Η επίταξη ιδιοκτησίας αποσκοπεί στην εξυπηρέτηση δημόσιας ωφέλειας και αποτελεί εξαιρετικό μέτρο για κάλυψη επείγουσας έκτακτης ανάγκης. Προϋποθέτει την έκδοση διατάγματος που δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα και καθορίζει τον σκοπό που κατέστη αναγκαία, τους λόγους της επίταξης και πότε αρχίζει να ισχύει, καθόσον δεν μπορεί να υπερβαίνει συνολικά τα τρία χρόνια. Ως σκοποί δημόσιας ωφέλειας καθορίζονται η άμυνα και η ασφάλεια, η δημόσια τάξη και η υγεία, η προαγωγή και ανάπτυξη της γεωργίας, βιομηχανίας, εμπορίου και τουρισμού, οι αρχαιολογικές ανασκαφές, η δημιουργία και ανάπτυξη συγκοινωνιών και η δημιουργία και εκτέλεση δημόσιων έργων. Η επίταξη είναι αυτόνομη διοικητική πράξη, διακρίνεται από την απαλλοτρίωση και ο σκοπός της είναι να διευκολύνει την απαλλοτριούσα αρχή να εισέλθει στην επηρεαζόμενη ιδιοκτησία πριν από την καταβολή της αποζημίωσης στον ιδιοκτήτη όταν η εκτέλεση του έργου επείγει. Η καταβλητέα αποζημίωση για την επίταξη αντιστοιχεί κατά κύριο λόγο σε ποσό ίσο με το μίσθωμα το οποίο εύλογα αναμένεται ότι θα καταβαλλόταν από μισθωτή λόγω της κατοχής της ιδιοκτησίας. Στην περίπτωση που ασκείται επιχειρηματική δραστηριότητα, η αποζημίωση που καταβάλλεται είναι ίση με τη ζημιά που ο ιδιοκτήτης θα υποστεί λόγω της μη χρησιμοποίησης της ή είναι ίση με την ελάττωση της αξίας της ιδιοκτησίας που έχει επέλθει λόγω των έργων της επίταξης. 

Στην περίπτωση που η επίταξη χρησιμοποιείται για κάλυψη μόνιμης ανάγκης, ο ιδιοκτήτης δικαιούται να αποταθεί στο Διοικητικό Δικαστήριο με προσφυγή και να ζητήσει την ακύρωση του διατάγματος. Ο δικαστής κ. Γ. Σεραφείμ στην απόφαση που εξέδωσε στην υπόθεση 736/2016 ημερ.10.2.2021, εξέτασε προσφυγή επηρεαζόμενων ιδιοκτητών ακίνητης ιδιοκτησίας λόγω έκδοσης νέου διατάγματος επίταξης και μάλιστα με αναδρομική ισχύ σε σχέση με την ιδιοκτησία τους, η επίταξη της οποίας είχε ακυρωθεί με προηγούμενη προσφυγή. Παρόλο που η ισχύς του διατάγματος επίταξης έληξε πριν την ακρόαση, οι αιτητές προώθησαν την προσφυγή τους δηλώνοντας ότι πιθανολογείται ζημιά ως εκ της απώλειας της κατοχής και χρήσης της ιδιοκτησίας τους, την οποία θα διεκδικήσουν σε περίπτωση επιτυχίας της προσφυγής. Το δικαστήριο έκρινε παραδεκτή την προσφυγή και ενέκρινε τη συνέχιση της εκδίκασης της, αναφέροντας ότι η δίκη δεν καταργείται όταν έχουν προκύψει στον αιτητή ζημιογόνες συνέπειες από την προσβαλλόμενη διοικητική πράξη ενώ αυτή βρισκόταν ακόμα σε ισχύ. 

Οι αιτητές προώθησαν, μεταξύ άλλων, ως λόγους ακύρωσης του διατάγματος επίταξης ότι δεν υφίστατο άμεση, έκτακτη ή επείγουσα ανάγκη προσφυγής στο επαχθές μέτρο της επίταξης, ότι θα εκτελούνταν μόνιμα και όχι προσωρινά έργα, κατά παράβαση του δικαιώματος ιδιοκτησίας τους και ότι αν δεν ακυρωθεί το επίδικο διάταγμα, η συνολική περίοδος επίταξης των ακινήτων τους θα έχει διάρκεια τέσσερα χρόνια κατά παράβαση του άρθρου 23.8(γ) του Συντάγματος και του άρθρου 4(3) του περί Επιτάξεως Ιδιοκτησίας Νόμου, Ν.21/1962. Η Δημοκρατία εστίασε την ένστασή της ότι το επίδικο διάταγμα εξυπηρετούσε σκοπό δημόσιας ωφέλειας και ναι μεν η επίταξη αποτελεί ένα εξαιρετικό και προσωρινό μέτρο, όμως εφόσον εξυπηρετείται μία δημόσια ωφέλεια η οποία δεν μπορεί να εξυπηρετηθεί με λιγότερο επαχθές μέσο, δικαιολογείται αυτή η στέρηση της ιδιοκτησίας.

Το Διοικητικό Δικαστήριο επισήμανε στην απόφαση του ότι στην υπό κρίση περίπτωση η Δημοκρατία παρέθεσε αιτιολογία για την έκδοση του επίδικου διατάγματος, την οποία και κατέγραψε με σχετική πρόταση προς το Υπουργικό Συμβούλιο. Επικαλείτο τους κινδύνους που ελλόχευαν από τη μη προώθηση του έργου με το επίδικο διάταγμα επίταξης, ήτοι προβλήματα στην υλοποίηση του έργου λόγω αδυναμίας εισόδου και διενέργειας εργασιών, οικονομικές απαιτήσεις των εργολάβων του έργου για καθυστερήσεις που θα προκύψουν και κίνδυνο απώλειας της ευρωπαϊκής χρηματοδότησης λόγω καθυστερήσεων και αύξησης του συνολικού κόστους του έργου.

Το δικαστήριο έκρινε, όμως, ότι από το ενώπιον του υλικό και ιστορικό, αλλά και από την ίδια την αιτιολογία του επίδικου διατάγματος, αυτό δεν εκδόθηκε λόγω επείγουσας, απόλυτης επιτακτικής ανάγκης, αλλά, κατά παράβαση των νομολογηθέντων στα οποία παρέπεμψε, για μόνιμη ανάγκη, δηλαδή για την εκτέλεση μόνιμων έργων στην ιδιοκτησία των αιτητών που αφορούσαν τη βελτίωση λεωφόρου και παρόδων της. Παρέπεμψε σε αποφάσεις του Συμβουλίου της Επικρατείας της Ελλάδος, το οποίο έδωσε τον ορισμό της επίταξης ως «προσωρινής στέρησης της χρήσεως και καρπώσεως ιδιοκτησίας με μονομερή πράξη του Κράτους, προς το σκοπό της ικανοποίησης έκτακτης και άμεσης δημόσιας ανάγκης». Κατέληξε ότι δεν δόθηκε νόμιμη αιτιολογία για το επίδικο διάταγμα, το οποίο και ακύρωσε.

* Δικηγόρος στη Λάρνακα