Πέθανε την Τρίτη 11 Ιουλίου σε ηλικία 94 ετών ο μεγάλος συγγραφέας και φιλόσοφος Μίλαν Κούντερα. «Ο Μίλαν Κούντερα πέθανε χθες στο Παρίσι έπειτα από μακρά ασθένεια» δήλωσε η Άννα Μραζόβα, εκπρόσωπος της Βιβλιοθήκης της Μοραβίας (MZK).
Η είδηση του θανάτου του έγινε πρώτο θέμα, γεγονός που δηλώνει την τεράστια δυναμική του. Παρόλο που κάθε χρονιά ήταν ανάμεσα στα φαβορί για το Νόμπελ Λογοτεχνίας, δεν κατάφερε ποτέ να το αποσπάσει. Κάποιοι τον θεωρούν από τους μεγάλους αδικημένους μαζί με τον Φίλιπ Ροθ. Στα βιβλία του εξερεύνησε την ύπαρξη και την προδοσία για πάνω από μισό αιώνα σε ποιήματα, θεατρικά έργα, δοκίμια και μυθιστορήματα. Η παρακαταθήκη που άφησε πίσω του τεράστια. Έγραφε μέχρι την τελευταία στιγμή.
Ο Μίλαν Κούντερα γεννήθηκε στο Μπρνο της πρώην Τσεχοσλοβακίας το 1929 και ζούσε εξόριστος με τη σύζυγό του Βέρα στη Γαλλία από το 1975 μετά την περιθωριοποίησή του επειδή επέκρινε την εισβολή της Σοβιετικής Ένωσης στην Τσεχοσλοβακία το 1968. Το 1979 πήρε τη γαλλική υπηκοότητα. Έγινε ιδιαίτερα γνωστός από τα έργα του «Η Αβάσταχτη Ελαφρότητα του Είναι», «Το Βιβλίο του Γέλιου και της Λήθης» και «Το Αστείο».
Ο Κούντερα είχε συγγράψει τόσο στην τσέχικη όσο και στη γαλλική γλώσσα, ενώ επιμελήθηκε προσωπικά όλες τις γαλλικές μεταφράσεις των βιβλίων του, προσδίδοντάς τους ισχύ πρωτοτύπου και όχι μεταφρασμένου έργου. Κατόπιν λογοκρισίας, η κυκλοφορία των έργων του ήταν απαγορευμένη στη γενέτειρά του έως και την πτώση της κομμουνιστικής κυβέρνησης κατά τη βελούδινη επανάσταση του 1989.
Μετά τη Βελούδινη Επανάσταση του 1989 που ανέτρεψε ειρηνικά το κομμουνιστικό καθεστώς της Τσεχοσλοβακίας και άνοιξε το δρόμο για μια δημοκρατία κατά τα δυτικά πρότυπα, ο Κούντερα έκανε μόνο σπάνιες δημόσιες επισκέψεις στην πατρίδα του, προτιμώντας να επισκέπτεται μακριά από τα φώτα της δημοσιότητας φίλους και μέλη της οικογένειάς του στην Τσεχία. Ανέκτησε την τσεχική υπηκοότητα το 2019.
Είχε κερδίσει την αναγνώριση για το στιλ του στην απεικόνιση θεμάτων και χαρακτήρων από την κοινότοπη πραγματικότητα της καθημερινής ζωής μέχρι τον υψηλό κόσμο των ιδεών, σημειώνει το πρακτορείο Reuters. Σπάνια έδινε συνεντεύξεις, έχοντας την πεποίθηση πως οι συγγραφείς μιλούν μέσω του έργου τους.
Το πρώτο του μυθιστόρημα «Το αστείο» δημοσιεύθηκε το 1967 και προσέφερε ένα δηκτικό πορτρέτο του τσεχοσλοβακικού κομμουνιστικού καθεστώτος. Το έργο αυτό ήταν το πρώτο βήμα στη διαδρομή του Κούντερα από μέλος του κόμματος προς την εξορία του αντιφρονούντα.
