Η συζήτηση περί προεδρικών εκλογών πολλές φορές τείνει να εκφεύγει του πλαισίου της πολιτικής ανάλυσης και να μετατρέπεται σε πολιτικό κουτσομπολιό. Σε αυτό προφανώς συνδράμει η φύση των εκλογών αυτών που εστιάζει πολύ περισσότερο στα άτομα παρά στις συλλογικότητες, αλλά και η ονοματολογία που πάει και έρχεται συνεχώς. Μια ονοματολογία που προφανώς τροφοδοτείται από διαφορετικές πηγές είτε για να προωθηθεί, είτε για να «καεί» μια υποψηφιότητα. Η πολιτική ανάλυση, όμως, πρέπει να προσπαθεί να υπερβαίνει το εφήμερο, να συνδέει το μεμονωμένο με το ολικό και να προσπαθεί να εντοπίζει τάσεις και δυναμικές βασισμένη σε στοιχεία και δεδομένα. Στο κείμενο που ακολουθεί θα προσπαθήσω λοιπόν να εντοπίσω μερικά από τα βασικά μέχρι σήμερα δεδομένα εντάσσοντας τα σε ένα πλαίσιο τάσεων και δυναμικών που αναπτύσσονται. Ας αρχίσουμε από την εικόνα που έχουμε αυτή τη στιγμή. 

 

>>Η εικόνα σήμερα: αβεβαιότητα και ρευστότητα

Η εικόνα μέχρι σήμερα δείχνει ότι έχουμε μπροστά μας ορισμένα κομμάτια του παζλ, αλλά όχι ολόκληρο το παζλ, παρόλο που διανύουμε την πιο μεγάλη σε διάρκεια προεκλογική εκστρατεία που έχει παρατηρηθεί σε προεδρικές εκλογές. Ειρήσθω εν παρόδω, το ερώτημα γιατί οι προεκλογικές εκστρατείες αποκτούν ολοένα και μεγαλύτερη διάρκεια είναι κάτι που επίσης πρέπει να απασχολήσει, αλλά εκπίπτει του ενδιαφέροντος του παρόντος άρθρου.  Το σκηνικό δεν έχει αποκρυσταλλωθεί ακόμα και φαίνεται ότι υπάρχει αρκετός δρόμος μέχρι να ξεκαθαρίσει. Ένα σκηνικό που παραμένει ευμετάβλητο και υποκείμενο σε αλλαγές. Ενδεικτικό, ότι κανένα κόμμα της αντιπολίτευσης δεν έχει ακόμα κατασταλάξει στις επιλογές του, ενώ μια σημαντική, όπως όλα δείχνουν αυτή τη στιγμή μεταβλητή, η απόφαση του Νίκου Χριστοδουλίδη δεν έχει ακόμα οριστικοποιηθεί. 

Σε αυτή την αβεβαιότητα και ρευστότητα συμβάλλει και το γεγονός ότι οι παράμετροι που συνθέτουν το σκηνικό είναι αριθμητικά αρκετές. Ενδεικτικά και μόνο σημειώνω: θέματα που άπτονται των πιθανών κομματικών συμμαχιών, ο ρόλος και η προσωπικότητα των υποψηφίων, οι δυνατότητες σύνθεσης εν μέσω αυξημένης πόλωσης, ο ρόλος που αναμένεται να διαδραματίσει το κυπριακό πρόβλημα σε σχέση με την ανάδειξη θεμάτων όπως η διαφθορά, η οικονομική και υγειονομική κρίση και το μεταναστευτικό, το διαφοροποιημένο επικοινωνιακό πεδίο με τον αυξημένο ρόλο του διαδικτύου και ειδικότερα των μέσων κοινωνικής δικτύωσης, κτλ. Από τα πιο πάνω συνάγεται ότι τα ερωτήματα φαίνεται να είναι πολλαπλάσια των απαντήσεων, τουλάχιστον προσώρας.

