Ο ιδρυτής της επενδυτικής εταιρείας Invel Real Estate, Χριστόφορος Παπαχριστοφόρου, σε διαδικτυακή συζήτηση που πραγματοποιήθηκε την περασμένη Πέμπτη, ανέφερε πως οι αποδόσεις των ακινήτων στην Κύπρο είναι χαμηλότερες από αυτές σε πόλεις των ΗΠΑ και το Λονδίνο. Πρόσθεσε δε, πως εκτός από τις επενδύσεις που έκανε η Invel, δεν έγιναν άλλες επενδύσεις σε εμπορικά ακίνητα τα τελευταία χρόνια στην Κύπρο. 
Σημείωσε μάλιστα, πως αν δεν γίνουν οι απαιτούμενες διορθώσεις στις τιμές των ακινήτων, ώστε να γίνουν πιο ορθολογικές και πιο ελκυστικές, δύσκολα θα έρθουν νέες ξένες επενδύσεις. 
Η αλήθεια είναι πως τα τελευταία χρόνια έγιναν επενδύσεις από ξένους σε εμπορικά ακίνητα στην Κύπρο ή σε γη για μετατροπή της σε εμπορικές αναπτύξεις κι όντως υπήρχαν ευκαιρίες στην αγορά. Βέβαια, αρκετές από αυτές τις επενδύσεις, ενδεχομένως να σχετίζονταν και με το Πρόγραμμα Πολιτογραφήσεων, άρα αν δεν υπήρχε το πρόγραμμα, ενδεχομένως τα δεδομένα να ήταν διαφορετικά. 
Ο CEO της Astrobank Κωνσταντίνος Λοϊζίδης, ανέφερε σχετικά πως υπάρχουν πολλές εταιρείες που κρατούνται στη ζωή από τις τράπεζες ενώ δεν θα έπρεπε, δημιουργώντας έτσι ανταγωνισμό και περιορισμούς σε υγιείς επιχειρήσεις. 

Δεν είναι μόνο ο Παπαχριστοφόρου που θεωρεί ότι οι τιμές των ακινήτων είναι υψηλές στην Κύπρο. Σε πρόσφατη συνέντευξή του στο περιοδικό Insider, ο Ανδρέας Σάντης, διευθύνων σύμβουλος της αμερικανικής NCH Capital στην περιοχή της ανατολικής Ευρώπης, ανέφερε πως οι τιμές των ακινήτων στην Κύπρο είναι ιδιαίτερα υψηλές στις πλείστες περιοχές και δεν αφήνουν ιδιαίτερα περιθώρια για επενδύσεις. Αν πάμε και λίγο πιο παλιά όμως, θα θυμηθούμε ότι αρκετοί από τους μνηστήρες για την άδεια του καζίνο, έκαναν πίσω τότε, επειδή οι τιμές των ακινήτων που προσφέρονταν για τέτοιου μεγέθους αναπτύξεις ήταν ασύμφορες. Βέβαια, αυτή είναι η άποψη των επενδυτών οι οποίοι προφανώς και θέλουν να αγοράσουν σε χαμηλές τιμές, για να έχουν το μέγιστο δυνατό όφελος. 

Από την άλλη βέβαια, τα τελευταία χρόνια καταγράφηκαν αρκετές πωλήσεις ακινήτων μεγάλη αξίας, όπως για παράδειγμα, από τις μονάδες διαχείρισης ακινήτων των τραπεζών. Έχοντας κατά νου ότι η πρακτική debt to asset ήταν αυτή που οδήγησε κατά κύριο λόγο στη μείωση των μη εξυπηρετούμενων δανείων του επιχειρηματικού κόσμου, είναι λογικό οι τιμές να μη μειώθηκαν σημαντικά, αλλιώς η πρακτική δεν θα εξυπηρετούσε τον σκοπό της. Σε δεύτερο στάδιο, ωστόσο, οι τράπεζες κατάφεραν να μεταπωλήσουν αρκετά από αυτά τα ακίνητα, τόσο σε εγχώριους επενδυτές όσο και σε ξένους σε τιμές κοντά ή και πάνω από το market value. Ειδικά κάποια ακίνητα στο παραλιακό μέτωπο της Λεμεσού διατέθηκαν σε τιμές πολύ πιο πάνω από τις εκτιμώμενες.  
Χρειάζεται λοιπόν διόρθωση η αγορά ακινήτων; Ενδεχομένως ναι. Ωστόσο, μία διαμόρφωση προς τα κάτω των τιμών των ακινήτων θα είχε σημαντικές επιπτώσεις για πάρα πολλούς και κυρίως για τις τράπεζες. Ενδεχομένως αυτό που χρειάζεται να μην είναι μια γενική μείωση στις τιμές των ακινήτων αλλά να υπάρξουν μεγαλύτερες πιέσεις σε επιχειρηματικό επίπεδο, ώστε κάποιες εταιρείες που κατέχουν προνομιακά φιλέτα να αναγκαστούν να ρίξουν τις απαιτήσεις τους για να τα παραχωρήσουν. Όχι γιατί πρέπει να χάσουν λεφτά αλλά από τη στιγμή που διατηρούνται στη ζωή σε βάρος κάποιων άλλων, τουλάχιστον ας αναγκαστούν να ξεκλειδώσουν κάποιες καλές αναπτυξιακές προοπτικές για εκείνους που έχουν τα απαιτούμενα κεφάλαια. 
Βέβαια, το θέμα είναι πολύ πιο βαθύ και περίπλοκο, αφού το βασικό ζητούμενο κατά την ταπεινή μου άποψη, είναι να ξεφύγει η οικονομική δραστηριότητα από την τόσο μεγάλη εξάρτηση από την πορεία του τομέα των ακινήτων και της ανάπτυξης γης. Κάτι που δεν βλέπουμε να γίνεται με οργανωμένο και στοχευμένο τρόπο.