Όταν νωρίς το πρωί της Παρασκευής, 21 Απριλίου 1967, κτύπησε το τηλέφωνό μου νόμιζα ότι θα απαντούσα σ’ ένα ακόμη επαγγελματικό ή φιλικό τηλεφώνημα. Ήταν ο Γραμματέας της Γιουγκοσλαβικής Πρεσβείας. Τον άκουσα να με ρωτά αν είχα νεότερες πληροφορίες για τον Γεώργιο Παπανδρέου και για την τύχη του Ανδρέα Παπανδρέου. 

Έτσι πληροφορήθηκα το στρατιωτικό πραξικόπημα στην Ελλάδα. Κατάλαβα ότι μπαίναμε σε μεγάλη περιπέτεια κι ότι η δικτατορία στην Ελλάδα θα είχε τραγικές συνέπειες για την Κύπρο. Την ίδια μέρα έγραψα, για την εφημερίδα «Κύπρος», άρθρο που ξεκινούσε με τη φράση «Γενιά ελληνική στην Κύπρο δεν έζησε ποτέ τόσο συνταρακτικά γεγονότα όσο η δική μας» και κατέληγε «…Τα πραξικοπήματα είναι τόσο μεταδοτικά που υφίσταται άμεσος κίνδυνος για την Κύπρο, που δυνατό ν’ αποτελέσουν μοιραία κατάληξη του μακραίωνος ιστορικού (της) βίου».

Την ίδια αγωνία συμμερίζονταν και άλλοι φίλοι και συνεργάτες του περιοδικού «Κυπριακά Χρονικά». Μαζευτήκαμε αυθόρμητα στο οδοντιατρείο μου και εκεί, την ίδια μέρα, αποφασίσαμε την ίδρυση της Επιτροπής Αποκατάστασης της Δημοκρατίας στην Ελλάδα (Ε.Α.Δ.Ε.). 

Γρήγορα η Ε.Α.Δ.Ε. βρέθηκε στην ανάγκη να προσφέρει προστασία σε διωκόμενους Έλληνες αντιστασιακούς, με κορυφαίο τον Αλέκο Παναγούλη. Από τη δράση της Ε.Α.Δ.Ε. αναφέρω περιληπτικά την πικετοφορία της 21ης Απριλίου 1971, που την συνόδευσαν πρωτοφανή επεισόδια με πρωταγωνιστές στρατιώτες της Ε.Φ. και της ΕΛ.ΔΥ.Κ. Η Ε.Α.Δ.Ε., ωστόσο, κατόρθωσε να διεισδύσει στην Εθνική Φρουρά. Ο Άριστος Κάτσης, στρατιώτης τότε, μας διοχέτευσε κρυπτογραφημένο μήνυμα που αποδείκνυε την εμπλοκή της Ε.Φ. στην απόπειρα εναντίον του Μακαρίου, στις 8 Μαρτίου 1970. Με πρωταγωνιστή τον Ανδρέα Φρυδά η Ε.Α.Δ.Ε. μπόρεσε, επίσης, να αποκτήσει απόρρητα έγγραφα του Α2 Γραφείου. Είναι μέσα από αυτή την πηγή που ο Μακάριος και ο Τομπάζος πήραν πολλές πληροφορίες για τη συνεργασία αξιωματικών της Ε.Φ. με την Ε.Ο.Κ.Α. Β’ και το Γρίβα.   

Όταν πια η κατάσταση έφθασε στο απροχώρητο με την Ε.Ο.Κ.Α. Β’ στα χέρια του Ιωαννίδη, ο Μακάριος απέστειλε στις 4 Ιουλίου 1974 την ιστορική του εκείνη επιστολή προς τον Γκιζίκη. Αυτό είναι το πιο δραματικό ντοκουμέντο που αναδεικνύει τη διαχρονική συνωμοσία της Χούντας. 

