Ο Αντώνης Χατζηαντώνης παίζει κιθάρα και τραγουδάει ρεμπέτικα. Και για ένα βράδυ έρχεται στην Κύπρο για να μας «αφηγηθεί» με τον ιδιαίτερο «τσιμπητό» τρόπο παιξίματος της κιθάρας του, ιστορίες μέσα από τραγούδια της ξενιτιάς, της φυλακής, του έρωτα και του πόθου.

Από τον Θανάση Φωτίου

– Πώς αυτοπροσδιορίζεσαι; Τι είδους καλλιτέχνης είσαι; Πώς θα μας συστηνόσουν με μια πρόταση; Τη λέξη καλλιτέχνης τη φοβάμαι. Έχει για μένα μεγάλη σημασία και μεγάλο βάρος και δεν θα ήθελα προς το παρόν να την οικειοποιηθώ. Νομίζω ότι θα αρκεστώ απλά στο να πω: «Γεια σας, είμαι ο Αντώνης, είμαι μουσικός».

– Όταν πριν από ένα χρόνο σε γνώρισα στο Παρίσι και μου απάντησες «είμαι ρεμπέτης» στην ερώτηση «τι μουσική παίζεις;» εξεπλάγην. Το βρήκα, ομολογώ, άτοπο. Για σένα μάλλον δεν ήταν, σωστά; Ναι, θυμάμαι την έκπληξή σου όταν σου είχα πει ότι παίζω ρεμπέτικα. Πάντα εκπλήσσεται ο κόσμος όταν ακούει ότι έπαιζα αυτή τη μουσική στο Παρίσι. Για μένα δεν ήταν άτοπο μιας και αυτή τη μουσική τη γνώρισα στη Γαλλία, δεν την έζησα, δηλαδή, κάπου αλλού. Σημαντικό ήταν ότι είχα φίλους καλούς με τους οποίους δημιουργήσαμε ένα σχήμα, είχαμε μαγαζιά στα οποία μπορούσαμε να παίξουμε και κοινό το οποίο έψαχνε να ακούσει αυτή την μουσική. Αυτά ήταν αρκετά για να υπάρξουμε ως μουσικοί, ώστε το γεγονός ότι ήμασταν στο Παρίσι να μην παίζει πια τόσο μεγάλο ρόλο.

– Τι απήχηση είχε η μουσική σου στο κοινό του Παρισιού; Τα ρεμπέτικα έχουν μεγάλη απήχηση στο Παρίσι αλλά και στη Γαλλία γενικότερα. Για τα μέλη της ελληνικής κοινότητας οι βραδιές στα μαγαζιά ή στις μουσικές σκηνές που παίζαμε ήταν μια αφορμή συνάντησης αλλά και μιας μορφής διασκέδασης πιο οικείας. Δεν είχαμε, όμως, μόνο Έλληνες στο κοινό. Είχαμε και Γάλλους οι οποίοι, για κάποιο λόγο, αγαπούν πάρα πολύ το ρεμπέτικο και το γνωρίζουν πολύ περισσότερο από όσο θα περίμενε κανείς. Στο κοινό είχαμε επίσης Τούρκους, Κούρδους, Αρμένιους, Αλγερινούς, Τυνήσιους οι οποίοι ένιωθαν μια οικειότητα και έβρισκαν στους ήχους του ρεμπέτικου ομοιότητες με τις λαϊκές μουσικές της χώρας τους.

– Και -όντας ένας νέος άνθρωπός- πώς και ασχολήθηκες με το ρεμπέτικο τραγούδι; Κάτι με τράβηξε σε αυτή τη μουσική, που δύσκολα θα μπορούσα να περιγράψω με λέξεις. Ίσως αυτό το μείγμα δύσης και ανατολής που το χαρακτηρίζει, ένα μείγμα το οποίο πιστεύω ότι χαρακτηρίζει και εμένα ως άνθρωπο. Σημαντικό ρόλο έπαιξε, επίσης, το γεγονός ότι αυτό το ρεπερτόριο αποτελείται κυρίως από τραγούδια και η παρουσία του στίχου είναι για μένα πολύ σημαντική όσον αφορά την έκφραση. Το ρεμπέτικο, δηλαδή, μου επιτρέπει να εκφραστώ μέσα από την κιθάρα αλλά και μέσα από το τραγούδι.

