Ο Πέτρος Δημητρακόπουλος και ο Σάββας Χριστοδουλίδης συνομιλούν με αφορμή επίσκεψη του αρχιτέκτονα στο εργαστήριο του εικαστικού, στην Παλιά Λευκωσία και την έκθεση «Τιτάνας» που παρουσιάζεται στη γκαλερί eins στη Λεμεσό.
Π.Δ. Αγαπητέ Σάββα, παρατηρώ προσεκτικά τα έργα σου που με τον γενικό τίτλο Τιτάνας ολοκληρώνουν μια πρόσφατη ενότητα. Για μένα ήταν εντυπωσιακό που ο τίτλος ενός έργου μικρών διαστάσεων (το μικρότερο αυτής της ομάδας) έδωσε τον τίτλο στο σύνολο, υπαγορεύοντας μία νοηματική κατεύθυνση.
Σ.Χ. Πρόκειται για μικροσκοπική αντρική φιγούρα από ελεφαντόδοντο, η οποία με ορθωμένα χέρια υποβαστάζει αυγό στρουθοκαμήλου. Αυτό το έργο τόσο με το μέγεθος όσο και με το συμβολισμό του έχει αποδεσμεύσει έναν ευρύτερο στοχασμό γύρω από το σύνολο των έργων που εκτίθενται στην ομώνυμη έκθεση αλλά και γύρω από τις συνομιλίες που ανάμεσα τους γίνονται αντιληπτές. Παρατηρώντας τις σχέσεις που υφαίνονται ανάμεσα στα μεγάλης κλίμακας έργα της έκθεσης και τον Τιτάνα, αντιλαμβάνεται κανείς την οντολογική του υπονόμευση. Ό,τι γιγαντιαία ορθώνεται γύρω από τον άνθρωπο θέτει αναμφίβολα σε αμφισβήτηση το φυσικό του μέγεθος άρα και τον ψυχισμό του. Συνεπώς ο άνθρωπος “μικραίνει”. Μέσα στο σάστισμα και την κατάπληξη που το μεγάλο μέγεθος τού προκαλεί, επινοεί θέσεις και χειρονομίες, υποστηρικτικές του ήθους και της ρωμαλεότητας, που για τον ίδιο κρίνονται αδιαμφισβήτητες και ανυποχώρητες. Κομίζοντας το Όλον, ο ίδιος εξωθείται σε μιαν εκφραστική υπεροχής ενώ συνάμα μοιάζει να μετουσιώνει την ορμή του σε κάτι πλήρες, γόνιμο και σφαιρικό.
Π.Δ. Στο έργο Τιτάνας , όπως και σε δύο ακόμη συνθέσεις σου έχεις συμπεριλάβει την ανθρώπινη φιγούρα, ενώ σε όλα τα υπόλοιπα απομακρύνεσαι από τον ανθρωποκεντρικό χαρακτήρα για να δώσεις έμφαση σε αρχιτεκτονικές/γεωμετρικές δομές. Σε αυτή την τεκτονική οργάνωση ογκοπλασίας και ισορροπιών με στοιχεία που έχουν έντονη τη διαπερατότητα φωτός και βλέμματος, καθώς και την υπαγόρευση σταθερού υποβάθρου, θα έλεγα πως ο εικαστικός δημιουργός συνυπάρχει με τον τέκτονα.
Σ.Χ. Έχετε δίκιο. Αυτό είναι ιδιαίτερα διακριτό στα τελευταία μου έργα. Ό,τι υπερβαίνει την ανθρώπινη κλίμακα – σε κάθε της έκφανσης – δομείται αλλιώς. Διέπεται θα έλεγα από άλλους κανόνες συγκρότησης και που συνεπάγονται το προφανές της κατασκευής, την αυτονομία, την αυτάρκεια και την καθαρότητα της σύνολης όψης του έργου. Στις περιπτώσεις που η ανθρώπινη φιγούρα υποχωρεί προς όφελος ενός έργου με χαρακτήρα τεκτονήματος, τότε είμαι της πεποίθησης ότι συμβαίνει αυτό που έλεγε ο Heidegger στο “… Ποιητικά κατοικεί ο άνθρωπος … ”: ότι μέσα από την ποίηση – ως εγχείρημα ταυτόσημο του κτίζειν – ο ίδιος επινοεί και απολαμβάνει το μέτρο που του επιτρέπει να αντιληφθεί το μέγεθος της ουσίας του. Οι κατασκευές τις οποίες αυτή τη στιγμή σχολιάζουμε αποτελούν θα έλεγα το μέτρο και το μέσο συνάμα για μια ευκρινέστερη προσωπική θεώρηση του περιβάλλοντος χώρου ή ακόμα ενός ευρύτερα συμπαντικού.

