Η Κυπριακή Ραδιοφωνική Υπηρεσία – ΚΡΥ, μετέπειτα ΡΙΚ, δημιουργήθηκε στις αρχές της δεκαετίας του ’50. Μία ομολογουμένως ταραγμένη περίοδο, αφού η ανθρωπότητα εξερχόταν από τη δίνη του πιο αιματηρού και κοστοβόρου πολέμου στην ιστορία της, του Β’ Παγκόσμιου Πολέμου. Η δημιουργία του κυπριακού ραδιοφώνου που εξέπεμψε το 1953 και της κυπριακής τηλεόρασης το 1957, υπήρξαν γεγονότα σταθμοί στην ιστορία του τόπου και των ΜΜΕ. Η ΚΡΥ από την πρώτη στιγμή της λειτουργίας της, αποτελεί τον καταγραφέα της ιστορίας, του πολιτισμού αλλά και της καθημερινότητας των Κυπρίων. Σε αυτή αλλά και στο μετέπειτα ΡΙΚ, βρίσκουν στέγη πνευματικοί άνθρωποι της εποχής με σημαντική και ανεκτίμητη προσφορά στις τέχνες και τον πολιτισμό. Παράλληλα δε στο ΡΙΚ, συγκεντρώνονται ανεκτίμητης αξίας χρηστικά αντικείμενα, έγγραφα, μουσικοί δίσκοι, ταινίες, εφημερίδες και φωτογραφίες μεγάλης ιστορικής αξίας.

Ως αποτέλεσμα της προσπάθειας αυτής, υπήρξε η παραγωγή χιλιάδων ωρών κινηματογραφικού και ραδιοφωνικού υλικού, η ύπαρξη 100.000 φωτογραφιών που αποτελούν το φωτογραφικό Αρχείο ΡΙΚ και η φύλαξη μοναδικών χρηστικών αντικειμένων και άλλων εγγράφων ως μέρος του αρχειακού υλικού, αφού τμήμα του έχει καταστραφεί ή αποξενωθεί παράνομα από το Ίδρυμα.

Το Ραδιόφωνο στην Κύπρο

Το κυπριακό ραδιόφωνο εκπέμπει για πρώτη φορά στις 4 Οκτωβρίου 1953. Το πρόγραμμα περιορίζεται σε λίγες ώρες την ημέρα και εκπέμπεται σε τρεις γλώσσες, τα ελληνικά, τα τούρκικα και τα αγγλικά από την ίδια συχνότητα. Κάτι που αλλάζει αμέσως μετά τη βομβιστική επίθεση της ΕΟΚΑ την 1η Απριλίου 1955 από την ομάδα του Γρηγόρη Αυξεντίου, αφού οι Άγγλοι με την αποκατάσταση των ζημιών στις εγκαταστάσεις του σταθμού δημιουργούν δύο διαφορετικές συχνότητες την Μπλέ και την Κόκκινη. Για την κυπριακή κοινωνία της εποχής αποτελεί γεγονός μοναδικό. Οι Κύπριοι αγκαλιάζουν το ραδιόφωνο που αποτελεί την καθημερινή πηγή ενημέρωσης και ψυχαγωγίας τους. Την περίοδο εκείνη 88.000 ραδιόφωνα ενημερώνουν και ψυχαγωγούν την κυπριακή κοινωνία δημιουργώντας μεταξύ των μελών της δεσμούς κοινωνικούς, πολιτιστικούς και γλωσσικούς. Να σημειωθεί ότι ο Ανδρέας Χριστοφίδης το 1967, υιοθετεί τη δημοτική γλώσσα για πρώτη φορά στο κυπριακό ραδιόφωνο και τηλεόραση. Γεγονός που τον φέρνει σε αντιπαράθεση με την τότε χουντική ηγεσία της Ελλάδος.   

Παρά την εύθραυστή περίοδο δημιουργίας του κυπριακού ραδιοφώνου λόγω και της έναρξης του Αγώνα της ΕΟΚΑ η ΚΡΥ αλλά και το μετέπειτα ΡΙΚ κερδίζουν την εμπιστοσύνη μεγάλης μερίδας του κυπριακού λαού, γεγονός που εξελικτικά δημιουργεί μοναδική σχέση του μέσου με τους ακροατές του. Σχέση εμπιστοσύνης που επιτρέπει στους προοδευτικούς τουρκοκύπριους, την επικοινωνία με το ΡΙΚ για θέματα που τους απασχολούν.   

