Μια ζωή ταγμένη στο θέατρο και την τέχνη εξ απαλών ονύχων. Ξεκίνησε με καραγκιόζη και συνέχισε με ζωγραφικά έργα, σκηνικά και κοστούμια. Ακολούθησαν πετυχημένες θητείες στον ΘΟΚ αλλά και στο τιμόνι των «Κυπρίων». Ο γνωστός θεατράνθρωπος ξετυλίγει μνήμες και εικόνες από την Αμμόχωστο, αλλά και από πλούσιες θεατρικές εμπειρίες. 
 
Η ΠΡΩΤΗ ΘΕΑΤΡΙΚΗ ΠΑΡΑΣΤΑΣΗ ΠΟΥ ΕΙΔΑ ΣΤΑ 13 ΜΟΥ ήταν το «Αγάπη μου Ουά Ουά», που ήρθε από την Ελλάδα στο θέατρο Ηραίον στην Αμμόχωστο, με την Κάκια Αναλυτή και τον Ρηγόπουλο, αρχές του ’60. Βέβαια είχα δει και πριν παραστάσεις, αυτές που ανεβάζαμε στο Ελληνικό Γυμνάσιο Αρρένων Αμμοχώστου. Είχε μια παράδοση το σχολείο αυτό, ανέβαζε σπουδαίες παραστάσεις, πολύ προχωρημένες -αισθητικά, σκηνοθετικά και υποκριτικά- με τον Παναγιώτη Σέργη. Δεν θα ξεχάσω τη μνημειώδη παράσταση «Οιδίποδας Τύραννος» που έκανε ο Σέργης το 1962 στο αρχαίο θέατρο της Σαλαμίνας, με πρωταγωνιστή τον Δημήτρη Ποταμίτη και σκηνογράφο τον Γιώργο Μπισκίνη. Ήταν η πρώτη παράσταση μετά την αναστήλωση του θεάτρου. 
Η ΜΗΤΕΡΑ ΜΟΥ ΗΤΑΝ ΔΑΣΚΑΛΑ ΚΑΙ ΔΙΕΥΘΥΝΤΡΙΑ του Δημοτικού Παιδοκομικού Σταθμού Αμμοχώστου, και ο πατέρας μου εμπορευόμενος. Και οι δύο αγαπούσαν ιδιαίτερα τις τέχνες. Μας ενθάρρυναν κι εμένα και τα αδέρφια μου να ασχοληθούμε με αυτές και έτσι έγινε. 
Η ΑΜΜΟΧΩΣΤΟΣ ΗΤΑΝ ΜΙΑ ΜΙΚΡΗ ΠΟΛΗ αλλά είχε μεγάλη δράση σε όλους τους τομείς, ιδιαίτερα στα γράμματα και τις τέχνες. Στα Γυμνάσια είχαμε σπουδαίους δασκάλους: Τον Χριστόφορο Μηλιώνη, τον Θεοδόση Νικολάου, τον Κυριάκο Πλησή, τον Γιάννη Αναγνωστόπουλο -προσωπικό φίλο και κουμπάρο του Άγγελου Σικελιανού- τον Κυριάκο Χατζηιωάννου, τον Παναγιώτη Σέργη, τον Γιάγκο Μιχαηλίδη, τον Τηλέμαχο Κάνθο παλαιότερα, τον Γιώργο Μπισκίνη, τη Δώρα Ορφανού Φαρμακά. Όλοι αυτοί οι άνθρωποι δεν ήταν απλώς δάσκαλοι που έμπαιναν σε μια τάξη και μετά έφευγαν. Τα απογεύματα και στον ελεύθερο τους χρόνο ασχολούνταν με τους μαθητές. Είχαμε κι άλλους λαμπρούς ανθρώπους όπως ο Γιώργος Σκοτεινός, ο Γιώργος Κομήτης, ο Γεώργιος Πολ. Γεωργίου, ο Ευάγγελος Λουίζος. Επίσης ο Γεώργιος Φιλίππου Πιερίδης, βιβλιοθηκάριος της Αμμοχώστου και υπεύθυνος της Δημοτικής Πινακοθήκης Αμμοχώστου, η οποία διέθετε μια σπουδαία συλλογή με έργα τέχνης. 