Είχε πει στη γαλλική εφημερίδα «Le Monde» το 1976 πως το να αποκαλούνται τα έργα του πολιτικά συνιστά υπεραπλούστευση που καθιστά δυσδιάκριτη την πραγματική σημασία τους.
«Συμβόλισε την ιστορία της χώρας μας»
Ο Τσέχος πρωθυπουργός Πετρ Φιάλα δήλωσε πως τα έργα του «έφθασαν σε ολόκληρες γενιές αναγνωστών σε όλες τις ηπείρους» ενώ ο πρόεδρος Πετρ Πάβελ τον αποκάλεσε συγγραφέα παγκόσμιας κλάσης. «Με τη μοίρα του στη ζωή, συμβόλισε την πολυτάραχη ιστορία της χώρας μας στον 20ό αιώνα», είπε ο Πάβελ. «Η κληρονομιά του Κούντερα θα ζει μέσα στα έργα του».
Ο συνάδελφός του Τσέχος συγγραφέας Κάρελ Χβίζνταλα δήλωσε στην τσεχική δημόσια τηλεόραση ότι είδε τον φίλο του τον περασμένο Νοέμβριο και η κατάσταση της υγείας του ήταν ήδη κακή. «Θυμάμαι στο κρεβάτι νοσοκομείου το οποίο είχε στο σπίτι, ότι είχε ένα μόνο βιβλίο – την “Πανούκλα” του Αλμπέρ Καμί» είπε.
Η Le Monde τον αποκάλεσε «ακάματο υπέρμαχο του μυθιστορήματος» αναφερόμενη στον θάνατό του. «Αναμφίβολα ο πιο Ευρωπαίος των συγγραφέων, υποδύθηκε τις ανεπαίσθητες αντιθέσεις του κόσμου μας» δήλωσε η δήμαρχος του Παρισιού Αν Ινταλγκό.
Η ζωή του

Ο Μίλαν Κούντερα γεννήθηκε την 1η Απριλίου του 1929 σε μία μεσοαστική και ιδιαίτερα καλλιεργημένη οικογένεια στο Μπρνο της Τσεχοσλοβακίας. Ο πατέρας του, Λούντβιχ Κούντερα (1891-1971), ήταν σημαντικός μουσικολόγος και πιανίστας, μαθητής του μεγάλου συνθέτη Λέος Γιάνατσεκ Ο Μίλαν διδάχτηκε πιάνο από τον πατέρα του και αργότερα σπούδασε μουσικολογία και σύνθεση. Έτσι, μουσικολογικές επιρροές εμφανίζονται συχνά στο έργο του, όπως στο βιβλίο του Η Αβάσταχτη Ελαφρότητα του Είναι, στο οποίο ενθέτει πεντάγραμμα με μελωδίες του Μπετόβεν ως εκφραστικό μέσο μιας συγκεκριμένης ψυχολογικής κατάστασης.
Ο Κούντερα ολοκλήρωσε τη δευτεροβάθμια εκπαίδευσή του στο Μπρνο το 1948 και έπειτα σπούδασε Λογοτεχνία και Αισθητική στη Σχολή Τεχνών του Πανεπιστημίου του Καρόλου στην Πράγα. Έπειτα από δύο ακαδημαϊκούς κύκλους μετεγγράφηκε στη Σχολή Κινηματογράφου της Ακαδημίας Θεάματος της Πράγας και αρχικά παρακολούθησε διαλέξεις στη σκηνοθεσία και στη σεναριογραφία.
Ο ίδιος ανήκε σε μια γενιά νεαρών Τσέχων που διαθέτοντας ελάχιστη έως ανύπαρκτη τριβή με την προπολεμική Δημοκρατία της Τσεχοσλοβακίας, η ιδεολογία τους επηρεάστηκε δραστικά από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και τη γερμανική κατοχή. Ήδη από τα εφηβικά του χρόνια ο Κούντερα γράφτηκε στο Κομμουνιστικό Κόμμα της Τσεχοσλοβακίας με ενεργή κοινωνική και πολιτική δράση, η οποία το 1950 οδήγησε στην απότομη παύση των ακαδημαϊκών σπουδών του.
