Ο καλλιτεχνικός διευθυντής του Διεθνούς Φεστιβάλ Μουσικής Δωματίου Φάρος, Αλεξάντερ Τσαουσιάν, εξηγεί τα στοιχεία που καθιστούν τη διοργάνωση μοναδική στον κόσμο.
Είναι ένας από τους διαπρεπέστερους βιολοντσελίστες της διεθνούς μουσικής σκηνής και καθηγητής στην περίφημη Σχολή Γιεχούντι Μενουχίν στο Λονδίνο. Παρά το νεαρό της ηλικίας του, συμπληρώνει σχεδόν δύο δεκαετίες στην καλλιτεχνική διεύθυνση ενός από τα κορυφαία στο είδος του μουσικά γεγονότα στην Ευρώπη και σίγουρα ένα από τα πιο ειδυλλιακά, το οποίο λαμβάνει χώρα στην Κύπρο. Το Διεθνές Φεστιβάλ Μουσικής Δωματίου Φάρος έχει από το 2001 τοποθετήσει το νησί στον παγκόσμιο πολιτιστικό χάρτη σε ό,τι αφορά τη μουσική δωματίου, παραμένοντας δεσμευμένο στην καλλιτεχνική αριστεία. Όλα αυτά τα χρόνια έχει διοργανώσει πάνω από 150 συναυλίες με μερικούς από τους κορυφαίους ερμηνευτές στον πλανήτη. Ο Αλεξάντερ Τσαουσιάν μιλάει στον «Φ» με αφορμή την 23η διοργάνωση, οι συναυλίες της οποίας θα ηχογραφηθούν για πρώτη φορά από τη διεθνούς φήμης εταιρεία NAXOS, που ταξιδεύει στην Κύπρο ειδικά γι’ αυτό τον σκοπό.
-Ποια τα ιδιαίτερα πλεονεκτήματα αυτής της διοργάνωσης που την καθιστούν ξεχωριστή; Από την οπτική γωνία του επισκέπτη, είναι η μοναδική ομορφιά της περιοχής των Κουκλιών, η γαλήνη και η ιστορία της και το γεγονός ότι αυτή η παρθένα περιοχή συνδέει τον υψηλότερο πολιτισμό του παρελθόντος με τον πιο βαθύ πολιτισμό της σύγχρονης εποχής, δηλαδή την κλασική μουσική που ερμηνεύεται από τους κορυφαίους ερμηνευτές στον κόσμο. Από τη σκοπιά του μυημένου, εννοώ εμάς τους μουσικούς, το Φεστιβάλ είναι μια υπέροχη εκδήλωση αφοσίωσης και πάθους. Η ομάδα του Φάρος κάνει καταπληκτική δουλειά με τη διοργάνωση, ο επαγγελματισμός τους ακόμη και σε σύγκριση με τα μεγαλύτερα φεστιβάλ της Ευρώπης είναι απίστευτος και κατανοούν απόλυτα τις ανάγκες τόσο των μουσικών όσο και του κοινού.
–Ποιο θα λέγατε ότι είναι το πιο απαιτητικό κομμάτι της διοργάνωσης ενός φεστιβάλ; Aναμφισβήτητα, είναι η χρηματοδότησή του. Αυτό ήταν πάντα το ζήτημα στην Κύπρο και με λυπεί να διαπιστώνω ότι αυτό το καταπληκτικό φεστιβάλ στερείται κρατικής υποστήριξης. Σπάνια έχω δει κρατικό αξιωματούχο να προσέρχεται σε συναυλία μας και παρόλο που μας έχουν τάξει υποστήριξη, τίποτα δεν συμβαίνει στην πραγματικότητα. Είναι πραγματικά απίστευτο ότι ο Φάρος καταφέρνει ακόμα να λύνει αυτό το πρόβλημα με κάποιο τρόπο, κάθε χρονιά, αλλά ξέρω πραγματικά πόσο σκληρά εργάζονται ο πρόεδρος, Γκάρο Κεχεγιάν και η καλλιτεχνική διεύθυντρια του Ιδρύματος Υβόννη Γεωργιάδου, για να τα καταφέρουν και πόσες προσωπικές θυσίες έχουν κάνει, πόσο άγχος τους προκαλεί, μοναξιά και απογοήτευση ταυτόχρονα. Αν δεν υπήρχε το όραμά τους και η απόλυτη αφοσίωσή τους, τίποτα δεν θα είχε λειτουργήσει. Η Κύπρος έχει πραγματικά ένα από τα πιο ενθουσιώδη ακροατήρια που έχω συναντήσει ποτέ. Είναι μεγάλος μύθος ότι στο κοινό της Κύπρου δεν αρέσει η κλασική μουσική επειδή δεν έχει το υπόβαθρο. Είναι εξαιρετικά οξυδερκείς ακροατές και ακόμα κι αν δεν τους έχει διδαχτεί ποτέ στο σχολείο αυτό το είδος μουσικής, μόλις το συναντήσουν, γίνονται όλο και πιο φιλοπερίεργοι. Είμαι ιδιαίτερα χαρούμενος που βλέπω νέους ανθρώπους να παρακολουθούν το Φεστιβάλ, ή και ανθρώπους από όλη την Κύπρο, καθώς και πολλούς επισκέπτες από το εξωτερικό.