ΠΙΣΤΕΥΩ ΠΟΛΥ ΣΤΗΝ ΠΑΙΔΕΙΑ. Κάποιοι σήμερα συγχύζουν την παιδεία με την εκπαίδευση. Στο Βαρώσι υπήρχε παιδεία και από το σπίτι, το σχολείο και τον περιβάλλοντα χώρο. Όταν πήγα για σπουδές στην Πράγα στα 17 μου, είχα εφόδια από το σχολείο. Σήμερα στα σχολεία επιμένουν τόσο πολύ στο γνωστικό κομμάτι και μένουν πίσω σε τόσα άλλα, όπως η κριτική σκέψη. Θυμάμαι που ο Κυριάκος Πλησής μάς έκανε Αρχαία Ελληνικά και μας έλεγε «ελάτε με τις μεταφράσεις» (που ήταν απαγορευμένες τότε) «να συζητήσουμε τη φιλοσοφία του Πλάτωνα και του Σωκράτη, να δούμε τι ήθελε να πει ο Όμηρος». Πηγαίναμε και τα απογεύματα σχολείο για δραστηριότητες με τους καθηγητές μας. Η Δώρα Ορφανού Φαρμακά μάς έφερνε μέχρι και μοντέλο για να σχεδιάζουμε. Αυτή με έμαθε να σχεδιάζω με κάρβουνο. Τώρα, μέσα στον καταναλωτισμό και τη βιασύνη μας να κάνουμε πολλά πράγματα, χάνουμε την ουσία. Η ουσία της παιδείας δεν είναι να μάθεις πολλά πράγματα αλλά να μάθεις να σκέφτεσαι και να ερευνάς. Αυτά μας λείπουν τώρα.
Η ΘΑΛΑΣΣΑ ΗΤΑΝ ΑΝΑΠΟΣΠΑΣΤΟ ΚΟΜΜΑΤΙ ΤΗΣ ΖΩΗΣ ΜΑΣ χειμώνα-καλοκαίρι. Θυμάμαι που φεύγαμε σκαστοί από το σχολείο για να ενοικιάσουμε βάρκα και να πάμε βόλτα. Είχα πολύ ευτυχισμένα παιδικά χρόνια. Τα παιχνίδια μας τα φτιάχναμε μόνοι μας με ξύλα, σπόντες, ένα σουγιά, καλάμια. Φτιάχναμε τα πάντα, από ξίφη και άλλα όπλα ώς αντίσκηνα. Από ένα σημείο και μετά αρχίσαμε με τον αδερφό μου να σχεδιάζουμε και να φτιάχνουμε φιγούρες Καραγκιόζη. Στο υπόγειο του σπιτιού μας στην οδό Μενελάου, στήσαμε έναν μεγάλο μπερντέ και κάναμε παραστάσεις Καραγκιόζη για τα γειτονόπουλα. Για φωτισμό χρησιμοποιούσαμε κεριά. Έτσι, για είσοδο στην παράσταση ζητούσαμε από τα παιδιά της γειτονιάς κεριά ή σπίρτα. Αυτή ήταν και η πρώτη μου επαφή με το θέατρο, και αυτή η μνήμη με ακολουθεί μέχρι σήμερα. Στο Δημοτικό ήμουν ατίθασο παιδί. Οι δάσκαλοί μου με έψαχναν την ώρα του μαθήματος, λέγανε «πού είναι ο Άντης;» Συνήθως ήμουν σε άλλες τάξεις όπου έκαναν σχέδιο και ζωγραφική. 
ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΜΜΟΧΩΣΤΟ ΤΩΝ ΠΑΙΔΙΚΩΝ ΜΟΥ ΧΡΟΝΩΝ ΝΟΣΤΑΛΓΩ την ανεμελιά, την ασφάλεια που νιώθαμε. Τα παιδιά κυκλοφορούσαμε μόνοι μας στις γειτονιές. Ήταν η περίοδος της Αγγλοκρατίας. Το 1955-59 ήταν μια ιδιαίτερη περίοδος. Ένας αγώνας τον οποίο αποκαλούν Απελευθερωτικό, όμως στην πραγματικότητα ήταν Ενωτικός. Από το 1960 και μέχρι το 1963 όλα ήταν πολύ ωραία γιατί υπήρχε ο ενθουσιασμός της Ανεξαρτησίας, στην οποία δυστυχώς δεν πιστέψαμε. 