Το Αρχείο ΡΙΚ

Το Αρχείο ΡΙΚ αποτελεί το αποτέλεσμα μίας συνεχούς, αδιάλειπτης, επίπονης, πείσμονος σε πολλές περιπτώσεις  προσπάθειας δημιουργίας του καινούργιου, του πρωτοποριακού. Στα γράμματα, τις τέχνες, το θέατρο, την παιδεία, τη μουσική, τις υποδομές, την τεχνολογική εξέλιξη. Αυτό που παραλάβαμε από τους Βρετανούς το 1959 ως προπαγανδιστικό μηχανισμό/εργαλείο αλλά συνάμα και νησίδα πολιτισμού σε νηπιακή κατάσταση, θα έπρεπε να κρατηθεί ζωντανό και  να μεγαλώσει  σωστά, να μετατραπεί σε μιντιακό οργανισμό που να λειτουργεί προς όφελος του λαού μας στα πρώτα βήματα της νεοσύστατης τότε Κυπριακής Δημοκρατίας ως κρατική ραδιοτηλεόραση, η οποία εξελικτικά θα έπρεπε να μορφοποιηθεί σε Δημόσια Ραδιοτηλεόραση – ΔΡΤ, με δημοκρατικές αρχές και αξίες. Προάγοντας την πολυφωνία, τον πλουραλισμό, τη συμμετοχικότητα. Οι συνέργειες μέσω του Ευρωπαϊκού προγράμματος Ψηφιακός Ηρόδοτος, επέφεραν  σημαντικό διττό αποτέλεσμα. Ουσιαστικά έριξαν λίγο φως στο Αρχείο ΡΙΚ και έκαναν πιο έντονη και επιτακτική την ανάγκη συνέχισης της τόσο σημαντικής αλλά συνάμα κοστοβόρας αυτής προσπάθειας. Παρά το γεγονός αυτό, σημαντικό μέρος του Αρχείου ΡΙΚ παραμένει άγνωστο και αναξιοποίητο.

Ο μυστικός φάκελος 

Ο Φάκελος βρισκόταν για πενήντα χρόνια κλειδωμένος σε θυρίδα στο γραφείο του Γενικού Διευθυντή ΡΙΚ και η ύπαρξή του, υπήρξε άγνωστη στο κοινό αλλά και στην πλειοψηφία των στελεχών του Ιδρύματος. Έχει τίτλο «ΤΟΥΡΚΙΚΟΝ ΤΜΗΜΑ – ΕΠΙΣΤΟΛΑΙ» και περιλαμβάνει επιστολές Τουρκοκυπρίων ακροατών του ΡΙΚ. Οι επιστολές, αφορούν μουσικές επιλογές κάποιες δε από αυτές, έχουν πολιτικό χαρακτήρα και αναφέρονται στις συνθήκες διαβίωσης των Τουρκοκυπρίων συμπατριωτών μας, εντός των τουρκοκυπριακών θυλάκων που προϋπήρχαν της τουρκικής εισβολής του 1974 στο νησί. Αποτυπώνουν την κατάσταση και το κλίμα στους θύλακες αυτούς αλλά και τον τρόπο δράσης των τούρκων εξτρεμιστών και της ΤΜΤ σε βάρος των Τουρκοκύπριων προοδευτικών. Η ύπαρξη των επιστολών μαρτυρεί το γεγονός ότι μερίδα προοδευτικών τουρκοκυπρίων θεωρούσαν το ΡΙΚ ως μέσο επικοινωνίας με την κυβέρνηση αλλά και τους συμπατριώτες τους ελληνοκύπριους και τουρκοκύπριους άλλων περιοχών. Να σημειωθεί ότι το σήμα του ραδιοφώνου του ΡΙΚ, λάμβαναν ακροατές μέχρι και τα νότια παράλια της Τουρκίας αλλά και άλλων γειτονικών χωρών. Για τον λόγο αυτό αισθάνονταν άνετα να αποτυπώσουν τις απόψεις τους και να τις αποστείλουν σε μορφή επιστολής στο ΡΙΚ.

Την αλληλογραφία αυτή χειρίζονταν από πλευράς ΡΙΚ ο τότε Γενικός Διευθυντής Ανδρέας Χριστοφίδης και ο τότε επικεφαλής της τουρκοκυπριακής υπηρεσίας του σταθμού Ιάκωβος Τενεδιός. Από δε κυβερνητικής πλευράς ο υφυπουργός παρά τω Προέδρω Πάτροκλος Σταύρου.