Την ίδια χρονιά ο Μίλαν Κούντερα και ο συγγραφέας Ζαν Τρεφούλκα εκδιώχθηκαν από το Κομμουνιστικό Κόμμα με την κατηγορία των “αντικομματικών δραστηριοτήτων”. Αργότερα, το 1962, ο Τρεφούλκα θα περιγράψει το γεγονός στη νουβέλα του Happiness Rained On Them ενώ το 1967 και ο ίδιος ο Κούντερα θα εμπνευστεί και θα βασίσει εκεί το κύριο θέμα του μυθιστορήματός του Το Αστείο.
Με την αποφοίτησή του, το 1952, ο Κούντερα προσλήφθηκε από τη Σχολή Κινηματογράφου ως εισηγητής στην Παγκόσμια Λογοτεχνία. Το 1956 επανεντάχθηκε στο Κομμουνιστικό Κόμμα και αποβλήθηκε για δεύτερη φορά το 1970. Μαζί με άλλους συγγραφείς της κομμουνιστικής μεταρρύθμισης, όπως ο Πάβελ Κόχουτ, είχε μερική ανάμειξη στην Άνοιξη της Πράγας του 1968. Η σύντομη αυτή περίοδος μεταρρυθμιστικής δράσης κατεστάλη βίαια από τη σοβιετική εισβολή στην Τσεχοσλοβακία τον Αύγουστο του 1968.

Ο Κούντερα παρέμεινε για μερικά χρόνια ακόμα προσκείμενος στον μεταρρυθμιστικό τσέχικο κομμουνισμό και παράλληλα συγκρούστηκε σφοδρά μέσω του τύπου με τον συμπατριώτη του συγγραφέα Βάτσλαβ Χάβελ. Η συλλογιστική του Κούντερα πρότεινε κατά βάση ότι θα έπρεπε να κυριαρχήσει η ψυχραιμία, αναφέροντας ότι “κανένας δεν φυλακίζεται, ακόμα, για τις απόψεις του” και ισχυριζόμενος ότι “η σπουδαιότητα του Φθινοπώρου της Πράγας ίσως τελικά αποβεί ιστορικά σημαντικότερη από εκείνη της Άνοιξης της Πράγας”. Εν τέλει ο Κούντερα παραιτήθηκε από τα μεταρρυθμιστικό του όραμα και μετακόμισε στη Γαλλία το 1975. Δίδαξε για λίγα χρόνια στο Πανεπιστήμιο της Ρεν και πολιτογραφήθηκε Γάλλος το 1981.
Η λογοτεχνική πορεία του
Αρχικά ο Κούντερα έγραψε στην τσέχικη γλώσσα αλλά από το 1993 και έπειτα χρησιμοποίησε τη γαλλική. Μεταξύ 1985 και 1987 ανέλαβε την επιμέλεια της μετάφρασης στη γαλλική των αρχικών έργων του με αποτέλεσμα εκείνα να επέχουν θέση πρωτότυπου έργου . Τα βιβλία του Κούντερα έχουν μεταφραστεί σε πολλές γλώσσες.
Παρόλο που το πρώιμο ποιητικό του έργο θεωρείται ισχυρά προκομμουνιστικό, τα μυθιστορήματά του του δεν εγκλωβίζονται σε ιδεολογικές ταξινομήσεις. Ο πολιτικός σχολιασμός εκλείπει ολικά (εξαιρουμένης της βαθύτερης φιλοσοφικής στοχαστικής) με εφαλτήριο το βιβλίο του Η Αβάσταχτη Ελαφρότητα του Είναι. Ο ίδιος έχει επανειλημμένα τονίσει τη λογοτεχνική του ταυτότητά του ως μυθιστοριογράφου παρά ως πολιτικού συγγραφέα.