Ο ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ ΜΟΥ Ο ΓΙΩΡΓΟΣ ΜΠΙΣΚΙΝΗΣ έπαιξε καθοριστικό ρόλο στο να ακολουθήσω τον δρόμο της σκηνογραφίας. Αυτός ήταν ο δάσκαλος και ο μέντοράς μου, αυτός μου έβαλε την ιδέα να γίνω σκηνογράφος. Ήταν και ο ίδιος σκηνογράφος, γιος του σπουδαίου μνημειακού ζωγράφου Δημήτρη Μπισκίνη. Μέχρι σήμερα, το τεχνικό σχέδιο που ξέρω και που δίδαξα είναι ό,τι μου έμαθε ο Μπισκίνης. Όταν ήμουν μαθητής και με έβλεπε να σχεδιάζω, μου έλεγε «εσύ σκηνογράφος πρέπει να γίνεις». Το 1962 ήμουν βοηθός του Μπισκίνη για το σκηνικό στην παράσταση του «Οιδίποδα», στο αρχαίο Θέατρο της Σαλαμίνας, με τον Δημήτρη Ποταμίτη. Εκεί, μετά το χειροκρότημα, αποφάσισα ότι δεν μπορώ να κάνω οτιδήποτε άλλο από θέατρο. Η όλη διαδικασία, οι πρόβες, τα ξενύχτια στο αρχαίο θέατρο της Σαλαμίνας, το να σκαρφαλώνω πάνω στις σκαλωσιές για να ζωγραφίσω κάποια πράγματα με είχαν μαγέψει. Αργότερα, που ο Μπισκίνης έφυγε, μας ανέλαβε η κυρία Καντούνα στο σχέδιο. Τότε έκανα και την πρώτη μου σκηνογραφία στην Έκτη Γυμνασίου, για την παράσταση «Οι νεκρικοί διάλογοι του Λουκιανού». Έπαιζε και ο Χρίστος Ζάνος σ’ αυτή την παράσταση, με τον οποίο έχω μια μεγάλη φιλία και συνεργασία που ξεκίνησε από τα μαθητικά μου χρόνια. 
EIXA THN TYXH NA ΣΠΟΥΔΑΣΩ ΣΤΗΝ ΠΡΑΓΑ, ΜΙΑ ΥΠΕΡΟΧΗ ΠΟΛΗ στην οποία λειτούργησε η πρώτη πανεπιστημιακή σχολή σκηνογραφίας στον κόσμο. Ο πατέρας μου, πολύ προχωρημένος για την εποχή εκείνη, μου πρότεινε να γίνω γραφίστας. Θεωρούσε ότι είναι το επάγγελμα του μέλλοντος. Όταν όμως έφτασα στην Πράγα το 1964, πήγα στο πανεπιστήμιο και τους είπα ότι έγινε λάθος: «Γράφει graphic design στην αίτησή μου, αλλά εγώ θέλω να κάνω stage design». Στο πανεπιστήμιο είχα καθηγητή τον παγκοσμίου φήμης σκηνογράφο František Tröster. Εκεί άνοιξαν οι ορίζοντές μου και ο τρόπος σκέψης μου. 
ΕΧΩ ΛΑΒΕΙ ΜΕΡΟΣ ΣΕ ΕΚΘΕΣΕΙΣ ΤΕΧΝΗΣ ΣΕ ΛΕΥΚΩΣΙΑ, ΛΕΜΕΣΟ, Πειραιά, Μασσαλία, Πράγα, Κάιρο. Έργα μου, ζωγραφικά και τρισδιάστατα, υπάρχουν και στην Κρατική Πινακοθήκη. Η πρώτη μου έκθεση έγινε όταν ήμουν στην έκτη τάξη Γυμνασίου, σε ένα κατάστημα στη Φραγκλίνου Ρούσβελτ, και τα πρώτα μου έργα ήταν κυρίως λάδια. Μάλιστα είχε έρθει και ο Γεώργιος Πολ. Γεωργίου, έναν τεράστιο πίνακα του οποίου θυμάμαι που είχε στο γραφείο του στη Δημοτική Πινακοθήκη ο Γεώργιος Φιλίππου Πιερίδης. Πήγαινα συχνά εκεί και δανειζόμουν βιβλία για τον Σεζάν, τον Γκογκέν, τον Πικάσο κ.ά.  Ο Πιερίδης μια μέρα με ρώτησε: «Κύριε Παρτζίλη, αυτός ο πίνακας πίσω από το γραφείο μου πώς σας φαίνεται;» Ήμουν 14 χρονών τότε και του είπα «δεν νομίζω ότι μου αρέσει και πολύ». Τότε εκείνος μου είπε να καθήσω και μου έκανε μια ανάλυση του έργου. Έκτοτε άρχισα να εκτιμώ τη δουλειά του Γεωργίου.