– Στο βιογραφικό σου λες πως χωρίς τη σκληρή μοναξιά της καθημερινότητας του Παρισιού, δεν θα προσέγγιζες ποτέ αυτά τα τραγούδια… Ναι, αναφέρομαι κυρίως στην ενασχόληση μου με τα «τσιμπητά», τα κομμάτια της κιθάρας που από τη φύση τους είναι μοναχικά μιας και παίζονται από έναν κιθαρίστα που τραγουδάει παίζοντας τις μελωδίες και συνοδεύοντας τον εαυτό του ταυτόχρονα. Στο ρεμπέτικο η έννοια της ομάδας είναι πολύ σημαντική. Τα τραγούδια αυτά για να παιχτούν χρειάζονται τουλάχιστον δύο άτομα, αλλά μερικές φορές και περισσότερα. Στο Παρίσι, λόγω των μεγάλων αποστάσεων αλλά και των γρήγορων ρυθμών της πόλης, η μοναξιά είναι μέρος της καθημερινότητας. Σε κάτι τέτοιες στιγμές, λοιπόν, που ήθελα να παίξω αλλά ήμουν μόνος μου κατέφευγα στα «τσιμπητά», τα οποία βρήκαν εύκολα τη θέση τους στην καθημερινότητά μου.

– Μιλάμε για τραγούδια μάγκικα, της φυλακής, της ξενιτιάς, τραγούδια για χωρισμούς και αγάπες που πέρασαν. Ποια ιδιοσυγκρασία απαιτεί σε προσωπικό επίπεδο η ενασχόληση με τέτοιου είδους τραγούδια; Η αλήθεια είναι ότι δεν μπορώ να ταυτιστώ με όλα τα κομμάτια του ρεπερτορίου. Δεν έχω ζήσει ποτέ τη φυλακή, για παράδειγμα, στην οποία αναφέρονται πολλά τραγούδια. Σ’ αυτή την περίπτωση χρειάζεται πιστεύω φαντασία και μια αγάπη για τη διήγηση. Όταν τραγουδάω κομμάτια που μιλούν για κάτι το οποίο δεν έχω ζήσει νιώθω σαν παραμυθάς που διηγείται μια παλιά ιστορία. Όσον αφορά, όμως, τραγούδια με άλλη θεματολογία, όπως για παράδειγμα ο έρωτας ή ο χωρισμός, αυτά είναι πράγματα που έχω ζήσει. Μπορώ, δηλαδή, να ταυτιστώ και να τα διηγηθώ με όση περισσότερη ειλικρίνεια μού επιτρέψει η κάθε μια δεδομένη στιγμή.

– Να υποθέσω ότι είσαι έντονα συναισθηματικός τύπος; Μου είναι πολύ δύσκολο να χαρακτηρίσω έτσι τον εαυτό μου αλλά, πιστεύω, ότι μάλλον έτσι θα με χαρακτήριζαν οι φίλοι μου.

