτει την πραγματικότητα μέσα σε απρόβλεπτα τοπία. Το Διεθνές Φεστιβάλ Λευκωσίας φιλοξενεί, στο πλαίσιο της ενότητας UNDER 30, την παράσταση «KATABASIS» σε δικό της κείμενο και σκηνοθεσία. Το πρωτοπαρουσίασε το 2022 στο Platform Theatre του Central Saint Martins σε συνεργασία μ’ ένα διεθνές σύνολο ερμηνευτών και είναι μια φανταστική κατάβαση στους πέντε ποταμούς του Άδη μα κι ένας διαλογισμός για την ανθρώπινη παροδικότητα, με κάθε αφήγηση να αποτελεί απόπειρα άρνησης του προδιαγεγραμμένου «τέλους».

-Γιατί σε απασχολεί σ’ αυτή τη φάση της ζωής σου το θέμα της ανθρώπινης παροδικότητας; Η παράσταση δημιουργήθηκε πριν από περίπου δύο χρόνια. Η αντίληψή μου, τότε, για τον κόσμο ήταν διαφορετική, με τον ίδιο τρόπο που αύριο για έναν -φαινομενικά ίδιο- κόσμο θα είναι πάλι διαφορετική. Νομίζω ότι δεν μ’ ενδιαφέρει η ανθρώπινη παροδικότητα ως προς τη συντομία της, αλλά ως προς τις προσπάθειες, τις αποτυχίες και επιτυχίες της για μεταμόρφωση, ως προς το γεγονός ότι βρισκόμαστε πάντα στη διαδικασία του γίγνεσθαι. Κάθε αφήγηση μέσα στην «Κατάβαση» είναι μια απόπειρα άρνησης της απολίθωσης, μια απόπειρα άρνησης ενός «τέλους» που έχει ήδη προδιαγραφεί.

Είναι κατά κάποιον τρόπο μια άρνηση του θανάτου; Δεν είναι μια άρνηση του θανάτου, αλλά ενός οριστικού τέλους, μιας παντοτινής στασιμότητας. Δεν υπάρχει ξεκάθαρο τελικό σημείο -ούτε καν στο θέατρο- με τις δομημένες αρχές και τελειώσεις του. Η Σάρα Ρουλ λέει ότι «κάθε βράδυ που μια αυλαία πέφτει, ένας κόσμος πεθαίνει. Ο κόσμος της παρούσας αφήγησης πεθαίνει και κάποιος θρηνεί το τέλος του χειροκροτώντας». Κι εγώ αναρωτιέμαι: τι γίνεται με τα απομεινάρια αυτού του κόσμου; Με τα ερείπιά του; Αυτός ο κόσμος δεν εξαφανίζεται απλώς: επεκτείνεται και βρίσκει «τσεπούλες» μέσα στο κοινό για να κρυφτεί. Στο τέλος κάθε παράστασης ο θεατής είναι ο μόνος «επιζών» ενός ολόκληρου κόσμου που δεν υπάρχει πια. Αλλά έχει κάπως επηρεαστεί. Η παράσταση αφήνει τα ίχνη της μέσα του. Είναι, λοιπόν, τα ίχνη της ανθρώπινης παροδικότητας που μ’ ενδιαφέρουν. Προς το παρόν. Αύριο μπορούμε να το ξανασυζητήσουμε.

