Μία πολύ ενδιαφέρουσα συζήτηση με έναν από τους μεγάλους, και πιο βαθιά σκεπτόμενους πρωταγωνιστές του σύγχρονου ελληνικού θεάτρου εδώ και 45 χρόνια που το υπηρετεί, για την Τέχνη του, την δημοφιλία, το δίπολο επιτυχίας-αποτυχίας, τον κόσμο που μας περιβάλλει, το θείο και την πηγή της μεγάλης αισιοδοξίας του. Αφορμή είναι η επιτυχημένη και βραβευμένη παράσταση «Αινιγματικές παραλλαγές» που περιοδεύει στην Κύπρο.
-Γιατί, νομίζετε, είχε τόσο μεγάλη ανταπόκριση αυτή η παράσταση που θα παρουσιάσετε από αυτή τη βδομάδα και στην Κύπρο, η «Αινιγματικές παραλλαγές», έπειτα από δύο χρόνια συνεχών sold out παραστάσεων σε Αθήνα, Θεσσαλονίκη κ.α.; Εμείς που ανεβάζουμε ένα θεατρικό έργο μάς ενδιαφέρουν δύο πράγματα: Πρώτον, γιατί το έχει γράψει ο συγγραφέας του -ποια είναι η πρόθεσή του και πού σκοπεύει- και, δεύτερον, γιατί να το ανεβάσουμε τώρα εμείς και τι έχουμε να πούμε μέσα από αυτό. Νομίζω πως αυτά τα δύο αποκαλύφθηκαν -και σκηνοθετικά- και από τον Πυγμαλίωνα Δαδακαρίδη και από τον Σωτήρη Τσαφούλια. Επιγραμματικά, θα σας έλεγα πως είναι ένα έργο στο οποίο όλοι βλέπουν ένα κομμάτι από τον εαυτό τους. Παρακολουθώντας το, οι θεατές θα καταλάβουν πως ο άνθρωπος δεν μπορεί να ζει μόνος του, να μονάζει, όσο κι αν αυτό το θωρακίσει με πνευματικότητα και το προσπαθήσει. Γιατί, πάντοτε, θα υπάρχει μια βαθύτερη ανάγκη των ανθρώπων για επικοινωνία – πρέπει να ακουμπάμε στην αμαρτία του άλλου, να ακουμπάμε την αμηχανία μας ότι δεν τα ξέρουμε όλα· η συνύπαρξη είναι υποχρεωτική. Από την άλλη, το θεατρικό αυτό πραγματεύεται ένα θέμα το οποίο δύσκολα συναντάς στο ρεπερτόριο: Την ευαισθησία από την ανδρική πλευρά, αφού έχει να κάνει με μία κατάθεση της ευαίσθητης εκδοχής των ανδρών. Πάντα με καταλύτη μια γυναικεία παρουσία που «εμφανίζεται» ως μνήμη στη σκήνη.
–Εσείς, ήσασταν πάντοτε συμφιλιωμένος με αυτή την ευαίσθητη πλευρά του εαυτού σας; Αυτό διαβαθμίζεται ανάλογα με τα χρόνια. Όταν είμαστε νέοι έχουμε μία ψευδαίσθηση αθανασίας -υπάρχει το νιάτο, ο ενθουσιασμός!-, και πιστεύουμε πως τα χρόνια είναι άπειρα, πως θα έχουμε άπλετο χρόνο για να τα κάνουμε όλα άνευ προτεραιότητας. Μεγαλώνοντας, ανακαλύπτεις ότι αυτό που έχει μεγαλύτερη σημασία είναι το να είσαι πιο ανοιχτός, πιο έτοιμος, ώστε να αρπάξεις με τις «κεραίες» σου τις ευαίσθητες πλευρές της ζωής – αυτά που οι άνθρωποι συνήθως κρύβουν και δεν δείχνουν. Θα σας έλεγα, επίσης, πως η κατάθεση μιας γνήσιας ευαίσθητης πλευράς των ανθρώπων είναι και μια γνήσια επαναστατική πράξη, πολύ περισσότερο από όλες αυτές τις ανοησίες που ξεστομίζουμε κάθε τόσο. Μιλάω για μία ευαισθησία η οποία συνοδεύεται και από σκέψη, όχι για μία αόριστη ανόητη ευαισθησία…
-Επομένως, μεγαλώνοντας, αυξάνονται και οι δικές σας ευαισθησίες; Πολλαπλασιάζονται! Έρχεσαι, μεγαλώνοντας, πιο κοντά με τη φύση, με τις αδυναμίες των ανθρώπων -κατανοείς, συγχωρείς, καταλαβαίνεις-, και αντιλαμβάνεσαι πως είσαι κι εσύ ένα κομμάτι του κόσμου που σε περιβάλλει. Είναι αποκαλυπτικό και σωτήριο συνάμα, οι άνθρωποι να συμφιλιώνονται με μια ευαίσθητη πλευρά τους, η οποία είναι και η πιο «ακριβή» εκδοχή τους – γι’ αυτό και δεν τη «βλέπουμε» εύκολα.
