«Μια ιστορία αγάπης» του Αλεξίς Μισαλίκ σε σκηνοθεσία Ελένης Αναστασίου.

Δυσκολεύομαι να φανταστώ, κυρίως λόγω πλήξης, ότι ο νους του ανθρώπου έχει σκαρφιστεί πιο κοινότοπο αλλά και συνάμα πιο γλαφυρό τίτλο από αυτόν: «Μια ιστορία αγάπης». Είναι τόσο αυτοπεριγραφικός, μέσα σε τρεις μόνο λέξεις, που σχεδόν μπορείς να υποψιαστείς προκαταβολικά ότι βασίζεται στη γνωστή συνταγή του αθάνατου τραγουδιού του Σπύρου Σκορδίλη: «Ό,τι αρχίζει ωραίο τελειώνει με πόνο». Αμέτρητες ανθρώπινες ιστορίες που έγιναν βιβλία, ποιήματα, τραγούδια, θεατρικά έργα, ταινίες, πίνακες και γλυπτά θα μπορούσαν να έχουν αυτόν τον τίτλο και ακόμη περισσότερες θα το είχαν για υπότιτλο. 

Έτσι πρόχειρα, το μυαλό μου πάει στο πολυτραγουδισμένο μπολερό του Κάρλος Ελέτα Αλμαράν «Historia de un Amor», που ερμήνευσαν από την Δαλιδά, την Σεζάρια Εβόρα και τον Χούλιο Ιγκλέσιας, μέχρι τη Μούσχουρη και τον Νταλάρα. Πόσοι δεν έκλαψαν τη δεκαετία του ’70 με τo δακρύβρεχτo μπεστ σέλερ του Έρικ Σεγκάλ «Love Story», που έγινε και μια από τις εμπορικότερες ρομαντικές ταινίες όλων των εποχών; Ακόμη και ο Βασίλης Βασιλικός τιτλοφόρησε έτσι μια από τις πρώτες του νουβέλες, αρκούντως τολμηρή για την εποχή της, που βρίθει από ερωτικές περιγραφές. 

Προφανώς, ο Αλέξις Μισαλίκ (ή Μίχαλικ), ο πολωνοβρετανικής καταγωγής Γάλλος συγγραφέας, ηθοποιός και σκηνοθέτης επέλεξε συνειδητά τον πολυφορεμένο αυτόν τίτλο, επιχειρώντας να «πρωτοτυπήσει» χωρίς να αλλάξει την προαναφερθείσα συνταγή, αλλά ανακατεύοντας την τράπουλα εσωτερικά και «πειράζοντας» κάποιες επιμέρους παραμέτρους. Βασικότερη εκ των οποίων, φυσικά, είναι ότι το ζευγάρι των «πικραμένων καρδιών» που ξεκινάνε με «όνειρα χίλια» και στο τέλος «κλαίνε τη συμφορά τους, τη χαμένη αγάπη, την πρώτη χαρά τους», που λέει και το τραγούδι, είναι ομόφυλο. 

Αν, πάντως, ο συγγραφέας ήξερε ελληνικά και άκουγε κάπου τους αθάνατους στίχους της Λένας Νταϊνά, θα μάθαινε ότι «είναι κακό στην άμμο να χτίζεις παλάτια». Ίσως όμως εκεί ακριβώς να έγκειται η ουσία του τολμήματός του, δηλαδή σε μια πειραματικών προθέσεων αντιπαραβολή τετριμμένων δραματουργικών εργαλείων με αποκλίνουσες μεταβλητές. Σαν μια υπενθύμιση, δηλαδή, του πόσο απλή αλλά και πόσο πολύπλοκη είναι η ίδια η ζωή.

Η απλότητα αντικατοπτρίζεται στη γλώσσα, στη ρηχότητα των διαλόγων, στη δομή των χαρακτήρων και των αλληλεπιδράσεών τους, στην αφηγηματική εξέλιξη, στις σχεδόν προαναγγελθείσες ανατροπές, στη μάλλον εκβιαστική λειτουργία της μελοδραματικής μηχανικής. Η δε πολυπλοκότητα αποτυπώνεται στις προκλήσεις που η ίδια η ζωή μάς θέτει και την ανακολουθία των ανθρώπινων συμπεριφορών. Η κεντρική ιδέα του Μισαλίκ λειτούργησε με το γαλλικό κοινό και του χάρισε ένα Βραβείο Μολιέρου Σκηνοθεσίας και υποψηφιότητες καλύτερης παράστασης και καλύτερου έργου, στην πρώτη παραγωγή το 2020, που ο ίδιος έπαιζε κιόλας τον ρόλο του Γουίλιαμ. Λειτούργησε τόσο, ώστε ο ίδιος το γύρισε λίγο αργότερα και ταινία- μάλιστα με το ίδιο καστ. 