Την Κυριακή 14 Ιουλίου 1974, ένα πανομοιότυπο άρθρο στην «Ακρόπολη» και στον «Ελεύθερο Κόσμο» έλεγε: «είτε εγκαταλείπουμε την Κύπρο και τον Μακάριο, είτε απαλλασσόμαστε τον Μακάριο». Το προσέξαμε και το θεωρήσαμε πολύ ανησυχητικό όσοι βρεθήκαμε εκείνη τη μέρα στην κατασκήνωση της Δ.Ε.Ο.Κ., στον Πρόδρομο. Κι αυτή είναι η πρώτη φορά, έπειτα από 50 χρόνια, που θα αναφερθώ παρακάτω σ’ αυτές μου τις αναμνήσεις και εμπειρίες… 

Συμφωνήσαμε, λοιπόν, τότε, να το συζητήσουμε στη συνεδρία την επομένη, 15 Ιουλίου, στις 8:30 το πρωί. Όταν ετοιμαζόμουν να ξεκινήσω για τη συνεδρίαση, ακούστηκαν ξαφνικά πυροβολισμοί και εκρήξεις. Κατάλαβα ότι γινόταν μάχη προς την πλευρά του Προεδρικού.

Κτύπησε το τηλέφωνο. Ήταν ο Ανδρέας Φρυδάς– «Είναι πραξικόπημα!», μου είπε. Λιγόλογο το τηλεφώνημα. Είπαμε να βρεθούμε στο σπίτι μου. Ήρθε ο Αντρέας, ο Νίκος Σιαφκάλης, ο Πανίκος Χρυσάνθου, και άλλοι που δεν θυμούμαι. Βγάλαμε τα όπλα που είχα σε κρύπτη. Ήρθε η ώρα που έπρεπε να χρησιμοποιηθούν. Ανοίξαμε τις κάσες με τις σφαίρες. Εκεί, κάπου έγδαρα και το χέρι μου. Το σκούπισα στη φανέλα μου. Φαινόμουν τραυματισμένος. Ίσως απ’ αυτό, αργότερα, διαδόθηκε -ακόμη και εκτός Κύπρου- ότι σκοτώθηκα. Μου είπαν ότι σχετική αναφορά έκανε από κάποιο ραδιοσταθμό ο Ανδρέας Παπανδρέου.

Θελήσαμε να έρθουμε σ’ επαφή με άλλους φίλους και συνεργάτες που υποθέσαμε ότι θα μπορούσε να ήταν συγκεντρωμένοι στο σπίτι του Βάσου Λυσσαρίδη και στα Γραφεία της Ε.Δ.Ε.Κ., στην οδό Κωνσταντίνου Παλαιολόγου. Αρχίσαμε να φορτώνουμε όπλα σε αυτοκίνητο συναγωνιστή. Δεν μπόρεσε, όμως, να προχωρήσει προς το σπίτι του Βάσου. Μεταφέραμε τότε τα όπλα στο αυτοκίνητο του Σιαφκάλη για τα Γραφεία του κόμματος. Εκτέλεσε την αποστολή του και σε λίγο γύρισε πίσω. Μας είπε ότι βρήκε εκεί συναγωνιστές και τους τα παρέδωσε. Ο Νίκος Σιαφκάλης κυκλοφορούσε ανάμεσα σε στρατιωτικά οχήματα με πολλή γενναιότητα και σταθερότητα.

Εμείς, περιμέναμε τους πραξικοπηματίες να φθάσουν από λεπτό σε λεπτό. Τι νιώθαμε; Αγωνία και φόβο, αλλά και την αίσθηση ότι βρισκόμασταν σε μια προκαθορισμένη πορεία, όπως το τραίνο στις σιδηροδρομικές του γραμμές. Δεν μπορούσαμε να ξεφύγουμε. Μια γυναίκα από γειτονικό σπίτι, μάς φώναζε θυμάμαι: «Θα σας σκοτώσουν!».

