Ο σκηνοθέτης Παναγιώτης Λάρκου μιλά για τις Φοίνισσες του ΘΕΠΑΚ και πώς λειτούργησε για τον ίδιο ο μύθος του οίκου των Λαβδακιδών

Ως εκπλήρωση ενός προσωπικού χρέους αντιμετωπίζει ο Παναγιώτης Λάρκου την ανάληψη της σκηνοθεσίας των Φοινισσών του Ευριπίδη, που σηματοδοτούν την πρώτη παραγωγή στη μετά- Μιχάλη Πιερή εποχή για το Θεατρικό Εργαστήρι του Πανεπιστημίου Κύπρου. Ένα χρέος προς τον αείμνηστο ποιητή, μεταφραστή, θεατρικό συγγραφέα και πανεπιστημιακό δάσκαλο που εκπληρώνεται με όχημα τη βραβευμένη μετάφραση του ιδίου, την οποία είχε κάνει για την παραγωγή του ΘΟΚ σε σκηνοθεσία Νίκου Χαραλάμπους το 2002. Μ’ ένα επιτελείο έμπειρων και καταξιωμένων συντελεστών συναντούν τον δεμένο, αλλά πιστά και αμετανόητα ερασιτεχνικό θίασο του ΘΕΠΑΚ, εμβαθύνοντας μέσω του ευριπίδειου έργου στις τραγικές συνέπειες της διχόνοιας και των εμφύλιων συγκρούσεων.

Τι σημαίνει για σένα το γεγονός ότι αναλαμβάνεις την πρώτη σκηνοθεσία στη μετά- Πιερή εποχή του ΘΕΠΑΚ; Τον Μιχάλη Πιερή τον συνάντησα πρώτη φορά τον Ιούλιο του 2013. Μόλις είχαμε δώσει την τελευταία παράσταση της Μήδειας που είχα σκηνοθετήσει στο Φεστιβάλ Αρχαίου Δράματος και ήμασταν με το θίασο στα καμαρίνια της Σχολής Τυφλών. Η πόρτα άνοιξε κι ένας ευγενέστατος κύριος, αφού μας συνεχάρη, δήλωσε την επιθυμία να φιλοξενήσει την παράσταση στο Φεστιβάλ του οποίου είχε την καλλιτεχνική ευθύνη. Λίγες μέρες αργότερα έμαθα πως για να συμβεί αυτό, ο Πιερής είχε αφαιρέσει από το πρόγραμμα του Φεστιβάλ Αξιοθέας μια δικιά του παραγωγή. Δεν μας γνώριζε, δεν τον γνωρίζαμε και μάς άνοιξε την πόρτα του σπιτιού του. Μπορεί να είμαι γενικά αφηρημένος, αλλά αν έχω ένα χρέος δεν το ξεχνάω ποτέ. Κι όταν ήρθε η πρόταση από τη Σταματία Λαουμτζή, μού δόθηκε η ευκαιρία να το ξεπληρώσω. Αυτή είναι και η μεγαλύτερη χαρά μου: η ευκαιρία να ανταποδώσω εκείνη την προ δεκαετίας ευγενική και ανιδιοτελή πρόσκληση. Ευχαριστώ τη Σταματία για την εμπιστοσύνη και τον θίασο που δέχτηκαν να καθίσω απέναντι τους. Ελπίζω και εύχομαι το αποτέλεσμα να τους δικαιώσει. 

Ποιες οι ιδιαιτερότητες του να συνεργάζεσαι με μια ομάδα ηθοποιών που δεν είναι επαγγελματίες; Οφείλεις ν’ αρχίσεις τη συνεργασία μ’ αυτή ακριβώς την παραδοχή: οι ηθοποιοί σου δεν είναι επαγγελματίες. Δεν γνωρίζουν τον κώδικα, δεν οφείλουν να έχουν την τεχνική κατάρτιση. Δεν έρχονται στην πρόβα για τους ίδιους λόγους μ’ εσένα. Γι’ αυτούς δεν είναι εργασία, είναι ακριβώς το αντίθετο: μια ευκαιρία να κάνουν διάλειμμα από τον καθημερινό, κανονικό εαυτό τους. Να χαλαρώσουν από την πίεση. Ο χρόνος της πρόβας είναι δανεικός. Τον κλέβουν από οικογένειες και καθημερινές υποχρεώσεις. Η καταναγκαστική για ένα επαγγελματία δέσμευση στην πρόβα, εδώ δεν είναι αυτονόητη συνθήκη. Μπορείς να πιέσεις τα πράγματα μέχρι ένα πολύ συγκεκριμένο ψυχολογικό όριο. Ωστόσο, με τη δημιουργική ομάδα των συνεργατών μου, Παναγιώτη Τοφή, Κώστα Βόμβολου, Ελένης Ιωάννου και Γιώργου Κουκουμά δώσαμε μια υπόσχεση: πως δεν θα κάνουμε καμία υποχώρηση στον τρόπο δουλειάς. Θα επιμένουμε με προσήλωση στο ιδανικό σκηνικό αποτέλεσμα που η συγκεκριμένη ομάδα μπορεί να δώσει. Είναι μία συνεχόμενη άσκηση ισορροπίας ανάμεσα στο ευκταίο και στο εφικτό. Οφείλω να ομολογήσω πως νιώθω χαρά και περηφάνια για το αποτέλεσμα.