–Μικρότερος, δείχνατε κι εσείς λιγότερη κατανόηση απέναντι σε καταστάσεις, γεγονότα και ανθρώπους, σε σχέση με σήμερα; Φυσικά. Είναι θέμα ηλικίας. Όσο μεγαλώνουμε, ο χρόνος κονταίνει και η μέρα σου γίνεται πιο πολύτιμη. Μέσα σε αυτό το κλίμα είσαι υποχρεωμένος -και εκ των πραγμάτων και από όσα έχεις ζήσει, αρκεί να μην έχεις ζήσει τζάμπα- να μετράς αλλιώς την κάθε σου στιγμή, το κάθε λεπτό.
–Ήταν πάντοτε διαχωρισμένα μέσα σας η ζωή σας και η δουλειά σας; Η δική μας δουλειά είναι σε συνάρτηση με την ζωή, δεν μπορείς να την ξεχωρίσεις. Γιατί είναι η έκθεση του εαυτού μας. Όταν εμφανίζεσαι στην οθόνη ή στην σκηνή -στη σκηνή, πολύ περισσότερο- φέρεις το σώμα σου, τη φωνή σου, την αύρα σου, την αισθητική σου, τα πάντα. Το κοινό αυτά ακολουθεί. Μπορεί να μη θυμάται τι έπαιξε ο τάδε ηθοποιός μετά από κάποια χρόνια, αλλά θα θυμάται ότι του δημιούργησε στιγμές μαγείας: Ξεχάστηκε, συγκινήθηκε, θυμήθηκε, γέλασε.
–Μπερδέψατε ποτέ τη δημοφιλία με την επιτυχία, όλα αυτά τα χρόνια που βρίσκεστε στο θέατρο; Όχι. Ήμουν τυχερός, ωστόσο. Γιατί η δημοφιλία -αφού αυτή εξαρτάται κυρίως από την τηλεοπτική και κινηματογραφική εικόνα- ήρθε στη ζωή μου όταν δεν ήμουν και πολύ νέος, μετά τα 35 μου, όταν ήδη ήμουν πρωταγωνιστής στο θέατρο. Δεν της έδωσα σημασία ποτέ.
–Χρειάστηκε ποτέ να κάνετε υποχωρήσεις στη δουλειά σας; Για οικονομικούς π.χ. λόγους, το να κάνατε ένα σήριαλ που δεν σας άρεσε… Είχα ευκαιρίες να βγάλω πάρα πολλά χρήματα, είτε παρουσιάζοντας ένα τηλεπαιχνίδι, ή ένα show, ιδιαίτερα τις εποχές των παχαίων αγελάδων, αλλά πάντα ήμουν προσανατολισμένος αλλού. Αυτό δεν σημαίνει πως δεν πληρωνόμουν πολύ καλά από την τηλεόραση ή απ’ το θέατρο, αλλά δεν θα θυσίαζα ποτέ κάτι απ’ την ηρεμία μου, προκειμένου να κάνω κάτι που δεν μ’ ενδιαφέρει. Ό,τι έκανα το έκανα επειδή το ήθελα εγώ. Άσχετα αν ήταν επιτυχημένο ή αποτυχημένο, δεν έχει σημασία.
-Εκ των υστέρων δεν το μετανιώνετε; Θα αισθανόμουν αμήχανα. Δεν θα ένιωθα καλά αν το έκανα. Δεν κατηγορώ άλλους που τα κάνουν, αλλά δεν είναι της δικής μου ιδιοσυγκρασίας αυτά.