– Στο βιογραφικό σου λες, επίσης, ότι πρόσφατα μετακόμισες στην Αθήνα για να βρεις το φως. Από την «πόλη του φωτός»! Πώς ερμηνεύεται αυτό; Αρχικά ερμηνεύεται κυριολεκτικά. Ο καιρός στο Παρίσι είναι πολύ δύσκολος για έναν μεσογειακό. Ο ήλιος είναι συχνά κρυμμένος για βδομάδες και ο χειμώνας είναι μακρύς και δύσκολος. Μου έλειπε πολύ το καλοκαίρι και ήθελα να ζήσω σε μια πόλη της οποίας το κλίμα να μου ταιριάζει περισσότερο. Ως μεταφορά, όμως, ο ήλιος συμβολίζει όλα όσα ήθελα αλλά δεν μπορούσα να ζήσω στο Παρίσι. Πρωτίστως η μουσική. Πάντα ήθελα να παίξω και να γνωρίσω τα ρεμπέτικα στην Αθήνα, στο μέρος που γεννήθηκαν. Ήθελα, όμως, να ζήσω και απλές στιγμές της ελληνικής καθημερινότητας τις οποίες είναι αδύνατον να ζήσει κανείς στο Παρίσι. Μετά από δέκα χρόνια στη Γαλλία άρχισαν να μου λείπουν απλά πράγματα. Ένας καφές στον ήλιο, μουσική και μεζεδάκια σε μια ταβέρνα, μια σπανακόπιτα το πρωί… Πράγματα που ίσως ακούγονται αστεία αλλά δεν είναι καθόλου για κάποιον που ζει στο εξωτερικό, σε ένα περιβάλλον με πολύ διαφορετική κουλτούρα. Είμαι υπέρ της πολυπολιτισμικότητας. Έμαθα πολλά στο εξωτερικό. Γνώρισα ανθρώπους από πολλές χώρες και διεύρυνα όσο μπορούσα τον τρόπο σκέψης μου. Δέκα χρόνια, όμως, είναι πολλά και κατάλαβα ότι η ξενιτιά, για την οποία μιλάνε τόσα και τόσα τραγούδια, δεν είναι απλά ένα κατασκεύασμα του μυαλού αλλά ένα βάρος, ένα ποτήρι που κάποια στιγμή ξεχειλίζει και σε οδηγεί στο να επιστρέψεις πίσω σε ένα περιβάλλον που σου είναι πιο οικείο. Αν και γεννήθηκα στην Κύπρο, για κάποιο λόγο την Αθήνα την νιώθω εξίσου οικεία. Ένα ηπειρώτικο τραγούδι λέει: «Η ξενιτιά, η ορφάνια, η πίκρα και η λύπη, τα τέσσερα ζυγιάστηκαν βαρύτερα είν’ τα ξένα». Πιστεύω ότι αυτό το δίστιχο τα λέει όλα.

– Πότε άρχισες να εξερευνάς αυτό τον ιδιαίτερο τρόπο παιξίματος, τα «τσιμπητά» τραγούδια της κιθάρας; Τον χειμώνα του ’18 άρχισα να εξερευνώ την κιθάρα, ως ανεξάρτητο όργανο στο ρεμπέτικο. Αναπόφευκτα άρχισα να ακούω καθημερινά και με μεγάλη προσοχή τον Γιώργο Κατσαρό, μετανάστη στην Αμερική που έπαιζε μόνος του κομμάτια με μια κιθάρα. Λίγο η απομάκρυνση μου από τους φίλους μουσικούς λόγω δουλειάς προσωπικής του καθενός, λίγο η περιέργεια μου να δω που μπορεί να με πάρει η εξερεύνηση της δημιουργίας μέσα στην μοναξιά, άρχισα να παίζω αυτά τα «τσιμπητά», όπως ονομάζονται τραγούδια της κιθάρας. Τα έπαιξα πρώτη φορά σε άλλον άνθρωπο μήνες μετά, ένα βράδυ όταν με ρώτησε ο συγκάτοικος μου τι παίζω κλεισμένος στο δωμάτιο. Του είπα να καθίσει στο σαλόνι και του τα έπαιξα για να ακούσει. Όταν τελείωσα, με ρώτησε γιατί δεν τα παίζω αυτά μπροστά σε κοινό. Δεν το σκέφτηκα πολύ, απλά συμφώνησα. Την επόμενη έκλεισα μια ημερομηνία σε μια αίθουσα στο Παρίσι και από τότε δημιουργήθηκε μια παράσταση που παρουσιάζω κάθε μερικούς μήνες.