Η ΠΡΩΤΗ ΜΟΥ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΚΗ ΣΚΗΝΟΓΡΑΦΙΚΗ ΔΟΥΛΕΙΑ ΗΤΑΝ ΤΟ 1971 ενόσω ήμουν στον στρατό, στο έργο ο «Θείος Βάνιας» του Τσέχωφ με σκηνοθέτη τον Βλαδίμηρο Καυκαρίδη. Έμελλε να είναι και η τελευταία θεατρική παραγωγή που ανέβαινε στο θεατράκι του ΡΙΚ. Το 1972, που απολύθηκα από τον στρατό, διορίστηκα καθηγητής Τέχνης και Τεχνικού Σχεδίου στο Ελληνικό Γυμνάσιο Αμμοχώστου. 
 
Η ΤΟΥΡΚΙΚΗ ΕΙΣΒΟΛΗ ΜΕ ΒΡΗΚΕ ΣΤΗΝ ΑΘΗΝΑ. Είχα παντρευτεί την Άννα και τον Ιούλιο του 1974 πήγαμε στην Αθήνα για δυο βδομάδες, οι οποίες τελικά έγιναν δυο χρόνια. Εκεί γεννήθηκε και η κόρη μας Μαρίζα. Το 1976 γύρισα στην Κύπρο και ασχολήθηκα ξανά με το θέατρο, αλλά συνέχισα και ως εκπαιδευτικός. Παραιτήθηκα το 1979 γιατί διαφωνούσα με τον τρόπο που λειτουργούσαν τα σχολεία. Η προσέγγιση στο μάθημα της τέχνης δεν ήταν καθόλου δημιουργική, διαφωνούσα και με τη βαθμολογία στις μικρές τάξεις επειδή πίστευα πως τα κίνητρα θα έπρεπε να ήταν άλλα: Να αναπτύξουμε την αισθητική αντίληψη των μαθητών και όχι τις δεξιότητες μόνο. Το 1988 λόγω δυσκολιών επέστρεψα ξανά στην εκπαίδευση. Όταν στα τέλη του 1988 αφυπηρέτησε ο Εύης Γραβιηλίδης, διορίστηκα διευθυντής του ΘΟΚ και έτσι παραιτήθηκα ξανά από την εκπαίδευση. Έκτοτε ασχολήθηκα αποκλειστικά με το θέατρο, τη σκηνογραφία και τον πολιτισμό γενικά.
 
ΩΣ ΔΙΕΥΘΥΝΤΗΣ ΤΟΥ ΘΟΚ ουδέποτε εξυπηρέτησα κομματικά συμφέροντα. Υπηρέτησα σε διάφορες περιόδους ως διευθυντής του ΘΟΚ, συνολικά 13 χρόνια. Επί δικής μου θητείας θεσμοθετήσαμε τους Αγώνες Σχολικού και Ερασιτεχνικού Θεάτρου, αποφασίστηκε η ίδρυση του Θεατρικού Μουσείου, υπογράφτηκε συμφωνία συνεργασίας με το Εθνικό Θέατρο, ιδρύθηκε η Πειραματική Σκηνή, έγιναν παραγωγές χοροθεάτρου, προχωρήσαμε σε διεθνείς συνεργασίες με θέατρα και οργανισμούς του εξωτερικού, λήφθηκαν οι αποφάσεις και έγινε ο αρχιτεκτονικός διαγωνισμός για το νέο κτήριο του ΘΟΚ και η χωροθέτησή του, εντάχθηκε ο ΘΟΚ στην οικογένεια της Συνόδου των Θεάτρων της Ευρώπης και πολλά άλλα. Πάνω από όλα όμως κάναμε παραστάσεις που έχουν μείνει!
ΔΕΝ ΘΑ ΞΕΧΑΣΩ ΤΗ ΣΥΜΠΑΡΑΓΩΓΗ ΤΟΥ ΘΟΚ ΜΕ ΤΟ ΜΕΓΑΡΟ ΜΟΥΣΙΚΗΣ ΑΘΗΝΩΝ με την «Ελένη» του Ευριπίδη, που σκηνοθέτησε ο Νίκος Χαραλάμπους. Άλλες εμβληματικές παραστάσεις ήταν «Οι Βάτραχοι» του Αριστοφάνη στην Επίδαυρο και τους Δελφούς, αλλά και οι «Φοίνισσες» του Ευριπίδη το 2002, που είχαν μεγάλη αποδοχή και πέραν της Κύπρου. 