–Μου αναφέρατε προηγουμένως την «αποτυχία». Πώς την ορίζετε; Αποτυχία στο θέατρο ή στην τηλεόραση είναι όταν εσύ επιθυμείς κάτι πολύ βαθιά να γίνει, αλλά αυτό δεν συντονίζεται με την επιθυμία των θεατών εκείνη την ώρα. Για πολλούς λόγους: Είτε αυτό που κάνεις εσύ, θεματαλογικά μπορεί να μην ενδιαφέρει τους ανθρώπους, είτε ο τρόπος που γίνεται δεν είναι ιδιαίτερα καλός κ.λπ. Είναι πολλοί οι παράμετροι. Έτσι κι αλλιώς, το θέατρο είναι κάτι πολύ δύσκολο, είναι ένα άλμα στο κενό χωρίς δίχτυ ασφαλείας. Αλλά αυτό είναι και το γοητευτικό του πράγματος. Εμείς, δεν είμαστε άνθρωποι που λειτουργούμε ως υπάλληλοι, γιατί λογοδοτούμε κυρίως στον εαυτό μας κάθε φορά.
–Και την «επιτυχία»; Επιτυχία είναι το τι καταγράφεται στο χρόνο. Μία παράσταση ή μία σειρά δεν αξιολογείται από το πόσοι την είδαν, αλλά αν αυτή αφήνει ένα ίχνος πίσω, αν σε ακολουθεί. Μερικές φορές παρακολουθούμε πράγματα όχι επειδή έχουν κάποια αξία, αλλά απλώς για να καταναλώσουμε – από πολλούς, αυτό καταγράφεται ως «επιτυχία», πράγμα που δεν με βρίσκει σύμφωνο.
-Είστε από τη φύση σας αυστηρός ή θέλετε να δείχνετε αυστηρός -ίσως για να υπάρχει και μία δικλείδα ασφαλείας-, κύριε Μπέζο; Είμαι πολύ αυστηρός, ως προς τον εαυτό μου. Και, κυρίως, μ’ αυτά που κάνω. Διότι έχω πολύ μεγάλη υποχρέωση απέναντι στον κόσμο, με την έννοια όχι να του κάνω παρέα για να πλύνει το αυτοκίνητό του, αλλά παρουσιάζοντάς του κάτι που πιστεύω πως θα αξίζει τον κόπο. Είναι αυτή η έννοια της ευθύνης… Το πώς θα συντροφεύσουμε τους ανθρώπους σε αυτό το δίωρο, μιας παράστασης ή μιας τηλεοπτικής σειράς. Αυτό, λοιπόν, εγώ το αισθάνομαι ως μία πολύ μεγάλη ευθύνη! Γι’ αυτό και είμαι αυστηρός και με τους συνεργάτες. Με την έννοια να είμαστε «εκεί» και όχι να κάνουμε κάτι «στο περίπου».
–Είναι μετριοφροσύνη το να σας ακούω να λέτε πρόσφατα, σε μία τηλεοπτική εκπομπή: «Μετά από 45 χρόνια στο θέατρο, δεν ξέρω τίποτα γι’ αυτό!»; Είναι η αλήθεια. Αν σέβεσαι πραγματικά την δουλειά που κάνεις, πρέπει να ξέρεις πως, κάθε φορά, ξαναρχίζεις απ’ το μηδέν. Τι σημαίνει αυτό; Πως πρέπει να είσαι ανοιχτός, να ακούς τα πάντα, ως ερέθισμα και ως σκέψη και, αν χρειαστεί, να αναθεωρείς, γιατί δεν ξέρεις τι είναι αυτό που πας να κάνεις την δεδομένη στιγμή. Στη δική μας περίπτωση, όταν πρόκειται π.χ. να κάνουμε μια παράσταση, η εμπειρία είναι πολύ καλό να υπάρχει. Αλλά δεν αρκεί.
–Τι άλλο χρειάζεται; Μία μόνιμη αναρώτηση, μία μόνιμη αγωνία -όχι άγχος-, αλλιώς γίνεσαι σαν κάποιους πολιτικούς που νομίζουν πως τα ξέρουν όλα. Η μεγαλύτερη πρόκληση κι η μεγαλύτερη ηδονή είναι το να ανακαλύπτεις εξ’ αρχής τα πράγματα.