Τα εγκλήματα στην Κλαυδιάν

Σε επιστολή που περιλαμβάνεται στον Φάκελο αναφέρεται: «Παρακαλώ μεταδώσατε από το ραδιόφωνο τις πέντε δέκα γραμμές που θα γράψω.  Πριν από δύο χρόνια στην Κλαυδιάν έγινε ένας φόνος.  Σκότωσαν τον γιο του Ρούσο Χασσάν. Ο δολοφονηθείς βοσκός ήταν γυναικάδελφος του Σαλήχ Χουνταβερτή από την Κλαυδιάν. Αυτός ο Σ. Χουνταβερτή που είναι αρχηγός συμμορίας, συμβαίνει επίσης να είναι και αρχηγός της οργανώσεως.  Αυτός λοιπόν, με απλή μονάχα υποψία συνέλαβε κάποιον Βοσκό, Ιζζέτ Εμήρ Αλή και τον έβαλε φυλακή στην Κλαυδιά, δέρνοντάς τον κάθε μέρα απάνθρωπα και φοβερίζοντάς τον με το περίστροφο, λέγοντας: «Πες μου βρε σκύλε, εσύ σκότωσες τον γυναικάδελφό μου, ομολόγησε, ειδεμή θα σε σκοτώσω».  Δέκα μέρες τον έδερνε με αλυσίδες, για να γλυτώσει από το ξύλο, ομολόγησε.  Τότε ο Χουνταβερτή παρέδωσε τον Ιζζέτ στην αστυνομία της Λάρνακος.  Ο υπεύθυνος της αστυνομίας, βουλευτής Νεστέτ Χουσσεΐν είναι αχώριστος με τον Χουνταβερτή.  Κάθε δύο-τρεις μέρες τον προσκαλεί στην Κλαυδιάν και εκεί πίνουν και διασκεδάζουν.  Τι μπορεί να περιμένει ο λαός από τέτοιο βουλευτή.

Ο πενθερός του «δολοφόνου», Βασφή, για να γλυτώσει τον γαμβρό του Ιζζέτ, πήγε μερικές φορές στη Λάρνακα και παρεκάλεσε τον Βουλευτή Νεστέτ.

Μετά από έναν χρόνο, ο Βασφή βγήκε ένα βράδυ στις επτά για να πάη στο καφενείον. Ο Χουνταβερτή και η συμμορία του τον συνέλαβαν, τον πήγαν στην πεδιάδα με ένα ταξί, τον περιέλουσαν με βενζίνην και τον έκαυσαν. Ο Βουλευτής Νεστέτ Χουσσεΐν σκέπασε και αυτή την υπόθεση, διότι ο Χουνταβερτή είναι παρέας του».

Τα βασανιστήρια Τουρκοκυπρίων στο κάστρο της Αμμοχώστου

Χαρακτηριστική είναι η επιστολή ημερομηνίας 18.9.1968 Τουρκοκύπριου από την Αμμόχωστο. Ο ακροατής του ΡΙΚ αναφέρει ότι είναι «ένας από τους αιχμαλώτους συμπατριωτών του στρατοπέδου Αμμοχώστου που ζητούν ελευθερία. Τα βασανιστήρια και τα δεινά που γίνονται σε βάρος των Τουρκοκυπρίων δεν είναι δυνατόν να γίνουν οπουδήποτε στον κόσμο. Τα βασανιστήρια δεν τα υποβάλλουν Τουρκοκύπριοι παρά οι πασάδες εκείνοι που έσπευσαν από την Τουρκία για βοήθεια των Τουρκοκυπρίων. Στην πραγματικότητα αυτοί έρχονται εδώ για τα δικά τους συμφέροντα και για να κλέψουν πράγματα. Δεν έρχονται εδώ γιατί είναι υπερπατριώτες… Από τις 20.7.1968, το τείχος Τζιαμπουλά/Αμμοχώστου έχει πλημμυρίσει από αθώους Τουρκοκύπριους αιχμαλώτους. Μεταξύ των αιχμαλώτων δεν γίνεται διάκριση. Δικαστές, δικηγόρους, ιατρούς τους μεταχειρίζονται ως αιχμαλώτους… Όπως σας έχω γράψει και προηγουμένως, οι αιχμάλωτοι δεν δύνανται να υψώσουν τη φωνή τους έτσι που να ακουστούν από τους τούρκους που διαμένουν σε άλλες περιοχές. Πιστεύω ότι θα μεταδώσετε τα γραφόμενά μου για να γίνουν γνωστές οι πραγματικότητες, πιστεύοντας ότι αυτό θα γίνει αφορμή για όλους τους Τούρκους να γίνουν ένα σώμα και να καταστούν εμπόδιο τέτοιων ενεργειών. Δύο Τούρκοι συνάδελφοι από Λευκωσία και Αμμόχωστο».