«Κάθε χρόνο τέτοια μέρα» του Μπέρναρντ Σλέιντ σε σκηνοθεσία Βαρνάβα Κυριαζή.

Τέτοιου είδους δυαδικές ρομαντικές κωμωδίες, ιδιαίτερα δημοφιλείς ώστε να έφτασαν να θεωρούνται κλασικές, δεν είναι αμέτρητες στο παγκόσμιο δραματολόγιο. Είναι επόμενο λοιπόν να μην τις βλέπουμε για πρώτη φορά σε κυπριακή σκηνή, αλλά δεδομένου ότι πέρασε ένα ικανό χρονικό διάστημα, να βλέπουμε με ενδιαφέρον πώς συνομιλούν με το κοινό σε μια συγκεκριμένη συγκυρία και κατά προέκταση πώς διατηρούν το σφρίγος τους μέσα στον χρόνο. 

Το «Κάθε χρόνο τέτοια μέρα» του Μπέρναρντ Σλέιντ γράφτηκε πριν από σχεδόν 50 χρόνια και στο ελληνόφωνο κοινό το είχαν συστήσει ο Αλέκος Αλεξανδράκης και η Νόνικα Γαληνέα, ενώ μια αρκετά ενδιαφέρουσα, πιο σύγχρονη εκδοχή του, αποτόλμησαν με επιτυχία –και για αρκετά χρόνια- ο Αλέξανδρος Σταύρου με τη Μαριάννα Τουμασάτου. Η υπόθεση στο αρχικό κείμενο διαδραματιζόταν την περίοδο 1951- 1975 περιγράφοντας σε έξι επεισόδια την εξωσυζυγική σχέση ενός ζευγαριού, που συναντιέται μια φορά τον χρόνο σε συγκεκριμένη μέρα.

Το 2012 η Μαριαλένα Κωτσάκη παρέδωσε στον Θοδωρή Αθερίδη το κείμενο μιας ελαφριάς προσαρμογής που μετέφερε το χρονικό πλαίσιο στην περίοδο 1987-2012, με τις απαραίτητες αναλογικές αλλαγές στο ιστορικό τοπίο. Το ίδιο κείμενο, υπό τον τίτλο «Θα σε δω ξανά του χρόνου», ανέβασε τη χρονιά εκείνη και το Θέατρο Διόνυσος με πρωταγωνιστές τον Χρήστο Λούλη και τη Χριστίνα Παυλίδου. 

Μια «λεπτομέρεια» εκείνης της παράστασης ήταν ότι τη σκηνοθεσία υπέγραφε ο πολύς Νίκος Χαραλάμπους, ενώ την εκδοχή του 2024 στο Θέατρο Ανεμώνα υπογράφει ο επίσης πολύς Βαρνάβας Κυριαζής. Ελπίζω να είναι σαφές πως λέγοντας «λεπτομέρεια» δεν προσπαθώ να υποτιμήσω τη συνεισφορά αυτών των δύο τοτέμ του κυπριακού θεάτρου. Ωστόσο, το έργο αυτό του Σλέιντ είναι ένα χαρακτηριστικό δείγμα αγγλόφωνου κειμενοκεντρικού θεάτρου, όπου ο συγγραφέας διαδραματίζει κυρίαρχο ρόλο και το μεγάλο στοίχημα για την παραγωγή είναι να βρει τους κατάλληλους ηθοποιούς που θα μπουν στα παπούτσια των απαιτητικών χαρακτήρων. Δύο ηθοποιούς εν προκειμένω που πέρα από τις αποδεδειγμένες στο «τερέν» ικανότητές τους θα έχουν μεταξύ τους και την απαραίτητη χημεία, άνεση και οικειότητα. Κι αυτό είναι κάτι που ένας σκηνοθέτης δύσκολα μπορεί να το «δημιουργήσει» στην πορεία. Είναι ενδεικτικό ότι οι Αλεξανδράκης- Γαληνέα και οι Σταύρου- Τουμασάτου ήταν ζευγάρι και στην πραγματική ζωή όταν ανέβασαν το έργο. Δεν εννοώ ότι αυτό είναι απαραίτητη προϋπόθεση, αλλά αντιλαμβάνεστε ότι υπάρχει ένα σημαντικό πλεονέκτημα που για να καλυφθεί χρειάζεται μια ανηφορική πορεία. 

Βρίσκοντας διέξοδο σε μια συνεύρεση περιστασιακή και ταυτόχρονα τακτική, αλλά απελευθερωμένη από περιττές προσδοκίες, ο Τζορτζ και η Ντόρις συνθέτουν το είδος εκείνο της δυαδικής σχέσης, όπου η δραματουργική συμμετρία δεν μοιάζει με ανταγωνιστικό παιχνίδι πινγκ πονγκ αλλά περισσότερο με ομαδικό σκουός. Ο πραγματικός τους «αντίπαλος» είναι ο τοίχος. Ένας τοίχος που όσες φορές κι αν εκσφενδονίσεις το μπαλάκι πάνω του δεν προκειται να υποχωρήσει.