Σε λίγο ακούσαμε και το «ο Μακάριος είναι νεκρός!». Ήμαστε βέβαιοι ότι το πραξικόπημα επικράτησε και ότι δεν αργούσε και η ώρα η δική μας. Επειδή πάντα φοβόμουν το πραξικόπημα, είχα κατά νου ότι σε τέτοιο ενδεχόμενο θα κατέφευγα σε μια καταπακτή κάτω από το ακτινογραφικό του Ευριπίδη Δίκαιου, πατέρα της συζύγου μου, Κάτιας. Όταν πήγαμε να κρυφτούμε, καταλάβαμε ότι αυτό δεν ήταν δυνατό. Ποτέ δεν λογαριάσαμε ότι για να επιβιώσει κανείς σε μια καταπακτή, θα έπρεπε να την είχε προηγουμένως εξοπλίσει κατάλληλα. Κι αυτό δεν συνέβαινε. 

Όσοι απομείναμε ήμασταν σε απορία τι να κάνουμε. Εκείνη ακριβώς την ώρα άκουσα φασαρία στην πόρτα. Κάποιος μας ζητούσε και του έλεγαν ότι δεν είμαστε μέσα. Αυτός επέμενε μέχρι που άκουσα να λέγει σαν σε λυγμό: «Δεν μου έχετε εμπιστοσύνη;». 

Τότε πήγα προς την πόρτα. Εκεί είδα τον Σώζο Ιωάννου από το Σινά Όρος. Ήρθε με αυτοκίνητο της Λιβυκής πρεσβείας για να μας πάρει. Μπήκαμε στο αυτοκίνητο, διασχίσαμε έρημους δρόμους και περάσαμε μέσα από στρατιώτες και τανκς, πλάι από κτυπημένα αυτοκίνητα και φτάσαμε στην πρεσβεία της Λιβύης. Ο Επιτετραμμένος Αζιμπλί και ο καλός φίλος, Χασάν, κινητοποιήθηκαν για να μας προσφέρουν καταφύγιο. Εκεί συναντήσαμε τον Βάσο Λυσσαρίδη και τον Γιώργο Τομπάζο.

Ήμουν παρών όταν έγινε η πρώτη επικοινωνία με ασύρματο τηλέφωνο του Βάσου Λυσσαρίδη με τον Αρχιεπίσκοπο Μακάριο. Ήταν, λοιπόν, ζωντανός! Μας είπε ότι ήταν καθ’ οδόν προς την Πάφο. Μας ζητούσε να κτυπήσουν οι καμπάνες, να βγάλουμε τον λαό στους δρόμους, να ειδοποιήσουμε το Ζήνωνα Ρωσσίδη στα Ηνωμένα Έθνη και να απευθυνθούμε για συμπαράσταση σε φιλικές χώρες. Στη Λιβυκή πρεσβεία υπήρχε ένας πομπός. Προσπαθήσαμε να τον θέσουμε σε λειτουργία. Να επικοινωνήσουμε με το εξωτερικό, να μεταδώσουμε μηνύματα προς το λαό. Δεν μπορούσαμε να διαπιστώσουμε αν τα μηνύματά μας έφθαναν στον προορισμό τους, αλλά εμείς επιμέναμε.

Αργότερα, δυνάμεις των πραξικοπηματιών περικύκλωσαν το σπίτι μου. Είπαν στους γείτονες να φυλαχτούν γιατί θα γινόταν μάχη. Πήγαν ολόισια στην καταπακτή. Δεν βρήκαν, φυσικά, τίποτα. Ρωτούσαν τον γιο μου, τριών χρόνων παιδί, να τους πει «πού είναι ο πατέρας του!». Μάζεψαν από τα συρτάρια του γραφείου μου ποιήματα και σημειώματα του Αλέκου Παναγούλη, μηνύματα της Δημοκρατικής Άμυνας, μια ανεκτίμητη επιστολή του Laurence Olivier κι ένα αρχείο που κρατούσα των γεγονότων της εποχής. Βρήκαν και κάποιες σφαίρες. 