Ποια είναι διαχρονικά η αγαπημένη σου θεματική; Δεν αισθάνομαι άνετα μ’ αυτή η ερώτηση, γιατί προϋποθέτει μια απλούστευση της δουλειάς μου. Με τον ίδιο τρόπο που δεν μου αρέσει να μιλάω για τη δουλειά μου γενικότερα, γιατί απαιτεί να τη σχηματοποιήσω μέσα σ’ ένα γλωσσικό σύστημα που ποτέ δεν θα αρκεί για να συλλάβει την ουσία των πραγμάτων. Και νομίζω ότι αυτό είναι κάτι που ισχύει για τα πάντα- όχι μόνο για την τέχνη. Έχουμε την τάση να «γυαλίζουμε» επιφάνειες, να θέτουμε τα πράγματα σε πλαίσια, να οργανώνουμε τον κόσμο σε μια προσπάθεια να τον κατανοήσουμε, με αποτέλεσμα να μην αφήνουμε χώρο στην ακαταστασία. Και η ακαταστασία είναι σημαντική. Η δημιουργία είναι ακατάστατη. Το να είσαι άνθρωπος είναι μια συνθήκη ακαταστασίας. Εν πάσει περιπτώσει, μέσα σ’ αυτό το χάος, είναι αλήθεια ότι εξακολουθώ να επιστρέφω σε πέντε διαφορετικές δυαδικότητες: Γλώσσα/ Εικόνα, Μνήμη/ Λήθη, Ελαφρότητα/ Βαρύτητα, Ερμηνευτής/ Κοινό, Παρουσία/ Απουσία. [Και για κάποιο λόγο υπάρχει πάντα ένα βουνό.]

Γιατί τις συγκεκριμένες; Δεν είμαι σίγουρη γιατί αυτές οι θεματικές επανεμφανίζονται, αλλά ξέρω ότι πάντα απαιτούν χώρο στη δουλειά μου. Είναι σαν να μεγαλώνουμε μαζί. Η Μάγκι Νέλσον μίλησε για την «ευχαρίστηση του να αναγνωρίσει κάποιος ότι μπορεί να χρειαστεί να υποστεί τις ίδιες συνειδητοποιήσεις, να γράψει τις ίδιες σημειώσεις στο περιθώριο, να επιστρέψει στις ίδιες θεματικές στη δουλειά του, να ξαναμάθει τις ίδιες συναισθηματικές αλήθειες, να γράψει το ίδιο βιβλίο ξανά και ξανά- όχι επειδή είναι ανόητος ή πεισματάρης ή ανίκανος ν’ αλλάξει, αλλά επειδή τέτοιες ‘επανεπισκέψεις’ αποτελούν τη ζωή». Η συγκεκριμένη αναφορά άλλαξε τον τρόπο με τον οποίο βλέπω τον εαυτό μου και τη δουλειά μου.

© Μάνος Στρατής

Σε ποιο βαθμό επηρέασε την οπτική σου πάνω στην τέχνη το οικογενειακό σου περιβάλλον; Μεγαλώνοντας εγώ κι ο αδερφός μου «εκτεθήκαμε» σε πολλή τέχνη. Θυμάμαι να πηγαίνουμε σε μουσεία τέχνης και να μας λενε: «Κοιτάξτε όλα αυτά τα έργα. Δεν έχει σημασία τι φτιάχνεις· μπορεί να είναι κακό ή υπέροχο, δεν έχει σημασία. Απλά κάνε τέχνη». Πιστεύω ότι υπάρχει ελευθερία σ’ αυτή τη σκέψη. Ήταν η αρχή της απομυθοποίησης της τέχνης για μένα. Με βοήθησε να καταλάβω ότι το ζήτημα δεν είναι να εφεύρεις κάτι καινούργιο. Τα πάντα έχουν γίνει και ειπωθεί. Δεν χρειαζόμαστε νέες ιδέες. Έχουμε αρκετές. Η ευθύνη μας ως καλλιτέχνες είναι να διευρύνουμε αυτά που ήδη έχουμε και να κάνουμε τους ανθρώπους να νιώσουν αυτό το ξεχωριστό αίσθημα στο σώμα που λίγα πράγματα μπορούν να το προκαλέσουν: εκείνο που σφίγγει το στομάχι και νιώθεις όλους τους μύες του σώματος σαν να ταξιδεύουν προς τα εκεί για να το κρατήσουν μέσα σου, αλλιώς μπορεί να πέσει.