Η μυθοπλασία του, συνυφασμένη με φιλοσοφική παρέκβαση και ισχυρά επηρεασμένη από τη γραφή του Ρόμπερτ Μούζιλ και τη φιλοσοφία του Νίτσε[3], απαντάται επίσης σε συγγραφείς όπως ο Αλέν Ντε Μποτόν και ο Άνταμ Θίργουελ. Ο Μίλαν Κούντερα, όπως συχνότατα σημειώνει, ανασύρει τις επιρροές του όχι μόνο από αναγεννησιακούς συγγραφείς όπως ο Βοκκάκιος και ο Φρανσουά Ραμπελέ αλλά επίσης από τους Λώρενς Στερν, Χένρι Φίλντινγκ, Ντενί Ντιντερό, Ρόμπερτ Μούζιλ, Βίτολντ Γκομπρόβιτς, Χέρμαν Μπροχ, Φραντς Κάφκα, Μάρτιν Χάιντεγκερ και ίσως ισχυρότερα από τον Μιγκέλ ντε Θερβάντες, με του οποίου την κληρονομιά θεωρεί ότι ταυτίζεται περισσότερο.
Το Βιβλίο του Γέλιου και της Λήθης
Το 1975 ο Μίλαν Κούντερα μετακόμισε στη Γαλλία, όπου εξέδωσε το 1979 το μυθιστόρημα «Το Βιβλίο του Γέλιου και της Λήθης». Στο έργο του αυτό παροτρύνει του Τσεχοσλοβάκους πολίτες να αντισταθούν στο κομμουνιστικό καθεστώς παραθέτοντας ποικίλους τρόπους. Λογοτεχνικά πρόκειται για μια ασυνήθιστη μίξη μυθιστορήματος, συλλογής μικρών ιστοριών και προσωπικών ονειροπολήσεων του ίδιου και φέρεται ως χαρακτηριστικό του συγγραφικού του ύφος κατά τη διάρκεια της εξορίας του. Οι κριτικοί της λογοτεχνίας έχουν επισημάνει την ειρωνεία του γεγονότος πως η Τσεχοσλοβακία στην οποία αναφερόταν ο Κούντερα “λόγω του ιστορικού πολιτικού επαναπροσδιορισμού, δεν είναι ακριβώς εκεί”, στοιχείο που μοιάζει με το θέμα του “είδους εξαφάνισης κι επανεμφάνισης” το οποίο εξερευνάται στο βιβλίο.[6]
Η Αβάσταχτη Ελαφρότητα του Είναι
Το 1984 εκδίδει το γνωστότερο δημιούργημα του, «Η Αβάσταχτη Ελαφρότητα του Είναι», στο οποίο χρονικογραφεί την εύθραυστη φύση της μοίρας του ατόμου ως μονάδας, ισχυριζόμενος πως η μοναδική ανθρώπινη ζωή είναι ασήμαντη υπό το Νιτσεϊκό πρίσμα της αυτούσιας αιώνιας επανάληψής της μέσα σ’ ένα άπειρο σύμπαν.
Το 1988 ο Αμερικανός σκηνοθέτης Φίλιπ Κάουφμαν δημιούργησε την κινηματογραφική εκδοχή του βιβλίου. Το αποτέλεσμα, ενώ θεωρήθηκε γενικά επιτυχημένο, ενόχλησε αρκετά τον συγγραφέα, με αποτέλεσμα να απαγορεύσει τις διασκευές στα μυθιστορήματά του.
Αθανασία
Το 1990 ο Κούντερα κυκλοφόρησε το σπονδυλωτό μυθιστόρημα «Αθανασία», το τελευταίο γραμμένο στην τσέχικη γλώσσα. Πρόκειται για το περισσότερο κοσμοπολίτικο, σαφέστερα φιλοσοφικό και ελάχιστα πολιτικό σε σχέση με τα προηγούμενα έργα του, ενώ παράλληλα ορίζει το ευρύτερο ύφος της μετέπειτα δημιουργίας του. Το πρόβλημα δεν είναι ο θάνατος: είναι η αθανασία. Η “μικρή” και η “μεγάλη”. Τη “μικρή” την κερδίζουμε όλοι, λίγο πολύ, στη μνήμη αυτών που μας αγάπησαν.