Όταν η Κάτια παρατήρησε στους πραξικοπηματίες αν λογάριασαν τους Τούρκους, αυτοί την επέπληξαν ότι θέλει να σπείρει ηττοπάθεια. Φεύγοντας, πήραν μαζί τους τον 80χρονο τότε πατέρα της Κάτιας, αργότερα, όμως, τον άφησαν ελεύθερο. 

Το πραξικόπημα δεν ήταν μόνο ένα τραγικό περιστατικό, μια στρατιωτική ενέργεια με πολλά θύματα, δεκάδες σκοτωμένους με συλλήψεις και βασανιστήρια. Ήταν εθνική τραγωδία απροσδιόριστων διαστάσεων που όσα χρόνια και να περάσουν οι συνέπειές του δεν πρόκειται να απαλειφθούν. Το πραξικόπημα προκάλεσε ακόμη μια πρωτοφανή κρίση μέσα στις καρδιές των Ελλήνων της Κύπρου. Ο ψυχικός και ιδεολογικός κλονισμός τους ήταν απέραντος. Έβλεπαν την κυβέρνηση της Αθήνας και τους αξιωματικούς της στην Κύπρο να προκαλούν πρωτοφανή δυστυχία για το λαό και να πλήττουν την ίδια την ύπαρξη του τόπου. 

Ήταν ένας πόλεμος της Αθήνας εναντίον της Κύπρου με δικές της διαταγές και δικούς της ανθρώπους. Το πραξικόπημα άνοιξε τις πόρτες της Κύπρου στην Τουρκία. Τής πρόσφερε μοναδική ευκαιρία να εισβάλει στο νησί, να εκδιώξει τον πληθυσμό, να καταλάβει το 37% του εδάφους, να προκαλέσει ανείπωτο πόνο στο λαό με βιασμούς, φόνους, λεηλασίες και καταστροφές. 

Τι μάθαμε στα πενήντα χρόνια που ακολούθησαν; Πρώτ’ απ’ όλα ότι οι Συνθήκες Ζυρίχης – Λονδίνου και η ανακήρυξη της Κυπριακής Δημοκρατίας το 1960 συνιστούσαν ένα αμετακίνητο γεγονός. Η πολιτική ανατροπής των Συνθηκών ήταν το κεντρικό λάθος.  

Το άλλο που μάθαμε ήταν ότι το νησί είχε μεν ένα παραδοσιακό ελληνικό χαρακτήρα, αλλά ήταν ταυτόχρονα πολυεθνικό και πολυπολιτισμικό. Από τη στιγμή που θελήσαμε να το μονοπωλήσουμε, προκαλέσαμε αγεφύρωτα εθνικιστικά χάσματα. 

Μετά το 1974 επιβλήθηκε ένα άλλο αμετακίνητο γεγονός: Η διαίρεση του νησιού σε βορρά και νότο. 

Ποιο το μέλλον; Η αναγκαιότητα της συμπόρευσης Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίωνκαι η επανένωση του νησιού με ομοσπονδιακό σύστημα, στον βαθμό που τούτο είναι δυνατό να πραγματοποιηθεί. Η άγονη πάροδος του χρόνου λειτουργεί αρνητικά. Όμως, για να ξεπεραστούν τα αδιέξοδα, χρειάζεται ρεαλισμός και τόλμη. 

Η Κύπρος είναι μεγάλη υπόθεση που, δια μέσου των αιώνων, διαδραματίζει ιδιαίτερο ρόλο στην Ανατολική Μεσόγειο. Κι αυτή η ιστορική θεώρηση πρέπει να μας παρέχει ελπίδες για το μέλλον.

Ελεύθερα, 21.7.2024