–Ποια είναι η θέση του φεστιβάλ αυτού στο καλεντάρι παρόμοιων εκδηλώσεων στην Ευρώπη; Είναι ένα μεσαίου μεγέθους φεστιβάλ, τύπου «μπουτίκ» θα έλεγα, το οποίο θα μπορούσε ενδεχομένως να γίνει πολύ μεγαλύτερο αν δεν αποτελούσαν πρόβλημα οι οικονομικοί πόροι. Κατατάσσεται ανάμεσα στα καλύτερα του είδους του στην Ευρώπη, καθώς προσελκύει τους καλύτερους μουσικούς στον κόσμο. Αν κοιτάξει κανείς το επίπεδο των καλλιτεχνών που έχει φιλοξενήσει, από τη θρυλική Νατάλια Γκούτμαν μέχρι τον Μίσα Μάισκι και την Γιούτζα Γουάνγκ, είναι εύκολο να αντιληφθεί ότι πρόκειται αναμφισβήτητα για ένα υψηλού κύρους φεστιβάλ, ισάξιο με τα πιο ιστορικά στον πλανήτη.

–Ήταν εύκολος δρόμος η καταξίωση του φεστιβάλ; Όταν στοχεύεις στην κορυφή, πρέπει να βεβαιωθείς ότι υπάρχουν τα απαραίτητα συστατικά, καθώς αυτά είναι ζωτικής σημασίας για να φτάσεις στην επιτυχία. Η ποιότητα του φεστιβάλ είναι το πιο σημαντικό συστατικό, κι εννοώ την καλλιτεχνική και οργανωτική ποιότητα. Ας μην ξεχνάμε ότι η ποιότητα προσελκύει την ποιότητα, διότι όλοι οι μουσικοί θέλουν να παίζουν με τους καλύτερους! Εάν είσαι σε θέση να διατηρήσεις αυτό το υψηλό επίπεδο με συνέπεια, όπως συμβαίνει με το Διεθνές Φεστιβάλ Μουσικής Δωματίου Φάρος, τότε η καταξίωση είναι αναπόφευκτη. Ωστόσο, η καταξίωση δεν ήταν ποτέ αυτοσκοπός, παρά μόνο η ποιότητα και το υψηλότερο δυνατό επίπεδο.
–Πόσο πιστεύετε ότι έχει εξελιχθεί η μουσική κουλτούρα του κυπριακού κοινού σε σχέση με πριν από 20 χρόνια; Γενικά πιστεύω ότι οι άνθρωποι στην Κύπρο αγαπούν τη μουσική, είναι στη φύση τους. Το βλέπω και στα παιδιά που έρχονται να συμμετάσχουν στις εκπαιδευτικές δραστηριότητες του φεστιβάλ. Τα άτομα κάτω των 30 ετών είναι γενικά καλύτερα εξοικειωμένα με την κλασική μουσική, ίσως επειδή έχουν ευκολότερη πρόσβαση σ’ αυτήν και φυσικά μέσω του διαδικτύου. Αλλά βλέπω επίσης τον ενθουσιασμό των παλαιότερων γενεών, όπου υπάρχει μια βαθιά αγάπη για τον πολιτισμό, περιέργεια και βαθύ, σε τελική ανάλυση, ενδιαφέρον για τη μουσική, όσο δύσκολο κι αν φάνταζε πριν επιχειρήσουν να τη βιώσουν ζωντανά. Μερικές φορές εύχομαι να γίνονταν περισσότερα ώστε ν’ αναπτυχθεί αυτός ο ενθουσιασμός, αλλά αυτό θα έπρεπε να βρίσκεται στην κυβερνητική ατζέντα παντού σ’ αυτόν τον πλανήτη.
-Τι ρόλο πιστεύετε ότι έπαιξε το φεστιβάλ ως προς αυτό; Το φεστιβάλ προσελκύει προφανώς διάσημους καλλιτέχνες και είναι φυσικό ο κόσμος να θέλει να πάει να τους ακούσει, αλλά ας μην ξεχνάμε ότι κατά μέσο όρο, το Ίδρυμα Τεχνών Φάρος φέρνει δεκάδες καλλιτέχνες κάθε χρόνο στην Κύπρο και η συντριπτική πλειοψηφία τους είναι εξαιρετικοί μουσικοί. Έτσι, το κοινό που παρακολουθεί τις δραστηριότητές του, έχει καλλιεργήσει τα στάνταρ του. Είναι ένα είδος εκπαίδευσης στην εξωστρέφεια, αν το καλοσκεφτείς. Αυτά τα μέλη του κοινού έχουν εξοικειωθεί με την κλασική μουσική ακούγοντας τους καλύτερους χρόνο με το χρόνο.