ΟΙ ΧΑΡΕΣ ΣΤΟ ΘΕΑΤΡΟ ΕΙΝΑΙ ΑΠΙΣΤΕΥΤΑ ΠΟΛΛΕΣ, όχι μόνο σε προσωπικό επίπεδο. Είναι μεγάλη ευτυχία να νιώθεις ότι με το κυπριακό δυναμικό καταφέρνεις να κάνεις παραστάσεις που παρουσιάζονται στο εξωτερικό και κερδίζουν διθυραμβικά σχόλια.
Η ΕΠΙΔΑΥΡΟΣ ΕΙΝΑΙ ΜΙΑ ΜΕΓΑΛΗ ΑΓΑΠΗ. Η πρώτη παράστασή μου εκεί ως σκηνογράφος ήταν με το έργο «Επτά επί Θήβας» του Αισχύλου, σε σκηνοθεσία Βαρνάβα Κυριαζή. Από τις δουλειές μου ξεχωρίζω επίσης τις «Φοίνισσες» του Ευριπίδη σε σκηνοθεσία Νίκου Χαραλάμπους, η οποία περιλήφθηκε από την Guardian του Λονδίνου στις 16 πιο εντυπωσιακές σκηνογραφίες που έγιναν παγκοσμίως μεταξύ 1990 και 2005. 
ΛΑΤΡΕΥΩ ΤΟ ΑΡΧΑΙΟ ΔΡΑΜΑ και οι δουλειές μου για έργα των αρχαίων τραγικών μού προκύπτουν σχετικά αβίαστα. Στην «Αχιλληίδα» του Αισχύλου, που παρουσιάστηκε στην Επίδαυρο, δημιούργησα έναν εντυπωσιακό τεράστιο Δούρειο Ίππο από σίδερο, που θεωρώ μια σημαντική δουλειά. Το αρχαίο δράμα πιστεύω πως είναι αξεπέραστο, είναι μια διαχρονική άφθαρτη αξία. 
ΣΤΟΝ ΘΟΚ ΠΙΣΤΕΥΩ ΟΤΙ ΤΟ ΚΥΠΡΙΑΚΟ ΔΥΝΑΜΙΚΟ ΑΠΟ ΤΟ 2013 ΚΑΙ ΓΙΑ ΑΡΚΕΤΟ ΔΙΑΣΤΗΜΑ ΠΑΡΑΜΕΡΙΣΤΗΚΕ φέρνοντας ανθρώπους από το εξωτερικό, οι οποίοι δεν είχαν όλοι κάτι καινούργιο ή σημαντικό να προτείνουν. Κάποια στιγμή η Κεντρική Σκηνή του ΘΟΚ ήταν σχεδόν δοσμένη σε αυτά τα άτομα, ενώ παραγνωρίζονταν σημαντικοί άνθρωποι του θεάτρου που ζουν στην Κύπρο. Είναι δυνατόν π.χ. η κυρία Μπεμπεδέλη να μην έχει κληθεί στο κρατικό θέατρο για έναν πρωταγωνιστικό ρόλο; Άποψή μου είναι ότι στο ρεπερτόριο θα έπρεπε να ενταχθεί έργο ειδικά για την κυρία Μπεμπεδέλη.
ΤΑ ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΧΡΟΝΙΑ ΕΙΧΑΜΕ ΜΙΑ ΠΛΗΘΩΡΑ ΘΕΑΤΡΙΚΩΝ ΠΑΡΑΓΩΓΩΝ από το ελεύθερο θέατρο. Νέα παιδιά, με ελάχιστα μέσα αλλά με πολλή αγάπη, πάθος και όραμα, οργανώθηκαν σε μικρές ομάδες οι οποίες μας έχουν ενίοτε καταπλήξει με τα εξαιρετικά αποτελέσματά τους. 
ΤΟ ΦΕΣΤΙΒΑΛ ΤΩΝ «ΚΥΠΡΙΩΝ» ΘΑ ΓΙΝΕΙ ΑΡΧΕΣ ΤΟΥ ΣΕΠΤΕΜΒΡΗ με 15 παραγωγές και 41 παραστάσεις, με επιλογές από ασφαλείς χώρες, με βάση τα επιδημιολογικά δεδομένα του σήμερα. Δυστυχώς, μερικές πολύ σπουδαίες παραστάσεις από Ολλανδία, Αμερική και Ισπανία θα τις αφήσουμε για το μέλλον. Φέτος θα έχουν διεθνή μεν χαρακτήρα τα «Κύπρια», αλλά με μια κυπροκεντρική διάθεση, σε μια προσπάθεια να στηρίξουμε τους καλλιτέχνες μας. Εύχομαι σύντομα να έχουμε και την επικύρωση από το υπουργείο για να προχωρήσουμε στην υλοποίησή του.