Π.Δ. Από το πρώτο δικό σου έργο που έχω δει στην πρώτη Biennale σύγχρονης τέχνης στη Θεσσαλονίκη, το Garden in the Night , είχα παρατηρήσει μια ανυψωτική πρόθεση, ένα παιχνίδι ανάμεσα στο πλήρες και το κενό, καθώς και μια ανακουφιστική εξουσία ή καλύτερα μια εξουσία που αναπτύσσεται σε μια δαντελένια πολυθρόνα/θρόνο μέσα σε επικούρειο κήπο. Μίλησέ μου για τα τρία αυτά χαρακτηριστικά στοιχεία δηλαδή την ανύψωση, τη διαπερατότητα και την ευτυχή ‘εδραίωση’ που είναι έκδηλα και σε αυτή την ενότητα έργων σου.
Σ.Χ. Στο εν λόγω έργο το ζητούμενο ήταν η επαναφορά – μετά από χρόνια – της πρακτικής της ζωγραφικής. Σε μεγάλες επιφάνειες καμβά εκατέροθεν μιας παλιάς διάτρητης πολυθρόνας από έβενο μετέφερα με αφαιρετικό τρόπο τη “γλυπτική” γραφή – το σκάλισμα της δηλαδή -, έτσι ώστε το κεντρικό μοτίβο να απολαμβάνει μια διαπλάτυνση. Το έργο συνεπώς πραγματεύεται, όχι τόσο την ιδέα της ανύψωσης αλλά μιας οριζόντιας, καθόλα μετωπικής αποδοχής-υποδοχής. Πρόκειται για κάλεσμα σε κήπο, για μια συνθήκη “ενθρόνισης” στην κρυπτική βαθύτητα του είναι. Σημειώνω ότι η ενασχόληση μου με την έννοια του διάτρητου και τις εκφάνσεις του εκκινεί το 1997 με τη συμμετοχή μου στη Μπιενάλε Βενετίας και απλώνεται μέχρι σήμερα. Είναι προφανές ότι η τμηματική θέαση ενός πράγματος – το κοίταγμα του μέσα από κάτι -, επιφυλάσσει και φανερώνει ανείδωτες όψεις, κάτι που η αντίστοιχη ανεμπόδιστη ολική ματιά δεν εγγυάται αλλά ούτε και λιμπίζεται.
Π.Δ. Στο Παρατηρητήριο είναι έκδηλη η τήρηση των κανόνων της στατικότητας και οι αρχές της ισορροπίας. Η σύνθεση εκκινεί από μια ισχυρή βάση προκειμένου να εξελιχθεί διαδοχικά σε πιο λεπτεπίλεπτες και ευάλωτες δομές, καταλήγοντας σε ένα σχεδόν αέρινο κλουβί. Ο υποτιθέμενος ‘παρατηρητής’, καθώς ανέρχεται τα επίπεδα παρατήρησης αισθάνομαι πως όλο και περισσότερο εκτίθεται αναπόδραστα εγκλωβιζόμενος.
Σ.Χ. Τι θα μπορούσε να σημαίνει το ανορθωτικό στοίβαγμα ενός καναπέ, μιας εταζέρας και ενός άδειου κλουβιού; Το Παρατηρητήριο αποτελεί μια απλή αλλά στοιχειώδη επινόηση μιας συνθήκης πρόσβασης ή θέασης στο άβατο ή το απαγορευμένο αντίστοιχα. Ο άνθρωπος “αναρριχάται”, προκειμένου να αντικρίσει αυτό που στην επίγεια στρωμάτωση δεν προσφέρεται να ιδωθεί. Το σώμα εγείρεται, υπερυψώνεται, αποποιείται κάθε τι επίγειο προκειμένου να κοινωνήσει αυτό που το ύψος αποδεσμεύει: το βάθος. Το έργο δοκιμάζει μια κλιμακωτή κορύφωση, με κατάληξη έναν κατεξοχήν χώρο εγκλεισμού, το κλουβί. Το παρατηρητήριο ως έννοια δεν είναι άλλο από κάθε υπερυψωμένο κτίσμα κατά μήκος της πράσινης γραμμής που όντας κρυψώνας και θεωρείο παράλληλα, επιτρέπει τη μυστική σύμβαση του ανθρώπου με μιαν πραγματικότητα που ολοένα αποκαλύπτεται ενώ παραμένει αθέατη.