Η Ζωή είναι Αλλού
Παιδική ηλικία, μητρότητα, επανάσταση, η ίδια η ποίηση, αξίες ταμπού, διαβρώνονται μεθοδικά από την ειρωνική ματιά και το χιούμορ του Κούντερα, χωρίς όμως να λείπει η τρυφερότητα, ακόμα και η συγκίνηση, έτσι όπως τις γεννά η βαθιά κατανόηση της ανθρώπινης μοίρας που διακρίνει όλο το έργο του συγγραφέα.
Ο Μίλαν Κούντερα για την κουλτούρα της Ευρώπης

Το κείμενό του «Ο ακρωτηριασμός της Δύσης ή Η τραγωδία της Κεντρικής Ευρώπης», το οποίο δημοσιεύτηκε στο γαλλικό περιοδικό «Le Debat», τον Νοέμβριο του 1983, κυκλοφόρησε το 2022 από την Εστία, σε εξαιρετική μετάφραση του Γιάννη Η. Χάρη, και έχει μια δυναμική και μια ζωντάνια που δεν δείχνουν την παραμικρή ρυτίδα (δημοσιεύτηκε την ίδια περίοδο και στα γαλλικά). Βασική έννοια στο πυκνό δοκίμιο του Κούντερα είναι η έννοια της Κεντρικής Ευρώπης, υπό την οποία συστεγάζει την Τσεχία, την Πολωνία και την Ουγγαρία, ενδεχομένως και την Αυστρία.
Μια τέτοια Κεντρική Ευρώπη, που αντλεί ένα κρίσιμο μέρος της ταυτότητάς της από την κουλτούρα, με συνθέτες όπως ο Ούγγρος Μπέλα Μπάρτοκ, οι Τσέχοι πεζογράφοι Φραντς Κάφκα και Γιάροσλαβ Χάσεκ ή ο Πολωνός Βίτολντ Γκομπρόβιτς, ένας από τους κορυφαίους εκπροσώπους του παραλόγου, μοιάζει να απουσιάζει από την ευρωπαϊκή συνείδηση των πρώτων μεταπολεμικών δεκαετιών, όταν η ουγγρική εξέγερση του 1956, η Άνοιξη της Πράγας του 1968 και οι πολωνικές κινητοποιήσεις από το 1956 μέχρι και το 1970 έρχονται σε ανοιχτή αντιπαράθεση με τη Σοβιετική Ένωση, προκαλώντας ένα μείζον πολιτικό δράμα, καθώς και αφήνοντας ένα βαθύ πολιτικό και πολιτισμικό τραύμα. Ένα κομμάτι της Ευρώπης το οποίο ανήκει στις καλύτερες παραδόσεις της «εκφράζοντας τη μεγαλύτερη δυνατή ποικιλομορφία στον μικρότερο δυνατό χώρο» συγκρούστηκε με τη Σοβιετική Ένωση και υπέμεινε τη βαριά σκιά της Ρωσίας, που παρουσίαζε το ακριβώς αντίθετο: «τη μικρότερη δυνατή ποικιλομορφία στον μεγαλύτερο δυνατό χώρο».