>>Οι παράμετροι του πλαισίου

Το πλαίσιο μέσα στο οποίο διεξάγεται η προεκλογική εκστρατεία, αλλά και ευρύτερα η πολιτική ζωή στην Κύπρο χαρακτηρίζεται από ορισμένες θεσμικές και άτυπες μεταβλητές που καθορίζουν την εξέλιξη τους. Αν και ο κάθε αναλυτής μπορεί να δώσει προτεραιότητα στη μια ή στην άλλη μεταβλητή ενόψει των επικείμενων προεδρικών εκλογών, καταγράφω τις τέσσερις σημαντικότερες, κατά την προσωπική μου κρίση.

*Πρώτη, και ενδεχομένως η πιο καθοριστική μεταβλητή του πολιτικού πλαισίου, είναι το γεγονός ότι το πολιτικό σύστημα της Κύπρου αποτελεί ένα από τα πιο ισχυρά προεδρικά συστήματα στον κόσμο και ίσως το ισχυρότερο στην ΕΕ. Μάλιστα, στη βιβλιογραφία, ο Πρόεδρος της Κυπριακής Δημοκρατίας έχει χαρακτηριστεί στο παρελθόν ως «εκλεγμένος μονάρχης», θέλοντας με αυτό τον χαρακτηρισμό να τονιστεί η ισχύς του προεδρικού συστήματος στη χώρα μας και ιδιαίτερα εν τη απουσία ελέγχων και εξισορροπήσεων (checks and balances) μετά την αποχώρηση των Τουρκοκυπρίων το 1964. Η ισχύς του θεσμού της προεδρίας μπορεί να έχει μετριαστεί με την πάροδο τον χρόνων, αφού η βουλή αλλά και τα πολιτικά κόμματα άρχισαν να αναλαμβάνουν ολοένα και περισσότερο ρυθμιστικό ρόλο, αλλά αυτό δεν έχει φτάσει στο σημείο να αναιρέσει τον κεντρικό και κυρίαρχο ρόλο του Προέδρου της Δημοκρατίας. Εξ’ αυτού προκύπτει και η τεράστια και πρωτεύουσα σημασία των εκάστοτε προεδρικών εκλογών στην Κύπρο έναντι οποιασδήποτε άλλης εκλογικής αναμέτρησης. 

*Δεύτερο και απόρροια του προαναφερθέντος, οι βασικοί πολιτικοί δρώντες της Κυπριακής Δημοκρατίας, δηλαδή τα πολιτικά κόμματα, γνωρίζουν ότι το ίδιο το σύστημα υπαγορεύει την ανάγκη πολιτικών συμμαχιών μεταξύ τους αφού κανένα πολιτικό κόμμα δεν μπορεί να πάρει από μόνο του το 50% συν ένα των ψήφων. Αυτή η κατανόηση έχει οδηγήσει σε μια πλειάδα πολιτικών συμμαχιών μέσα στα χρόνια και με διαφορετικούς «χρωματισμούς». Αυτή η ανάγκη ισχύει και σήμερα βέβαια και μάλιστα είναι ακόμα πιο έντονη. 

*Τρίτη παράμετρος του πλαισίου αποτελεί το γεγονός ότι οι παρούσες εκλογές, όπως και όλες οι πρόσφατες εκλογικές αναμετρήσεις πραγματοποιούνται σε ένα σκηνικό γενικής απαξίωσης των πολιτικών θεσμών και χαμηλής εμπιστοσύνης σε αυτούς. Ειδικά τα πολιτικά κόμματα βρίσκονται τα τελευταία χρόνια, και χωρίς εξαίρεση, σε βαρομετρικό χαμηλό! Το γεγονός ότι στην χώρα είχαμε κυβερνήσεις από όλους τους ιδεολογικούς χώρους στο παρελθόν είναι κάτι που συνδράμει την απαξίωση, όπως και το γεγονός ότι οι συνεργασίες, σε ορισμένες τουλάχιστον περιπτώσεις, φαίνονται περισσότερο ευκαιριακές και προσανατολισμένες στην κατάκτηση της εξουσίας ως αυτοσκοπό και λιγότερο σε αξιακές συνεργασίες για υλοποίηση πολιτικού προγράμματος