Π.Δ. Στην τρίπτυχη Τζαμαρία ‘ακορντεόν’, καθώς και στα αναλόγια που συνθέτουν τη βάση της, κυριολεκτικά περι-γράφεται με μεταλλικό πλαίσιο η έννοια του ‘διαφανούς’. Η αντικατάσταση των ξύλινων διάτρητων επιφανειών από υαλοπίνακες, ακυρώνοντας κάποια εμπόδια στην όραση, επιτρέπει με περισσότερη άνεση την οπτική διέλευση. Όταν είδα για πρώτη φορά το έργο είχα την αίσθηση ενός φορητού βάθρου τελετουργικής και ανεικονικής λιτάνευσης. Σε δεύτερο χρόνο, επειδή η βάση του έργου παραπέμπει σε αναλόγιο, σκέφτηκα επίσης πως δεν είναι άστοχη μία συνομιλία, σχεδόν παράκληση σε κάτι άπιαστο.
Σ.Χ. Η Τζαμαρία (Glass partition) πραγματεύεται την έννοια της κενότητας όπως αυτή ορίζεται μέσα από ένα τρισκελές σχηματοποιημένο πλαίσιο. Με άλλα λόγια η έλλειψη περιεχομένου στις γυάλινες επιφάνειες συνιστά μια εκδοχή του ανιστόρητου. Λεπτοί μεταλλικοί σωλήνες – σκελετώματα επίπλων – αναπτύσσονται καθ’ ύψος εγγράφοντας στο χώρο ένα ανεικονικό τέμπλο. Στο έργο, το υπερυψωμένο παραβάν απολύει τον κρυπτικό του χαρακτήρα προκειμένου να εξυπηρετήσει μια οπτική διέλευση, όπως λέτε. Το κενό ως διαπερατότητα σωματοποιείται μόνο στη γυάλινη του εκδοχή. Γίνεται δηλαδή επιφάνεια που παραχωρεί στο βλέμμα τη δυνατότητα πρόσβασης σε οπτικό πεδίο, ενώ ταυτόχρονα παρεμποδίζει αδιόρατα την μετακίνηση από ή προς κάποιο χώρο αντίστοιχα. Και αν το είναι μας είναι “απεραντοποιό” όπως υποστηρίζει ο Gaston Bachelard, τότε αυτό που ανοίγεται ή προσφέρεται στο βλέμμα, το εξωτερικό δηλαδή θέαμα, επιστρέφει σε μας ως κεκτημένη απειρία, ως απεραντοσύνη μέσα μας.
Π.Δ. Οι Siamese Chairs, ένα διττό σύμπλεγμα σε απόλυτα κατοπτρική συνοχή, αφήνει μεταξύ των σημείων σύνδεσης το μοναδικό μεγάλο άνοιγμα της όλης σύνθεσης που παραπέμπει σε ασφυκτικό κλωβό. Σε αυτόν τον εγκλεισμό ‘αδελφών ψυχών’ το κενό του μέσου, στον πυρήνα δηλαδή της ένωσης, σηματοδοτεί μια δυναμική απελευθέρωσης.