Ο Κούντερα δεν βιάζεται να ξεμπερδέψει μια και καλή -σε αφοριστικό τόνο- με τη ρωσική πολιτική και τον ρωσικό πολιτισμό. Μιλάει για τις ιστορικές προσπάθειες εκσυγχρονισμού της Ρωσίας και για τη θέλησή της να έρθει σε επαφή με την Ευρώπη και τη Δύση και αναγνωρίζει τις ευρωπαϊκές οφειλές στο ρωσικό μυθιστόρημα, δεν επιζητεί, ωστόσο, να αποσιωπήσει αυτό που όλοι γνωρίζουμε στις ημέρες μας, μετά τον πόλεμο της Ρωσίας με την Ουκρανία από τον Φεβρουάριο του 2022: το γεγονός πως η Ρωσία ουδέποτε έπαψε στην πραγματικότητα να φοβάται και να μην εμπιστεύεται την Ευρώπη, θεωρώντας πως η ίδια αποτελούσε ανέκαθεν έναν υπέρτερο, ξεχωριστό και ταυτοχρόνως ενιαίο και συμπαγή κόσμο.
Και πάλι, ωστόσο, παρά το ότι η προσέγγισή του έρχεται να μπει στο κέντρο της τρέχουσας πολιτικής επικαιρότητας, το ζήτημα το οποίο απασχολεί επισταμένως τον Κούντερα δεν είναι οι λίγο- πολύ δεδομένες θέσεις και αποβλέψεις της Ρωσίας, αλλά η ίδια Ευρώπη: μια Ευρώπη που δεν έβλεπε μεταπολεμικά στα «μικρά έθνη» της Τσεχίας, της Ουγγαρίας και της Πολωνίας τον πόθο τους για αυτονομία και ανεξαρτησία, αλλά μόνο το στενό πολιτικό τους πρόβλημα.
Τα «μικρά έθνη» (με ευδιάκριτη την επίδραση του εβραϊκού στοιχείου) δεν αποτελούν αφορμή για πατριωτική έξαρση, για έναν εθνικισμό των ανίσχυρων και των αδύναμων, που θα μετατρέψει τους νάνους σε γίγαντες. Τα «μικρά έθνη» διαμόρφωσαν μια κουλτούρα κι ένα πολιτιστικό και καλλιτεχνικό συνεχές που αναδεικνύει πεντακάθαρη τη φυσιογνωμία της Κεντρικής Ευρώπης: τη δυσπιστία απέναντι σε μια ολιστική σύλληψη των ιστορικών μεγεθών, τη δυσφορία με την ιδέα ότι τα θηριώδη βήματα της Ιστορίας θα οδηγήσουν ούτως ή άλλως στον θρίαμβό της.
Η κουλτούρα των «μικρών εθνών», η ουσία και το βάρος της σοφίας τους, λειτουργούν σαν κρυμμένοι σβώλοι από χρυσό όποτε περιγελούν το μεγαλείο και τη δόξα ή όποτε συνειδητοποιούν πως η Ιστορία είναι πιθανόν να μην ταυτίζεται με μια ατέλειωτη επέλαση προόδου, αλλά να εξισώνεται με το ακριβώς ανάποδο, με μια διαδικασία έκπτωσης αξιών. Και για να περάσουμε από την κουλτούρα στην πολιτική, έτσι ακριβώς είτε περιγέλασαν είτε επέκριναν τη Σοβιετική Ένωση και τους επιτόπιους δορυφόρους της η Τσεχία, η Ουγγαρία και η Πολωνία των χρόνων του μεταπολέμου. Και σε αυτή τη γραμμή, ακόμα κι αν η Ευρώπη δεν το εννοεί και δεν το καταλαβαίνει, τα «μικρά έθνη» είναι σάρκα εκ της σαρκός της ευρωπαϊκής ηπείρου.
Τέκνο του ελληνορωμαϊκού πολιτισμού και του χριστιανισμού, η Ευρώπη, που δεν είναι σε θέση να αναγνωρίσει τη συμβολή των «μικρών εθνών» στην ιστορία της, έχασε πρώτα τον Θεό της (μάλλον τον απέκρυψε) ενώ σύντομα στερήθηκε και την κουλτούρα της, για να την υποκαταστήσει με το πνεύμα της κατανάλωσης και με την παντοδυναμία της αγοράς, της τεχνολογίας και των μέσων ενημέρωσης.
ΑΠΕ