Ο Γιώργος Αναγιωτός και η Μάρα Κωνσταντίνου καλούνται να αποτυπώσουν –ερμηνευτικά- την εξέλιξη των χαρακτήρων μέσα σ’ αυτή την 25ετία, όπου συναντιούνται αυστηρά μια φορά τον χρόνο –εμείς τους βλέπουμε σε άλμα πέντε χρόνων- και κάθε φορά που συναντιούνται αναπόφευκτα τα νέα τους είναι συνταρακτικά ως προς τη ζωή τους και στον κόσμο. Κι έχουν να κάνουν με τη γέννηση και τον θάνατο, τη χαρά και τη δυστυχία, τον πόλεμο και την ειρήνη, το πολιτικό και το προσωπικό (το οποίο είναι πάντα και πολιτικό). 

Το αφηγηματικό πρόσχημα της προγραμματισμένης απιστίας λειτουργεί άψογα χωρίς να επισκιάζει το κείμενο με περιττές ηθικολογίες, ενώ η δυαδική σχέση διευρύνεται νοητά μέσα από τα οικεία πρόσωπα που εισέρχονται στο κάδρο μέσω διηγήσεων ή μέσω τηλεφώνου. Η υπαρξιακή υπόσταση των χαρακτήρων καθορίζεται από τη συνύφανση των συναισθηματικών δεσμών, οι οποίοι απελευθερώνουν τη χρηστικότητα της δυαδικότητας στην εξέλιξη της δραματικής πλοκής. 

Το έργο χωρίς τα κωμικά του στοιχεία όχι απλώς δεν μπορεί να λειτουργήσει, αλλά αχρηστεύεται. Εκεί ίσως έγκειται η κύρια καθοδηγητική συνεισφορά του σκηνοθέτη, σε ένα κείμενο που κατά τ’ άλλα μοιάζει προορισμένο να «αυτοσκηνοθετείται». Οι δύο πρωταγωνιστές συντονίζονται και αλληλοϋποστηρίζονται σκηνικά για να τρέξουν ελεύθερα και οι κωμικοί χυμοί. Δεν πέφτουν στην παγίδα να λοξοκοιτάζουν προς την πλατεία και να «φλερτάρουν» με τον θεατή, είναι συγκεντρωμένοι στην αυτοκινούμενη αλλοφροσύνη της γλυκόπικρης ιλαρότητας. Είναι προφανές πάντως ότι η τριβή ενώπιον και του κοινού μόνο ευεργετικά μπορεί να λειτουργήσει, εφόσον ήδη από την πρεμιέρα πέτυχαν τους σωστούς τόνους και τις κατάλληλες συμμετρίες. 

Το χρονικό πλαίσιο 1987-2012  στο μυαλό μου είναι το τελευταίο –οριακά κιόλας- όπου μπορεί να λειτουργήσει ως προσαρμογή ένα έργο τόσο καλοφτιαγμένο, αλλά μάλλον βιντάζ, δεδομένου ότι στην εποχή των φορητών οθονών η συνθήκη της πρόσκαιρης δραπέτευσης από τον οικογενειακό ζυγό σε συγκεκριμένο πανδοχείο θα ήταν πολύ πιο δύσκολο να λειτουργήσει. Τα επόμενα χρόνια φαντάζομαι ότι θα απολαμβάνουμε μεν το έργο αυτό αλλά πλέον ως νοσταλγικό, ως κλασικό με την πραγματική έννοια της λέξης. Με τα χρόνια, εξάλλου, η μοιχεία μπορεί να γίνεται σταδιακά κάτι περισσότερο υποφερτό κοινωνικά και συναισθηματικά, αλλά ταυτόχρονα και πιο περίπλοκο και δύσκολο να το κρατήσεις κρυφό. Αλλά ας μην υποτιμούμε την ανθρώπινη εφευρετικότητα σε ό,τι αφορά τη διαχείριση της κινητήριας ορμής του έρωτα. 

Η σκηνική και ιδιαίτερα η ενδυματολογική πρόταση της Θέλμας Κασουλίδου είναι ιστορικά διαβασμένη και χρονολογικά άνετη, αλλά συμβάλλει και σε κάτι καθοριστικό: την πειστική αποτύπωση της ηλικιακής εξέλιξης των χαρακτήρων, δεδομένου ότι όσο καπάτσος και να είναι ο μακιγιέρ δεν υπάρχει το χρονικό περιθώριο σε κάθε αλλαγή σκηνής για εκτεταμένες εμφανισιακές παρεμβάσεις. Εκεί φαίνεται και η δεξιοτεχνία των ηθοποιών που καλούνται να κάνουν αυτό το συναρπαστικό ταξίδι ωρίμανσης των χαρακτήρων που υποδύονται σε fast-forward. Ταυτόχρονα, να αποτυπώσουν τις νευρώσεις, τις αμηχανίες, τις ανασφάλειες, τις ενοχές, αλλά και τις κυμαινόμενες ιδεολογικές και ψυχολογικές διαφορές τους, σε έναν ρευστό όσο και σκληρό κόσμο.

Ελεύθερα, 28.4.2024