Ποιες ποιότητες καθιστούν το ΘΕΠΑΚ ένα από τα πιο συνεπή ερασιτεχνικά σχήματα στο νησί; Το ΘΕΠΑΚ είναι πρωτίστως η ομάδα του Μιχάλη Πιερή. Κι όσο περισσότερο τους γνωρίζω, αντιλαμβάνομαι πως είναι τέτοια η δύναμη της πίστης τους στην αξία και στις διδαχές του δασκάλου τους, που θα διατηρούν αποθέματα θεατρικής συνέπειας για πολλά χρόνια ακόμη. 

Σε ενοχλεί το ενδεχόμενο το αποτέλεσμα να λάβει μια πιο «ακαδημαϊκή» υφή; Δεν πέρασε ούτε στιγμή από το μυαλό μου. Την υφή άλλωστε την ορίζει η διάθεση του σκηνοθέτη (η οποία ποτέ δεν υπήρξε «ακαδημαϊκή») και η τόσο ζωντανή μετάφραση του Μιχάλη Πιερή που μάς προστατεύει από ένα τέτοιο ενδεχόμενο.

Ποιο είναι το κυρίαρχο θέμα για το οποίο θέλεις να μιλήσεις με το έργο αυτό; Ο μύθος του οίκου των Λαβδακιδών λειτουργεί ως καμβάς για να ξετυλίξουμε ένα γενικότερο δράμα. Ο τίτλος για εμένα λειτούργησε καταλυτικά. Το έργο μας δεν θα αφιερωθεί στα πάθη των μεγάλων πρωταγωνιστών, αλλά θα ακολουθήσει το μονοπάτι των γυναικών του τίτλου. Η παράσταση που φτιάξαμε είναι μια ωδή στους πραγματικούς χαμένους του πολέμου, που δεν είναι άλλοι από τον άμαχο πληθυσμό. Σ’ αυτούς που πεθαίνουν ανώνυμα ως παράπλευρες απώλειες. Σ’ αυτούς που με το τέλος του πολέμου θα  μοιραστούν μια ομαδική μαρμάρινη πλάκα ή τη βάρκα της προσφυγιάς. Οι πόλεμοι των τελευταίων τριών χρόνων και η αναπόφευκτη σύγκριση της μεροληψίας μας απέναντι στα θύματά τους, είναι κάτι που με απασχολεί ως άνθρωπο και καλλιτέχνη. Δεν έχουμε την ηθική πολυτέλεια ως Κύπριοι να διαλέγουμε καλούς και κακούς πρόσφυγες βάσει χρώματος. Ας το καταλάβουμε επιτέλους αυτό. Κι ας το διδάξουμε και στα παιδιά μας. 

Ποιος είναι ο πυρήνας της δικής σας πρότασης; Αποφασίσαμε πολύ νωρίς πώς θα φτιάξουμε μια παράσταση χορού. Θα παρακολουθήσουμε τη δράση μέσα από τα μάτια αυτών των γυναικών που χωρίς να ερωτηθούν οδηγήθηκαν σαν τρόπαια σε μια ξένη χώρα, σε βωμούς ξένων θεών. Διέσχισαν τη γειτονική μας έρημο πεζή και πέρασαν στην Ευρώπη με καράβι, αν η σύγκριση σάς λέει κάτι. Και μέσα από τα μάτια τους θα επιτρέψουμε να φανερωθεί η ηθική γύμνια των επώνυμων πρωταγωνιστών του μύθου. Τα επεισόδια λειτουργούν ως μεταβάσεις στα χορικά, τα οποία και μάς δίνουν το κλειδί της ανάγνωσης της παράστασης.