Είναι στιγμές που οι χαρακτήρες μοιάζουν αψυχολόγητοι και ανακόλουθοι κι αυτό ο συγγραφέας το χρησιμοποιεί ως εργαλείο για να τους κάνει να μοιάζουν ακόμη πιο «ανθρώπινοι». Από την άλλη, κάποιες αλλοπρόσαλλες συμπεριφορές επιτρέπουν αυτή την τόσο χαρακτηριστική τραμπάλα τόνων και συναισθημάτων, τη γλυκερή εναλλαγή μεταξύ γέλιου και κλάματος, κυνικότητας και αισθαντικότητας. Είναι και στιγμές, βέβαια, που οι χαρακτήρες μοιάζουν βγαλμένοι από την παλέτα τηλενουβέλας: ο τσακισμένος και αλκοολικός συγγραφέας που βλέπει το φάντασμα της γυναίκας του, η ερωμένη που ξαναγίνεται στρέιτ και επιστρέφει στη συμβατική ζωή, η υπερβολικά ώριμη και έξυπνη για την ηλικία της 12χρονη που περνάει την ώρα της διαβάζοντας Μαρξ και Καντ κ.ο.κ. 

Δεν θεωρώ ότι ο συγγραφέας επιχειρεί να κάνει κάποιο αιχμηρό κοινωνικό σχόλιο γύρω από καυτά σύγχρονα θέματα, όπως λ.χ. το ζήτημα της γονεϊκότητας των ομόφυλων ζευγαριών. Όλα αυτά είναι εναλλακτικά ερεθίσματα που αξιοποιεί στην πλοκή, όπως επίσης η αλλαγή της «ιεραρχίας» των χαρακτήρων στο δεύτερο μέρος, όπου οι δευτερεύοντες έσονται πρώτοι. Είναι ένα συνεχές ανασάλεμα, με στόχο τη συγκίνηση. Η αγάπη -όχι μόνο η ερωτική- είναι η θεματική που διαπερνά το έργο, για να οδηγηθεί σε ένα πεδίο ζητημάτων που αφορούν το καθήκον, την αποδοχή, την εξιλέωση. 

Νομίζω ότι η η Ελένη Αναστασίου και οι συνεργάτες της διάβασαν πολύ σωστά το έργο και τις προθέσεις του, τηρώντας την ενδεδειγμένη δοσολογία μελοδραματικών τόνων. Το μινιμαλιστικό, γεωμετρικό σκηνικό της Έλενας Τερέπεη και κάποιες σκηνικές επιλογές, όπως η είσοδος των ηθοποιών από τον εξωτερικό χώρο του κτηρίου, η συνεχής παρουσία τους στη σκηνή, η διάταξή τους στον χώρο κ.λπ. ακολουθούν τον συγγραφέα στο πειραματικό του παιχνίδι. Η ομάδα δεν απαρνείται την ελαφράδα του κειμένου. Αξιοποιεί το χιούμορ του, τη ζωντάνια του, την τραγικότητά του. Από τη μουσική, τα κοστούμια, την κινησιολογία, τον φωτιστικό σχεδιασμό, μέχρι φυσικά τις ερμηνείες το πλήρωμα συντονίστηκε σε μια αναδημιουργική, υπαινικτικά γλαφυρή μεταφορά του συγκινησιακού φορτίου. 

Από τη στιγμή που η στερεοτυπία λειτουργεί αποδομητικά, δεν είναι και τόσο σοβαρό πρόβλημα το ότι η πρόταση της Νέας Σκηνής του ΘΟΚ ανέδειξε τόσο έντονα την τυρβώδη σχηματικότητα χαρακτήρων και πράξεων. Χωρίς να εννοώ ότι οι χαρακτήρες βολόδερναν ψυχογραφικά ατεκμηρίωτοι, εξαϋλώνοντας το δραματικό ενδιαφέρον. Κάθε άλλο. 

Ελεύθερα, 14.4.2024