«Η βενζίνη από τα κατεχόμενα στην Κύπρο είναι μια πρακτική λύση ενάντια στην ακρίβεια. Η διαμονή στα κατεχόμενα είναι μια πρακτική λύση ενάντια στην αισχροκέρδεια και τις παρανοϊκές τιμές στα ενοίκια και την αναψυχή. Μια βόλτα σε παραλία στα κατεχόμενα είναι μια πρακτική λύση ενάντια στα 20 ευρώ για ξαπλώστρα. Το πνεύμα του εθνικισμού δε γεμίζει το αυτοκίνητο με βενζίνη, δε βρίσκει κατοικία, δεν πληρώνει το σούπερμαρκετ, δε σε πάει βόλτα στη θάλασσα για να ξεκουραστείς. Δώστε μας εθνικισμό στο πιάτο και θα πηγαίνουμε στα κατεχόμενα για χώνεψη».

Αυτό κατέβασε ο νους ενός φωστήρα του διαδικτύου για όλα αυτά που συζητούνται για τα καύσιμα από τα κατεχόμενα και τα άλλα κακά της μοίρας μας. Δεν έχει σημασία ποιου, γιατί είναι κι άλλοι που σκέφτονται με τον ίδιο βασανιστικά χυδαίο τρόπο. Έναν τρόπο που δεν αντιλαμβάνεται τη διαφορά μεταξύ κατεχομένων και ελεύθερων περιοχών, αοριστολογώντας και γκρινιάζοντας περί ψευδοκράτους και κλεφτοκράτους. Δεν είναι καν ιδεολογικός ο τρόπος, έστω κι αν προσπαθούν να καταγγείλουν δήθεν τον καπιταλισμό, αιμοδοτώντας ταυτοχρόνως το τουρκικό κεφάλαιο και όχι φυσικά τους καημένους μεροκαματιάρηδες Τουρκοκύπριους πεζινάρηδες. Δεν έχουν κάποια βαθιά ιδεολογία, πάσχουν από τη «λογική» του πηγαινέλα και της κανονικοποίησης της διχοτόμησης. 

Διαλέγουν δήθεν τη φτηνή «πλευρά» του νησιού, σαν να βρίσκονται στη Μύκονο και απορρίπτουν τα μπιτσόμπαρα των ξιπασμένων. Για αυτούς, δεν υπάρχει τίποτα άλλο από το χρήμα και τις τιμές, καθώς έχουν καταναλώσει και έχουν χωνέψει την ψευδεπίγραφη ειρήνη που «προστατεύουν» οι 40.000 Τούρκοι στρατιώτες στα κατεχόμενα. Δεν τους ενδιαφέρει η ίδια η τουρκική κατοχή, έστω κι αν κουράζουν (τους εαυτούς τους) με ικεσίες για «λύση τώρα». Τους κόφτει μόνο η τσέπη τους, γι’ αυτό αντιλαμβάνονται το πρόβλημα με τα καύσιμα ως απόρροια μιας ελληνοκυπριακής αισχροκέρδειας και τα… τουρκοκυπριακά βενζινάδικα ως ναούς για τους φτωχούς προλετάριους. Γι’ αυτό αντιλαμβάνονται ως απάντηση στις ξαπλώστρες του Πρωταρά, τις προσωρινά ανεκμετάλλευτες παραλίες των κατεχομένων -επειδή απορρόφησαν και χώνεψαν το λεγόμενο «υψηλό βιοτικό επίπεδο» και προτιμούσαν τις ξαπλώστρες των 20 ευρώ παρά την άμμο και τις πέτρες -«όμορφος κόσμος ηθικός, αγγελικά πλασμένος».

Εν τω μεταξύ, το διάταγμα κράτησης του Ανδρέα Σουτζιή ανανεώθηκε για οκτώ ημέρες και -ομολογούμε- πως μας συγκλόνισε η φωτογραφία του έξω από το καταραμένο «δικαστήριο» των κατεχομένων. Μας προξενεί δε εντύπωση που οι «φίλοι» και «συναγωνιστές» του δεν καταγγέλλουν ανοικτά το κατοχικό καθεστώς, ακόμα και με μια διαδήλωση σε κάποιο από τα οδοφράγματα -αν δεν μπορούν να συγκεντρωθούν έξω από το μοναχικό κελί του. Αντιλαμβανόμαστε πως δυσκολεύονται να κάνουν δύο πράγματα ταυτόχρονα: Και να βάζουν φτηνά καύσιμα στα γερμανικά 4Χ4 και να καταριούνται το κατοχικό καθεστώς που συλλαμβάνει ειρηνιστές δήθεν ως κατασκόπους. Και να απολαμβάνουν τη βόλτα στις παραλίες, με τη θαλπωρή του κατοχικού στρατού και τη συμβολή της ψευδοαστυνομίας και να στέλνουν κουράγιο στον Ανδρέα Σουτζιή; Για τον οποίο τελικά μιλούν όσους βαφτίζουν «απορριπτικούς» οι ειρηνοποιοί της κακιάς ώρας -κράτα καλά Λυσιώτικο.

Τρόμος και αθλιότητα στην τουρκοκρατούμενη Κύπρο. Σοκολατόπαιδα ενθουσιάζονται με φτηνά καύσιμα, φτηνά ενοίκια και… παραλίες εναντίον του εθνικισμού, τις ώρες που ένα καθεστώς φυλακίζει έναν πρόσφυγα για χάρτες και ασυρμάτους. Στην κατάσταση της ανελευθερίας τους δεν ρυθμίζουν τις σκέψεις και τις πράξεις τους ώστε να μην επικρατήσει το σκότος, η κατοχή, ο φασισμός, αλλά πώς θα γελάσουν στους από δω κεφαλαιοκράτες, τους οποίους βαφτίζουν «εθνικιστές» για να μην έχουν τύψεις. Είναι αβάστακτο, αλλά πούλησαν τη συλλογική αξιοπρέπεια, αποδέχτηκαν τη βία και τη βαρβαρότητα, κανονικοποίησαν τη διχοτόμηση και την κατοχή, για να γεμίζουν φτηνά τις πασιφιστικές Μπεμβέ τους και τις πολύχρωμες Πόρσε τους. «Άραγε σαν πεθάνουνε μαζί τους θα τα πάρουν;».