Αυτό που τα τελευταία τρία χρόνια κάθε Ιούνιο κάνουμε το ίδιο λάθος, με ξεπερνά και μπαίνουμε στη δίνη αυτού του λάθους από τις αρχές Μαΐου όταν ξεκινούν και τα όνειρα όλων για μιλιούνια τουριστών. Βλέπετε, δεν έχουμε και πολλούς άλλους τρόπους για να ενισχύσουμε την οικονομία μας και κάθε που καλοκαιριάζει τα ξεχνάμε όλα, και κυριολεκτικά βλέπουμε μόνο γεμάτες ξαπλώστρες στις παραλίες.

Τον Μάιο και τον Ιούνιο του 2020, άντε ήμασταν πρωτάρηδες με την πανδημία, είχαμε και μηδενικά κρούσματα, καθόλου νοσηλευόμενους και θανάτους, είχαμε ας πούμε δίκαιο να σκεφτόμαστε ότι η πανδημία του κορωνοϊού ήταν ένα κακό όνειρο που πέρασε. 

Πάθαμε ό,τι πάθαμε τον χειμώνα του 2020 και την άνοιξη του 2021 και δεν μάθαμε. Τον Μάιο του 2021 ελέω εκλογών κοντέψαμε και πάλι, στα χαρτιά αυτή τη φορά, να τελειώσουμε την πανδημία. Τελικά, ένα πράμα, δέκα μέρες μετά τις βουλευτικές οι δείκτες άρχισαν να κτυπούν κόκκινο. 

Μόνο κυπριακά αποδίδεται αυτό που κάναμε: «Εκάμαμέν τα σιόνι». Εν γνώσει μας ότι δεν λέμε την αλήθεια, γεμίσαμε τους πολίτες με την ελπίδα ότι τα εμβόλια θα μας σώσουν και θα βγούμε από την πανδημία και δεν το χωνεύω, για αυτό θα το ξαναγράψω, «θα πάρουμε τη ζωή μας πίσω». Τον Αύγουστο με το 60% του πληθυσμού. Ακολούθησε μακελειό, κτυπήσαμε τους πρώτους τετραψήφιους αριθμούς, ο ΟΚΥπΥ έτρεχε και δεν έφτανε γιατί τα νοσοκομεία είχαν γεμίσει επικίνδυνα, ο αριθμός των θανάτων κτύπησε ρεκόρ. Εμείς εκεί… ατάραχοι. Ούτε καν να λέμε στους πολίτες να προσέχουν γιατί θέτουν σε κίνδυνο ηλικιωμένους και ευπαθείς δεν γινόταν. Τρομοκρατούσαμε τον κόσμο μάς έλεγαν και διώχναμε τους τουρίστες. 

Να μην τα πολυλέμε, μας ήρθε και πάλι ο Σεπτέμβριος και τρέχαμε ξανά με τον βούρδουλα να επιβάλουμε μέτρα και SafePass. Διχάσαμε τους πολίτες για ένα στοίχημα που όλοι ήξεραν ότι δεν μπορούσε να κερδηθεί εάν δεν κατανοούσαμε όλοι ότι για να αντιμετωπίσουμε τον κορωνοϊό, έπρεπε να μάθουμε να ζούμε μαζί του αποφεύγοντας τον, και όχι αγνοώντας τον. 

Τους πρώτους μήνες του 2022 θάψαμε περισσότερους ανθρώπους από όσους είχαμε θάψει το ’20 και το ’21 αλλά επειδή και πάλι πλησίαζε καλοκαίρι τους «θάψαμε» και στη συνείδηση των πολιτών. Και τώρα είμαστε στο καλοκαίρι του 2022. Καταργήθηκαν όλα τα μέτρα αλλά ίσως αυτό να μην είναι το πιο σοβαρό. Εκείνο το κενό που δημιούργησε ο βούρδουλας του 2020 και του 2021 μεταξύ πολιτών και Αρχών και η έλλειψη εμπιστοσύνης, οδήγησε σε κατάργηση κάθε ίχνους αλληλεγγύης. 

Τον Αύγουστο του 2020 είχα γράψει: «Σταματήστε να μου λέτε ότι εν γέροι τζαι άρρωστοι που πάσιν νοσοκομείο τζαι πεθανίσκουν». Τον Αύγουστο του 2021, επικαλέστηκα τον εαυτό μου και το ξαναέγραψα. Το ξαναγράφω και τώρα, που μπαίνει ο Ιούλιος του 2022. Ο αριθμός των νοσηλευομένων άρχισε και πάλι να ανεβαίνει. Είναι άνθρωποι ηλικιωμένοι, σοβαρά ασθενείς, ανοσοκατασταλμένοι. Είναι οι άνθρωποι που όλοι εμείς που πετάξαμε τη μάσκα πρέπει να προστατεύσουμε. Η Πολιτεία εγκλημάτησε γιατί αν εξαιρέσουμε τους πρώτους τρεις μήνες της πανδημίας, στη συνέχεια ελέω οικονομίας ή εκλογών ή τουρισμού, κατήργησε τη συνείδηση της ατομικής ευθύνης. Και αρχίσαμε και πάλι να συζητάμε για επαναφορά μέτρων. Επειδή εκείνο το κενό που δημιουργήσαμε δεν μπορεί να καλυφθεί διαφορετικά. Και για άλλη μία φορά, αντί να λέμε στους πολίτες, «μπορούμε και χωρίς περιορισμούς, αρκεί να προστατεύουμε σωστά και διαρκώς αυτούς που θα κινδυνεύσουν», τους λέμε, «δεν ανησυχούμε γιατί είναι ευπαθείς και ηλικιωμένοι στα νοσοκομεία». Η πλήρης απαξίωση της ζωής. Το μόνο κερδισμένο από αυτή την υπόθεση είναι το ταμείο συντάξεων το οποίο έχει ξαλαφρώσει. Αυτοί είμαστε όμως; Δεν χρειάζονται μέτρα και περιορισμοί. Να προσέχουμε ο ένας τον άλλο χρειάζεται. Να προσέχουμε αυτούς που αγαπάμε.