Τι άλλο σου έμαθαν οι γονείς σου; Οι γονείς μου, με όλα τα ταλέντα και τα ελαττώματά τους, μού έμαθαν ότι η δημιουργία είναι ανάγκη, ότι μπορείς να κάνεις δουλειά από το τίποτα, ότι οι συνθήκες μπορεί να μην είναι ποτέ ιδανικές, αλλά πρέπει να είμαστε εκεί και να δημιουργούμε. Όχι επειδή η τέχνη μπορεί να αλλάξει τον κόσμο -δεν θεωρώ ότι μπορεί- αλλά επειδή σε κάνει να προσπαθείς να τον αλλάξεις κι αυτό μερικές φορές είναι αρκετό. Επειδή, αλλιώς, πώς θα βρούμε το θάρρος να συνεχίσουμε να υπάρχουμε σ’ έναν κόσμο σάπιο μέχρι το μεδούλι και να διατηρούμε ακόμη την επιθυμία να τον αλλάξουμε, να ελαφρύνουμε λίγο από το βάρος του; Όχι με αφελή ή ρομαντικό τρόπο, αλλά με πρακτικό. Γιατί το να μην είσαι ακούγεται πιο τρομακτικό από το να προσπαθείς να είσαι.

Πώς βλέπει τον κόσμο και την τέχνη ένας δημιουργός της γενιάς σου; Άρχισα να δημιουργώ σε μια προσπάθεια να κατανοήσω τον κόσμο. Επειδή αυτός ο κόσμος είναι τραχύς, άδικος και αφόρητος κάποιες φορές, δεν μπορώ παρά να νιώθω ενίοτε το βάρος των καιρών να με παραλύει. Δεν μπορώ παρά να αναρωτηθώ «ποιο είναι το νόημα»; Έτσι, όταν απέτυχα να κατανοήσω αυτόν τον κόσμο, άρχισα να φτιάχνω τον δικό μου. Η δημιουργία το επιτρέπει αυτό. Σου επιτρέπει να αναλάβεις την ευθύνη γι’ αυτούς τους κόσμους, να αποφασίσεις το βάρος, τη γλώσσα, το χρώμα. Και νιώθω τυχερή που μπορώ να το κάνω αυτό. Με τον τρόπο που ο δραματουργός καθοδηγεί τον θεατή να δει τόσο αυτό που υπάρχει στη σκηνή όσο κι αυτό που λείπει, το ανείπωτο, έτσι και οι καλλιτέχνες πρέπει να ενθαρρύνουν την καθοδήγηση του βλέμματος του κοινού προς το αόρατο και το απόν. Οι καλύτεροι καλλιτέχνες είναι προσεκτικοί ακροατές και παρατηρητές του κόσμου.

Τι είναι αυτό που συντηρεί τη σχέση ερμηνευτή και θεατή; Το γεγονός ότι δεν μπορούν να υπάρξουν ο ένας χωρίς τον άλλο. Δεν μπορούν να υπάρξουν ξεχωριστά. Χωρίς το κοινό, ο ηθοποιός δεν έχει σκοπό, δεν έχει κάποιον πάνω στον οποίο να ενεργήσει. Ο θεατής, πάλι, δεν θα έχει κάποιον να τον ερεθίσει. Η ύπαρξή τους εξαρτάται από τον ρόλο του ενός και του άλλου, τη θέση του ενός και του άλλου: τη σκηνή, την αίθουσα. Κι αυτή είναι μια μεγάλη δέσμευση, η οποία συμφωνήθηκε αιώνες πριν την ύπαρξη του ηθοποιού και επιβάλλει την ύπαρξή του. Αυτή η δέσμευση είναι ένας δεσμός και μάλιστα άνισος. Διότι, ενώ ο ηθοποιός «αυτοκτονεί» στη σκηνή, ο θεατής γίνεται μάρτυρας αυτού του θανάτου- τον παρακολουθεί από απόσταση ασφαλείας.

Πιστεύεις ότι υπάρχουν «παθητικοί» θεατές; Όσο υπάρχουν παθητικές παραστάσεις, θα υπάρχουν και παθητικοί θεατές.

