Σπάνια αφιερώνω τα σημειώματά μου σε περισσότερες από μία παραγωγές, και για τον απλούστατο λόγο ότι δεν χωράνε και για να μην προκύψει η αντιδεοντολογική σύγκριση μεταξύ αυτόνομων και με διαφορετικά κριτήρια κρινόμενων έργων τέχνης. Όμως είδα ένα κοινό παρανομαστή μεταξύ τριών παραγωγών, ο οποίος αφορά τη διαχείριση από ηθοποιό  του κενού σκηνικού χώρου.
 
Ο Μάριος Ιωάννου, όπως πάντα σε συνδημιουργία με τον Άχιμ Βίλαντ, συνέχισε να συμπορεύεται με την Ελένη και στα πλαίσια του Φεστιβάλ Λευκωσίας παρουσίασε το «Volume V» αυτού του κύκλου. Ο ηθοποιός συνειδητά μεγάλωσε το κενό γύρω του, τοποθετώντας τους θεατές στο βάθος της σκηνής του Δημοτικού Θεάτρου και αφήνοντας «για τον εαυτόν του» όλη την έκταση της σκηνής, την άδεια, αχνοφωτισμένη πλατεία και, σαν να μην έφτανε, την ανοιχτη κουίντα στ’ αριστερά. Η συνειδητότητα αυτής της τοποθέτησης της φιγούρας του ηθοποιού μέσα στον απεριόριστο κενό χώρο τεκμηριώνεται και από τη στάση του Ιωάννου απέναντι στον χρόνο, όταν ο λόγος του απλώνεται από τον Ευριπίδη μέχρι τα παιδικά του χρόνια στην Πάφο.
 
Η μικρή και τρωτή μέσα στο χωροχρονικό απέραντο φιγούρα εκφράζει την αισθητική αντίληψη του Μάριου Ιωάννου και του Άχιμ Βίλαντ για το θέατρο ως εφήμερη μεν αλλά βαθια επικοινωνία με το κοινό, ως πράξη προσφοράς και είσπραξης συναισθημάτων. Όλα τα άλλα στοιχεία του μωσαϊκού που αποτελεί μια θεατρική παράσταση είναι ευτελή μέχρι ανύπαρκτα, ακόμα και ο λόγος χτίζεται μπροστά μας, με μερικές προτεινόμενες εκδοχές αρχής και τέλους, με ομαλά περάσματα από τις Ιφιγένειες, εν Αυλίδι και εν Ταύροις, από τις Ελένες, του Ευριπίδη και του Ρίτσου, στους οικογενειακούς μύθους και στη σκηνική persona, και στην προσωπικότητά του. Συνδυάζοντας τη θλίψη με το χιούμορ, την υπαρξιακή απορία με την αυτοειρωνεία, ο Μάριος Ιωάννου κατάφερε να αποσπάσει την προσοχή των θεατών από το επιβλητικό κενό και να την κρατήσει πάνω του, δημιουργώντας ένα κανάλι σχεδόν ανεξήγητης συγκινησιακής επαφής.
 
Στο υπόγειο του Σατιρικού, μετονομασμένο πρόσφατα σε Τεχνοχώρο Εργοτάξιο, ο Χάρης Χαραλάμπους έπαιξε την αθηναϊκή μονοπαράστασή του «Ανάμισης Ντενεκές», σε σκηνοθεσία Μαρίας Αιγινίτου. Παρότι η λογοτεχνική βάση της παράσταση, το μυθιστόρημα του Γιάννη Μακριδάκη, δεν με γοήτευσε, μια και πάντα είμαι επιφυλακτική με τους εθνικούς μύθους λατρείας της λεβεντιάς και της παλληκαρίσιας παρανομίας, το επίτευγμα της παραγωγής ήταν η πολυφωνική υποκριτική του Χάρη Χαραλάμπους. Περνώντας εναλλάξ από τη δραματοποιημένη αφήγηση στη αναπαραστημένη δράση, ο ηθοποιός έδινε φωνή και όψη στα πολλά πρόσωπα του έργου. Παίζοντας με το κενό του δύσκολου και καταθλιπτικού χώρου, κατάφερε να τον γεμίσει με τις καλά σχεδιασμένες μετακινήσεις του, με τις ξαφνικές εξαφανίσεις και εμφανίσεις του. Κατάφερε να μετατρέψει τον άδειο χώρο σε σύμμαχο, χώρο κατάλληλο να αφηγηθεί κανείς τις περιπέτειες ενός φονιά, ενός φυγά, ενός ανθρώπου που κρυβόταν.
 
Η τρίτη παραγωγή είναι το «Fail, Fail Again Fail Better» της enacttheatre, σκηνοθετημένο αναλόγιο δύο μικρών έργων του Σάμουελ Μπέκετ. Η Έλενα Καλλινίκου και η Μαρίνα Μακρή, υπό την καλλιτεχνική επιμέλεια του Αλέξη Θεμιστοκλέους, διαίρεσαν το θεατρικό είδος του αναλογίο σε δύο, κάνοντας το κείμενο ν’ ακούγεται ηχογραφημένο απο το μικρόφωνο και αναλαμβάνοντας το θέαμα ως μοναχικές, καθισμένες στο κέντρο της άδειας σκηνής φιγούρες, η πρώτη στο «Τότες που» (1974)» και η δεύτερη στο «Νανούρισμα». Η στρωτή μετάφραση του Νάσου Δετζώρτζη έρρεε, ακολουθώντας μια σπειρωειδή εξέλιξη στο πρώτο κείμενο, με τις αγονες και ταυτόχρονα ποιητικές εικόνες να συνδέονται σε μια αλυσίδα μνήμης, και στο δεύτερο κείμενο να κατεβαίνει την κατηφόρα προς τον ύπνο του θανάτου. Οι δύο ηθοποιοί, τόσο γενναίες στη σκηνική τους μοναξιά, κατάφερναν με τη βουβή τους εικόνα να συντονιστούν με τον λόγο μέσα από την αναπνοή τους, την ελαχιστοποιημένη κίνηση και την εσωτερική συναισθηματική συγκέντρωση. Το κενό στον μικρό σκηνικό χώρο του Άρτος γέμιζε και με τον λόγο, και με την εικόνα.
Και στις τρεις παραγωγές δεν υπήρχε ο horror vacui, o φόβος του κενού. Για διαφορετικούς λόγους.