–Ποτέ δεν χάνετε το κίνητρό σας για τη ζωή και την δουλειά σας, αυτή την αισιοδοξία που μας μεταφέρετε, όποτε μιλάτε δημόσια; Η αποστολή των καλλιτεχνών είναι να δημιουργούν αισιοδοξία και προοπτική στους ανθρώπους. Όχι να τους μιζεριάζουν. Αυτή η «μόδα» ότι πρέπει να ‘μαστε μίζεροι και εσωστρεφείς και πως την άλλη μέρα θα ‘ρθει η καταστροφή, είναι αστειότητες, είναι ελαφρότητες. Δεν μας πληρώνουν οι άνθρωποι για να τους δημιουργούμε μιζέριες, αλλά για να μπορούν να βλέπουν τη ζωή με έναν διαφορετικό τρόπο απ’ ότι μας βάζει η συνήθεια, η ρουτίνα και η επανάληψη. Ασχέτως αν οι καλλιτέχνες ασχολούνται με την κωμωδία ή με το δράμα, η δουλειά τους είναι να δημιουργούν προοπτικές στους ανθρώπους, και να τους βοηθούν να προχωρήσουν προς την λήξη τους. Όπως έλεγε κι ο ποιητής Εγγονόπουλος: «Η Τέχνη δεν μας βοηθά να ζήσουμε, μας βοηθά να πεθάνουμε». Στο τέλος θα οδηγηθούμε, έτσι κι αλλιώς. Αρκεί να μην έχουμε ζήσει τζάμπα κι άδικα.
–Ο κόσμος μας είναι καλύτερος ή χειρότερος σε σχέση με 50 χρόνια προηγουμένως; Τι νομίζετε; Χωρίς συζήτηση, είναι πολύ καλύτερος. Απλώς, μας κάνει εντύπωση αυτό, γιατί οι κακές ειδήσεις κυκλοφορούν πια τόσο γρήγορα. Πάντα οι κακές ειδήσεις κυκλοφορούσαν γρήγορα, τώρα περισσότερο, διότι τις μαθαίνουμε άμεσα. Οι Αμερικανοί έλεγαν: «Η είδηση είναι η κακή είδηση. Η καλή είδηση δεν είναι είδηση». Πραγματικά, υπάρχει κάποιος που να μην πιστεύει ότι αυτή τη στιγμή γίνονται σπουδαία πράγματα στον πλανήτη; Αλλά, εμείς, τα ανακαλύπτουμε εκ των υστέρων. Γιατί δεν κάνουν θόρυβο! Διακινδυνεύω την πρόβλεψη ότι αυτή η γενιά θα κάνει τη διαφορά μετά από 10-15 χρόνια και δεν θα υπάρχει καμία σύγκριση με τα παλιά. Πάντα υπήρχαν προβλήματα, πάντα υπήρχαν στρεβλώσεις…
–Η στροφή, ωστόσο, του κόσμου σε πολιτικές παρατάξεις που φέρουν τον μανδύα της συντήρησης, τι σημαίνει; Αυτό είναι δείγμα φόβου. Όταν υπάρχει μεγάλο πρόβλημα σε παγκόσμιο επίπεδο, ή ακόμη και σε μικροκλίμακα, σε τοπικό επίπεδο, πάντα γίνεται μια επιστροφή στη ρίζα, στη «μάνα». Δεν θέλουμε το ρίσκο, το καινούργιο, δεν μας ανοίγεται η προοπτική, και οδηγούμαστε σε εποχές πίσω για να νιώσουμε ασφαλείς. Θα ‘χετε προσέξει ότι όλα τα ολοκληρωτικά καθεστώτα έχουν μια λατρεία στην παράδοση – στη δικτατορία, θυμάμαι, ήμασταν μέσα στο τσάμικο, στον καλαματιανό και στα νταούλια. Το παλιό πρέπει να υπάρχει, αλλά όχι ως καρφί στο κεφάλι.
–Αλλά, ως τι; Ως ιστορικό παρελθόν και μόνο. Απ’ τη στιγμή που δεν μας λέει πια κάτι σήμερα, πρέπει να το ξεπερνάμε, να πηγαίνουμε παρακάτω, χωρίς να το απορρίπτουμε. Οι καιροί, λοιπόν, τώρα δεν ευνοούν αυτό το «παρακάτω», ακριβώς γιατί υπάρχει ένα μεγάλο πρόβλημα: Το μεταναστευτικό. Προσωπικά, έλεγα πριν από κάποια χρόνια, πως η οικονομική κρίση θα ξεπεραστεί, αλλά το μεταναστευτικό δεν θα ξεπεραστεί τόσο εύκολα. Δεν είναι ότι ξαφνικά κάποιοι άνθρωποι έγιναν δεξιοί, ή συντηρητικοί ή φασίστες -αυτά είναι εύκολα λόγια-, αλλά είναι ο φόβος του να μη θέλουμε το διαφορετικό, διότι μας τρομάζει. Και μας τρομάζει διότι, πολύ απλά, δεν το γνωρίζουμε.