*Τέταρτο, τα τελευταία χρόνια παρατηρείται μια αυξανόμενη «ρευστοποίηση» του «παλιού» κομματικού συστήματος. Οι τρεις βασικοί και σταθεροί πόλοι του παραδοσιακού κομματικού συστήματος, εν πολλοίς ισοδύναμοι μεταξύ τους (αριστερά, κέντρο, δεξιά) δεν έχουν εξαφανιστεί, ούτε και πρόκειται, έχουν, όμως, υποστεί μια σημαντική φθορά (εκλογική και πολιτική), σε σημείο που δεν καθορίζουν τους όρους του παιχνιδιού, όπως έκαναν στο παρελθόν. Η μόνη βεβαιότητα πλέον είναι η αβεβαιότητα. Αυτή η μεγάλη αύξηση της ρευστότητας στο πολιτικό σκηνικό έχει ενταθεί περαιτέρω μετά τα αποτελέσματα των πρόσφατων βουλευτικών εκλογών με τη σημαντική μείωση των ποσοστών όλων των παραδοσιακών πολιτικών δυνάμεων της χώρας, ένα φαινόμενο που δεν ξεκίνησε προφανώς στις πρόσφατες βουλευτικές αλλά που εντείνεται με την πάροδο των χρόνων. Είχαμε, παράλληλα, μικρή αύξηση και σταθεροποίηση της αποχής σε πολύ υψηλά επίπεδα και σημαντική άνοδο της ψήφου διαμαρτυρίας. 

Όλα αυτά κάνουν τις όποιες προβλέψεις πολύ δύσκολες, όπως βέβαια και τις αποφάσεις των πολιτικών πρωταγωνιστών. Μπορούμε λοιπόν να διαπιστώνουμε τάσεις και δυναμικές στις οποίες και στρεφόμαστε τώρα, αλλά όχι.

 

Ξεκαθάρισε ο ΔΗΣΥ

Ως προς το πιο εξειδικευμένο σκηνικό της συγκυρίας, αυτό που παρατηρείται είναι μια σχετική ένταση και εσωστρέφεια στη δεξιά, και μια αμηχανία και δυστοκία στην αντιπολίτευση. Ο ΔΗΣΥ, θεωρητικά, έχει ολοκληρώσει τη διαδικασία επιλογής υποψηφίου. Όμως, είναι ένα κόμμα που πολύ δύσκολα θα βρει συνεργασίες α’ γύρου. Επιπλέον, ο υποψήφιος του κόμματος φαίνεται να έχει ένα πολύ συγκεκριμένο «ταβάνι» στο οποίο μπορεί να φτάσει εκλογικά. Αυτό φυσιολογικά οδηγεί σε κινητοποίηση με στόχο τη συγκέντρωση του μέγιστου μέρους από το (ήδη μειωμένο) ποσοστό του κόμματος στις πρόσφατες βουλευτικές. Όσο περισσότερο το προσεγγίζει τόσο περισσότερο αυξάνονται οι πιθανότητες περάσματος στον β’ γύρο. Η ανάγκη αυτή φυσιολογικά αντικατοπτρίζεται και στην στρατηγική πολιτικής επικοινωνίας του ΔΗΣΥ και του Α. Νεοφύτου που, προς το παρόν, είναι εσωστρεφής: χρήση συνθημάτων για ενότητα του κόμματος και επικοινωνίας του μηνύματος ότι υπάρχει σοβαρή πιθανότητα νίκης με την προϋπόθεση ότι το κόμμα δεν θα διασπαστεί (μεταφέροντας έτσι το βάρος στον Ν. Χριστοδουλίδη με όρους «δούρειου ίππου»).