Η ΕΠΑΦΗ ΜΟΥ ΜΕ ΤΟΥΡΚΟΚΥΠΡΙΟΥΣ ΑΝΘΡΩΠΟΥΣ ΤΟΥ ΘΕΑΤΡΟΥ ξεκίνησε από το 1988.  Τότε που φιλοξενήθηκε το Τουρκοκυπριακό Δημοτικό Θέατρο Λευκωσίας στο Σατιρικό, με την «Ειρήνη» του Αριστοφάνη σε σκηνοθεσία του Γιασάρ Ερσόι και πρωταγωνιστή τον Οσμάν Αλκάς. Πριν ανοίξουν τα οδοφράγματα, μέσω κάποιων πρεσβειών πηγαίναμε και βλέπαμε παραστάσεις απ’ εκεί. Αργότερα, το 2005, ίδρυσα το Κυπριακό Κέντρο Σκηνογράφων Αρχιτεκτόνων και Τεχνικών Θεάτρου, στο οποίο δώσαμε δικοινοτικό χαρακτήρα, γιατί η οικογένεια του θεάτρου είναι μία. 
ΠΙΣΤΕΥΩ ΣΤΗΝ ΕΠΑΝΕΝΩΣΗ ΤΗΣ ΚΥΠΡΟΥ σε συνθήκες ισότητας, αλληλοσεβασμού και αναγνώρισης των δικαιωμάτων όλων, κάτω από μια Δικοινοτική Διζωνική Ομοσπονδία. Ξέρω ότι μπορεί να είναι κόκκινο πανί για κάποιους, αλλά έτσι αισθάνομαι.
ΚΑΠΟΙΟΙ ΚΑΤΗΓΟΡΟΥΝ ΤΟΥΣ UNITE CYPRUS NOW ότι εξισώνουν το κατοχικό καθεστώς με τη νόμιμη Κυβέρνηση της Κυπριακής Δημοκρατίας, κάτι που δεν συμμερίζομαι. Το να σέβεσαι τον συμπατριώτη σου που ανήκει στην άλλη κοινότητα και να του αναγνωρίζεις ότι έχει και αυτός δικαιώματα σ’ αυτόν τον τόπο δεν σημαίνει ότι αναγνωρίζεις ένα καθεστώς που δεν αναγνωρίζεται από κανέναν. Προσωπικά δεν θεωρώ ότι είμαι μειοδότης επειδή πιστεύω στην επανένωση και στη συμβίωση όλων των κοινοτήτων της Κύπρου σε μια ΔΔΟ.
Σ’ ΑΥΤΟΥΣ ΠΟΥ ΑΠΟΡΡΙΠΤΟΥΝ ΤΗ ΔΙΚΟΙΝΟΤΙΚΗ ΔΙΖΩΝΙΚΗ ΟΜΟΣΠΟΝΔΙΑ απαντώ πως είναι δύσκολο να πάμε πίσω. Το Σύνταγμα του 1960 υποσκάφθηκε και από εμάς. Κάποιοι λένε να πάμε πίσω σ’ αυτό το Σύνταγμα. Αυτό δυστυχώς δεν μπορεί να γίνει, επειδή μεσολάβησε το 1963, το 1967, έγινε το 1974, γεγονότα που άλλαξαν τις παραμέτρους μέσα στις οποίες μπορεί να λυθεί το Κυπριακό.
 
ΘΕΛΩ ΝΑ ΠΑΡΑΜΕΝΩ ΑΙΣΙΟΔΟΞΟΣ ΓΙΑ ΤΟ ΜΕΛΛΟΝ ΤΗΣ ΚΥΠΡΟΥ, παρόλο που τα πράγματα δεν είναι τόσο καλά όσο ήταν πριν μερικά χρόνια. Κάπου αισθάνομαι ότι δεν πολιτευόμαστε με όραμα, ούτε δημιουργικά. Πολιτευόμαστε με βάση το τώρα, αγνοούμε το πριν και δεν οραματιζόμαστε το μέλλον. 

[email protected]

 
Φιλελεύθερα, 28.6.2020.