– Η αγάπη σου για τη μουσική πότε και πώς ξεκίνησε; Αυτό ήθελες να κάνεις εξαρχής; Όταν ήμουν μαθητής στο λύκειο ήθελα να σπουδάσω σε σχολή καλών τεχνών για να ασχοληθώ με τα κόμιξ. Αν και είχα κάνει κλασική κιθάρα για κάποιο διάστημα σε πιο μικρή ηλικία, η μουσική δεν ήταν ποτέ μέσα στα σχέδια μου. Δεν μπορώ να θυμηθώ ακριβώς πώς, όσο περίεργο και αν ακούγεται, αλλά κάποια στιγμή βρέθηκε στο σπίτι μια ηλεκτρική κιθάρα και έτσι άρχισα να παίζω με φίλους σε ένα ροκ συγκρότημα. Το ένα έφερε το άλλο και όταν τελείωσα το σχολείο αποφάσισα να σπουδάσω μουσική και έτσι και έγινε.

– Είναι η πρώτη φορά που θα παρουσιάσεις δουλειά σου στην ιδιαίτερη πατρίδα σου, την Κύπρο. Πώς νιώθεις γι’ αυτό; Νιώθω έναν μεγάλο ενθουσιασμό και μια μεγάλη συγκίνηση, μιας και είναι η πρώτη φορά που θα μου δοθεί η ευκαιρία να μοιραστώ αυτό το κομμάτι του εαυτού μου με τους δικούς ανθρώπους στην Κύπρο.

– Κάτι τελευταίο. Γιατί τραγουδάς Αντώνη; Για μένα το τραγούδι είναι θεραπευτική διαδικασία. Θεραπεία μέσω του στίχου τις περισσότερες φορές, αλλά κάποιες άλλες μέσω του ήχου και μόνο. Όλη αυτή η διαδικασία του ήχου που βγαίνει από το σώμα έχει για μένα καταπραϋντικές ιδιότητες. Δεν ξέρω αν βγάζει νόημα αυτό που λέω, αλλά είναι φορές που τραγουδώντας ηρεμώ. Νιώθω δηλαδή να επιδρά η διαδικασία από μόνη της στο σώμα μου άσχετα με ένα συγκεκριμένο τραγούδι. Από την άλλη τραγουδώ επίσης για να διηγηθώ αυτές τις παλιές ιστορίες. Πιστεύω πως μέσα από τον τρόπο που είναι γραμμένα αυτά τα τραγούδια μπορούμε να έρθουμε πιο κοντά στα συναισθήματα μας. Να ξαναθυμηθούμε τους τρόπους για να τα επικοινωνήσουμε. Ο στίχος τους μου δημιουργεί την εντύπωση ότι αυτοί οι άνθρωποι είχαν μια πιο ειλικρινή σχέση με τα συναισθήματα και τα πάθη τους, κι αυτό νιώθω ότι λείπει στην εποχή μας. Μπορεί φυσικά και κάτι τέτοιο να μην ισχύει, ποιος ξέρει. Δεν θέλω να είμαι απόλυτος. Μπορεί να είναι απλά αυτό που νιώθω και εκλαμβάνω εγώ μέσα από το ρεμπέτικο.

– Να ρωτήσω και «για ποιον»; Σ’ αυτή την φάση της ζωής μου πιστεύω ότι τραγουδάω για κάποιον άλλο κάθε φορά. Είναι φορές δηλαδή που τραγουδάω για μένα, για να μου φύγει ένας καημός, μια λύπη ή να εκφράσω τη χαρά μου. Άλλες φορές μπορεί να τραγουδάω για έναν από τους συναδέλφους μου που παίζει ταυτόχρονα μαζί μου. Να τραγουδάω για να τον «μερακλώσω» δηλαδή, να του φτιάξω το κέφι. Άλλες φορές να τραγουδάω για ένα άτομο που είναι στο κοινό επειδή ζήτησε ένα κομμάτι ή επειδή μου η παρουσία του μου θύμισε ένα κομμάτι. Άλλες για τους ανθρώπους που κάθονται μπροστά μου. Νομίζω ότι όλα αυτά μπλέκονται κάπως στο μυαλό μου.

INFO: O Αντώνης Χατζηαντώνης θα εμφανιστεί το Σάββατο 7 Σεπτεμβρίου στις 8 το βράδυ στο παλιό Ξυδάδικο στη Λεμεσό, που βρίσκεται στην οδό Γενεθλίου Μιτέλλα 34. Eίσοδος 5 ευρώ.

Περιοδικό Down Town, τεύχος 663.