Σ.Χ. Πρόκειται για το πλέον τεκτονικό έργο που βρίσκεται γύρω μας. Δύο καρέκλες συνταιριάζονται με τέτοιο τρόπο ώστε να δίνουν την εντύπωση ότι η μία αποτελεί κατοπτρισμό της άλλης. Πρόκειται για κατασκευή βασισμένη στην ιδέα της σύζευξης δύο ομότυπων αντικειμένων. Όταν αυτό συμβαίνει – όταν δηλαδή τα αντικείμενα συναντώνται και δένονται σε όψη του ιδίου τύπου – τότε αποδεσμεύεται σε επίπεδο φόρμας μια άρρηκτη συνοχή ή με τα δικά σας λόγια δημιουργείται ένας κλωβός. Αυτή εντούτοις η περίφρακτη κατασκευή διανοίγεται εξωτερικά από δύο ισομεγέθη αλλά φυγόκεντρα σκέλη ενώ το άνοιγμα στο κεντρικό της τμήμα – σαν να πρόκειται για ομφαλό -εγγυάται την πρόσβαση στο εσωτερικό της. Θα ήταν παράλειψη να μην αναφέρω ότι το εν λόγω έργο σχολιάζει με ειρωνικό τρόπο εμβληματικά προϊόντα από το χώρο του ντιζάιν και ιδιαίτερα δημιουργίες του Charles Mackintosh. Το Siamese Chairs μελετά τη δυνατότητα αξιοποίησης επίπλων αυτού του τύπου που σε εκλαϊκευμένη εκδοχή συνιστούν πρώτη ύλη για μια εικαστική δημιουργία.
Π.Δ. Το τελευταίο έργο που θα ήθελα να σχολιάσω είναι το Bicommunal, μία παντζουρόθυρα , κομμένη διαγωνίως στα δύο με τοποθετημένα εν παραλλήλω τα τριγωνικά στελέχη που έχουν προκύψει, πάνω σε ένα ανάστροφο τραπέζι. Η δυναμική των δύο ορθογώνιων τριγώνων, έτσι όπως είναι παράλληλα τοποθετημένα και μάλιστα με αντίθετης φοράς υποτείνουσες, δημιουργούν ορίζουσες που τείνουν στο άπειρο. Ταυτόχρονα παράγεται μεταξύ των δύο αυτών τριγωνικών επιπέδων μία διέλευση. Τα συμφραζόμενα του έργου ποικίλα. Κατά τη γνώμη μου είναι μάλλον και το πλέον πολιτικό έργο αυτής της ενότητας, που σε μένα τουλάχιστον φέρει και ένα μήνυμα αισιοδοξίας. Θα μπορούσα να δω τα δύο τρίγωνα της σύνθεσης σαν τα φτερά της Νίκης της Σαμοθράκης.
Σ.Χ. Πράγματι, ένα μεταλλικό τραπέζι γυρισμένο ανάποδα φιλοξενεί στα πόδια του τα τμήματα μιας πόρτας με παντζούρια μοιρασμένης διαγώνια. Το έργο μετωπικά, δίνει την εντύπωση ενός υπερυψωμένου παραλληλεπίπεδου με ισοσκελή τριγωνική τομή στο κεντρικό του τμήμα. Πλαγίως, αντιλαμβάνεται κανείς το πέρασμα που η απόσταση ανάμεσα στα δύο σκέλη διανοίγει με έκταση όσο το μήκος τους. Το έργο εύλογα τιτλοφορείται Bicommunal (Δικοινοτικό) και μαζί με άλλα ομότιτλα εμπίπτει στην ενότητα αυτών που πραγματεύονται την ιδέα και μελετούν παράλληλα τη δυνατότητα συνύπαρξης των δύο κοινοτήτων. Προσεγγιστικό τέχνασμα ή προπαγανδιστική επινόηση, το έργο αποπνέει εντούτοις μιαν αντιπαλότητα που η διχοτόμηση μιας πόρτας συνεπάγεται. Φιλόξενο ως προς την εσωτερική δομή του – με το πέρασμα εντός του – και αιχμηρό ως προς την έξω όψη του – καταληκτικές οξείες γωνίες / κορυφώσεις -, το έργο τάσσεται να γεφυρώσει το χάσμα ανάμεσα στα δύο ξύλινα πανομοιότυπα στελέχη, χωρίς εντούτοις μια προοπτική εγγύτητας ανάμεσα τους να διαφαίνεται.
Λεμεσός, γκαλερί eins (99 522977). Η έκθεση του Σάββα Χριστοδουλίδη με τίτλο «Τιτάνας» παρουσιάζεται ως τις 28 Ιουνίου.