Η φαντασία είναι εκπαιδεύσιμη; Ο Ίταλο Καλβίνο μιλά για την ηθική χρήση της λογοτεχνίας για την κατασκευή μιας οπτικής «λογικο-φανταστικής μηχανής», που απορρίπτει τις συμβατικές εικόνες και εκπαιδεύει τους αναγνώστες να δημιουργούν τις δικές τους. Μέσω της δουλειάς μου, αυτό προσπαθώ να κάνω: να δημιουργήσω πάνω στη σκηνή εικόνες που είναι αδύνατο να συμβούν στον πραγματικό κόσμο, ώστε το κοινό να δει τον κόσμο διαφορετικά και να διευρύνει τη φαντασία του. Διότι κόσμους χτίζουμε από το οραματικό, όχι από το εφικτό. Έτσι, ελπίζω ότι μέσω της δουλειάς μου μπορεί κανείς να δει ότι ένας διαφορετικός κόσμος είναι εφικτός.

Αποτελεί προϋπόθεση για την τέχνη η γενναιοδωρία και η επικοινωνία με τους άλλους; Οπωσδήποτε. Ως συγγραφέας και σκηνοθέτης, η δουλειά μου βασίζεται σ’ αυτή τη γενναιοδωρία, σε τόσα πολλά επίπεδα και μέσα σε τόσους πολλούς χώρους: στο χαρτί, στις πρόβες, στη σκηνή. Όταν γράφω, τα κείμενά μου γίνονται ένα κολάζ απ’ όλα όσα διάβασα και είδα. Τα λόγια μου έρχονται αντιμέτωπα με μια βιβλιογραφία ιδεών που ξεκίνησαν πριν καν γεννηθώ. Μερικές φορές «τσακώνονται» μεταξύ τους. Μερικές φορές σε κάνουν να νιώθεις μικρός. Άλλες φορές γίνονται ένα και μόνο λίγοι μπορούν να αποκρυπτογραφήσουν τα λόγια των Χάινερ Μίλερ, Ίταλο Καλβίνο, Κλαρίσε Λισπέκτορ, Σάρα Ρουλ, Μάγκι Νέλσον κ.λπ. Το «μου» και το «τους» χάνονται κάπου στη σελίδα, για να γίνουν «μας». Και τότε τα λόγια μας, παύουν να είναι λόγια μας και… γίνονται λόγια του ηθοποιού, του συνθέτη, του ενδυματολόγου. Τους εμπιστεύομαι τα λόγια και το όραμά μου και γενναιόδωρα, με ευαισθησία, προσθέτουν τον εαυτό τους, τη σάρκα τους και τη δική τους βιβλιογραφία. Κατά τη διάρκεια των προβών, οι συνεργάτες μου προσφέρουν ιδέες που δεν θα φανταζόμουν ποτέ μόνη. Μαζί δημιουργούμε μια κοινή γλώσσα κίνησης, αισθητικής και εμπιστοσύνης και η δουλειά μου δεν θα ήταν η ίδια χωρίς αυτούς. Είναι η γενναιοδωρία τους που δίνει σάρκα και οστά στα λόγια μου. Όταν όμως ανέβουν στη σκηνή… τα λόγια του ηθοποιού, ανήκουν πλέον στο κοινό. Και η παράσταση τελειώνει κι ίσως το κοινό πάρει αυτές τις λέξεις και τις τοποθετήσει σε μια άλλη σελίδα, για να συνεχιστεί αυτός ο κύκλος της γενναιοδωρίας. Το έργο τέχνης δεν είναι ένα τελικό σημείο· επιστρέφει ξανά και ξανά για να επαναδιαπραγματευτεί το παρελθόν και το μέλλον του, τις αναφορές και τα ερεθίσματά του, τους λόγους ύπαρξής του. Είναι αυτή η αλυσίδα γενναιοδωρίας που ανεξάρτητα από το πόσο μεγάλο είναι το Εγώ -επειδή πάντα υπάρχει το Εγώ– μάς καθιστά ταπεινούς και ελεύθερους να συνεχίσουμε να δημιουργούμε.

Ελεύθερα, 4.2.2024