–Εμείς, μπορούμε να κάνουμε κάτι για τους πόλεμους που γίνονται γύρω μας, στη «γειτονιά» μας, και ίσως λίγο πιο μακριά από εμάς; Εμείς, πρέπει να κάνουμε την δουλειά μας! Όσο πεζό κι αν ακούγεται. Οι πόλεμοι, οι θάνατοι, η πείνα των ανθρώπων, όλα αυτά που συνέβαιναν και συμβαίνουν και σήμερα -γιατί οι πόλεμοι δεν σταμάτησαν ποτέ στον πλανήτη, από την εποχή των Περσικών πολέμων, αφού κάπου πάντα γίνεται κάτι-, δεν μπορούμε να τα αποφύγουμε. Αντί να ασχολούμαστε όλη μέρα με το τι έγινε στην Γάζα, τι έκανε η Χαμάς, τι έγινε στην Ουκρανία, ας κοιτάξουμε να κάνουμε εμείς καλά την δουλειά μας από το δικό μας μικρό ή μεγάλο πόστο. Όχι να μη μας νοιάζουν όσα συμβαίνουν στον κόσμο, δεν λέω αυτό, καταλαβαίνετε με ποια έννοια.
–Δεν θα ρωτούσα άλλο ηθοποιό γι’ αυτό, αλλά επειδή μιλάω μαζί σας, είναι και η σειρά «Famagusta» στην οποία πρωταγωνιστείτε και έχει ως πυρήνα της το θέμα της Κύπρου, είναι η παιδεία σας και η σοβαρότητα της σκέψης σας, νομίζετε πως το πρόβλημα στην Κύπρο θα παραμένει; Έχουν περάσει 50 χρόνια πια. Κι αυτά τα θέματα θέλουν χρόνο για να ξεπεραστούν. Εκτιμώ, ωστόσο, ότι δεν θα λυθεί εύκολα, διότι μεσολαβεί κάτι που ξεχνάμε: Η συνήθεια.
–Επειδή σήμερα που κάνουμε την συνέντευξή μας είναι Μεγάλο Σάββατο, πηγαίνετε στην εκκλησία αυτές τις μέρες; Ναι. Με ενδιαφέρει περισσότερο η ατμόσφαιρα της εκκλησίας, ωστόσο, όχι τόσο πολύ ο συμβολισμός. Έχει κάτι η Ορθόδοξη εκκλησία που δεν έχουν οι καθολικοί ή οι προτεστάντες: Ηρεμία. Έχει κάτι πιο οικείο. Δημιουργεί ψυχική επαφή. Κι αυτό εμένα με ενδιαφέρει πάρα πολύ.
-Γενικότερα, η σχέση σας με το θείο ποια είναι; Είμαι μονίμως σε μια αναζήτηση. Οι θρησκείες ξέρετε, γενικά, βασίζονται στον φόβο. Σε αντίθεση με την φιλοσοφία που βασίζεται στην απορία. Εγώ, είμαι γεμάτος απορίες! Παρόλο που ο Χριστιανισμός είναι και ένα μεγάλο φιλοσοφικό κίνημα.
Info: Οι «Αινιγματικές παραλλαγές» του Eric- Emmanuel Schmitt, με τους Γιάννη Μπέζο, Πυγμαλίωνα Δαδακαρίδη και Μπίλιω Μαρνέλη, θα παρουσιαστεί (για δύο παραστάσεις στις 6μ.μ. & 8.30μ.μ.) το Σάββατο 18/5 στο Παττίχειο Δημοτικό Θέατρο Λεμεσού και την Κυριακή 19/5 και τη Δευτέρα 20/5 στο Δημοτικό Θέατρο Στροβόλου. Εισιτήρια από την ticketmaster.cy και όλα τα ACS couriers
Χορηγός επικοινωνίας: Ο Φιλελεύθερος.
Ελεύθερα, 12.5.2024