Ποια τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά και προτερήματα της βραβευμένης μετάφρασης του Μιχάλη Πιερή; Δεν θα επιχειρήσω να αναλύσω φιλολογικά μια μετάφραση για την οποία έχουν γραφτεί χιλιάδες λέξεις επαίνων από ανθρώπους πιο ειδικούς από εμένα. Θα αρκεστώ ως σκηνοθέτης να εντοπίσω πως ο Μιχάλης Πιερής χωρίς κανένα συμβιβασμό στην ποιητικότητα, κατάφερε να παραδώσει ένα κείμενο που «μιλιέται» εύκολα και όμορφα. Άθλος σπάνιος και διόλου απλός. Είναι μεγάλο δώρο να μπορείς να χρησιμοποιήσεις όλες τις λέξεις σαν να  βγαίνουν αβίαστα από το στόμα του ηθοποιού. Επιπλέον, είναι η δύναμη των στίχων του στα χορικά (που πρώτη φορά θα ακουστούν στη σκηνή) η οποία επέτρεψε στον Κώστα να υφάνει το μουσικό του σύμπαν ούτως ώστε ο Τοφή να δώσει πνοή ζωής και κίνησης στα γυναικεία σώματα.

Πώς χειρίζεσαι σκηνοθετικά τις αντιφάσεις, τις ασυμβατότητες και τις αντινομίες που θέτει ο Ευριπίδης; Είχα να χειριστώ πολύ πιο επείγοντα ζητήματα από αυτό. Έπρεπε σε πολύ λίγο χρόνο να γνωρίσω νέους ανθρώπους, να ψηλαφίσω προσωπικότητες και δυναμική ομάδας και να πείσω ένα -εδώ και χρόνια- σφιχτό σύνολο ανθρώπων με δεδομένη εσωτερική ιεραρχία να με εμπιστευτεί να τα φέρω όλα τούμπα. Άφησα στην άκρη ό,τι δεν εξυπηρετούσε την ομάδα και προχώρησα, με σεβασμό στους ανθρώπους που είχα απέναντι μου, στην ανάγνωση που θα τους επέτρεπε να λειτουργήσουν οργανικά στη σκηνή. 

Πόσο εύκολο είναι ν’ ανακαλύψεις μια καινούρια φόρμα στην ανάγνωση του αρχαίου δράματος; Εύκολο δεν είναι, αλλά δεν είμαι και σίγουρος πως αυτός πρέπει να είναι ο στόχος για κάθε ανέβασμα. Είναι πολλές φορές που στην αναζήτηση της καινοφανούς φόρμας χάνουμε το νόημα του λόγου. Η όποια φόρμα καλό είναι να προκύπτει ως αποτέλεσμα της ανάγκης μας για επικοινωνία κι όχι το ανάποδο. Και σίγουρα η λάθος στιγμή να πειραματιστείς με καινούργιες φόρμες είναι πάνω στην πλάτη ενός ερασιτεχνικού θιάσου. Θα ήταν πιστεύω μια συμπεριφορά εξαιρετικά αλαζονική.

Ποια μίνιμουμ δέσμευση αισθάνεσαι απέναντι στον θεατή; Την ίδια που αισθάνομαι κάθε φορά, σε κάθε πρεμιέρα: να καταφέρει η παράσταση ν’ ανοίξει ένα καθαρό κανάλι επικοινωνίας. Να δώσω το δικαίωμα στο θεατή να αναγνωρίσει και να καταλάβει τι θέλησα να μοιραστώ μαζί του. Να σταθεί η παράσταση αφορμή για ν’ ανοίξει μια κουβέντα μετά την αυλαία, να γεννηθεί μια σκέψη, ένα βλέμμα στον απέναντι, μια αγκαλιά.

INFO Ευριπίδη, Φοίνισσες από το ΘΕΠΑΚ, Λευκωσία, Αρχοντικό Αξιοθέας, 17 & 18/6, 22894531 26/6 Σκαλί Αγλαντζιάς, 30/6 Κούριο, 10 & 11/7 Θέατρο Λυκείου Τάσος Μητσόπουλος Αραδίππου, 8.30μ.μ. 

Ελεύθερα, 16.6.2024