–Ποια είναι η πιο σημαντική παράμετρος ως προς τη διεξαγωγή φεστιβάλ μουσικής δωματίου; Πρέπει να είσαι ήρεμος, αλλά καλά προετοιμασμένος και να αποδεχτείς ότι πολλά πράγματα μπορεί να πάνε στραβά κι ότι ακόμα κι αν υπάρχει πρόβλημα, κάπου θα υπάρχει και μια λύση. Το κλειδί είναι να έχεις μια εξαιρετική ομάδα στο πλευρό σου και ο ρόλος του καθενός να είναι ξεκάθαρα καθορισμένος. Ο στόχος πρέπει να είναι ότι να δουλεύουν όλοι σε μια υπέροχη, γενναιόδωρη ατμόσφαιρα ανεξάρτητα από την πίεση.

–Πώς ένα τέτοιο φεστιβάλ προοδεύει και εξελίσσεται χρόνο με τον χρόνο; Βασίζεται σ’ έναν πυρήνα σταθερών μουσικών όπως είμαι εγώ, αλλά και ο Μπόρις Μπροβτσίν, η Ντίμουτ Πόπεν και κάθε χρόνο συμμετέχουν περισσότεροι νέοι μουσικοί, καθένας από τους οποίους κομίζει νέες ιδέες και συναισθήματα στο φεστιβάλ. Ένας άλλος παράγοντας είναι ο προγραμματισμός, ο οποίος είναι εξαιρετικά σημαντικός. Τώρα έχουμε πρόσβαση σε περισσότερες πηγές και με έκπληξη ανακαλύπτουμε καταπληκτικά έργα που δυστυχώς είναι άγνωστα ή ελάχιστα εκτελεσμένα. Για παράδειγμα φέτος έχουμε το «Κουιντέτο» της Λουίζ Φαρένκ -μιας από τις σπουδαιότερες γυναίκες συνθέτριες του 19ου αιώνα-, το «ημιτελές» σεξτέτο του Γκλίνκα, το Οκτέτο για Έγχορδα του Ράινχολντ Γκλίερ, το σεξτέτο του Μπρουχ. Κάποια από τα έργα, αν και γράφτηκαν πριν από 150- 200 χρόνια, δεν έχουν παιχτεί ποτέ στην Κύπρο. Εγώ θα παίξω επίσης σε παγκόσμια πρεμιέρα τη «Θρηνωδία» για σόλο βιολοντσέλο, ένα έργο που γράφτηκε από τον εξαιρετικό Κύπριο συνθέτη Ανδρέα Τσιάρτα, για να συμπέσει με τα 50 χρόνια από την τουρκική εισβολή στην Κύπρο.
–Φέτος όλες οι συναυλίες θα ηχογραφηθούν από τη διεθνούς φήμης εταιρεία NAXOS. Τι σημαίνει αυτό για σας; Νομίζω ότι αυτό είναι ένα πολύ σημαντικό βήμα προς τα εμπρός. Μπορεί να σηματοδοτήσει την αρχή μιας υπέροχης συνεργασίας και ακόμη μεγαλύτερης προβολής του φεστιβάλ εκτός Ευρώπης, καθώς θα μεταδοθούν ενδεχομένως και στην Ασία. Φανταστείτε το όνομα της Κύπρου να εμφανίζεται ως προορισμός κλασικής μουσικής και η κοινότητα των Κουκλιών ως η έδρα αυτού του μοναδικού ετήσιου φεστιβάλ!
–Ποιες νέες δυνατότητες αναδύονται για την κλασική μουσική βιομηχανία σ’ αυτούς τους δύσκολους καιρούς; Η μουσική βιομηχανία είναι πλέον πολύ μπερδεμένη. Κινείται σε μια πολύ περίεργη κατεύθυνση που δεν έχει στόχο ή σχέση με την ποιότητα και εξυπηρετεί άλλες ατζέντες ή το γρήγορο και εύκολο κέρδος. Ωστόσο, δεν φτιάχνεις καλό κρασί ανακατεύοντας απλώς χυμό σταφυλιού και νερό και παραμένω αισιόδοξος επειδή πιστεύω ότι οι γνήσιοι καλλιτέχνες, σε όλες τις μορφές τέχνης, είναι αυτοί που τελικά θα σώσουν την κατάσταση και θα στηρίξουν τις τέχνες τους.
- INFO 23ο Διεθνές Φεστιβάλ Μουσικής Δωματίου Φάρος, Κούκλια, Μεσαιωνική Έπαυλη, 24 Μαΐου- 2 Ιουνίου, 8.30μ.μ. 22663871, pharosartsfoundation.org
Ελεύθερα, 19.5.2024