Την πρώτη γεωγραφία την έμαθα στο φλιτζάνι του καφέ. Χώρες και νησιά σχηματίζονταν στο κατακάθι. Εκεί βουτούσα το απόγευμα τα κουλουράκια της γιαγιάς κι ας  ήμουν ένα μικρό κοριτσάκι, αφού δεν είχε καταγραφεί ακόμη η όποια βλαβερότητα του καφέ όπως και του τσιγάρου. Ο καφές σύμβολο ωραίων στιγμών, συντροφικότητας και παρέας. Οι άντρες τον έπιναν στη δουλειά, μετά το γεύμα ή και το δείπνο αλλά και τα δειλινά στα καφενεία με κουβέντα, εφημερίδα και τάβλι. Οι γυναίκες, τα πρωινά με τις γειτόνισσες, μεταξύ μπακάλη, μαγειρέματος και νοικοκυριού, έκλεβαν πάντα λίγο χρόνο για να τον πιούν παρέα, την ώρα που καθάριζαν το φασολάκι τους ή τύλιγαν κουπέπια.

Στις απογευματινές επισκέψεις είχε την τιμητική του, μα ακόμη και στα επίσημα τέια, όλες οι κυρίες προτιμούσαν ένα μοσχομυριστό κυπριακό καφέ. Τα τσάγια τα συνδέαμε με αρρώστια: ζαμπούκκος, σπατζιά, χαμομήλι, δυόσμος, όλα τα βότανα ήταν συγυρισμένα στην αρμαρόλλα της κουζίνας, γιατρεύοντας πόνους περιόδου, στομαχικούς, πονόλαιμους, πονοκεφάλους. 

Μέχρι σήμερα λέμε «πάμε για καφέ» μα ποτέ «πάμε για τσάι» αφού το ταυτίζουμε με αδιαθεσία. Παλιά τον πίναμε για να χαλαρώσουμε, ή κάνοντας διάλειμμα εν ώρα εργασίας, ενώ στις μέρες μας φτιάχνουμε μια κούπα καφέ διαρκείας, καθώς δουλεύουμε. Τα μηχανάκια με τους ντελιβεράδες πάνε κι έρχονται σαν τρελά κάνοντας κατ’ οίκον διανομή cappuccino, americano, freddo espresso που καμία σχέση δεν έχουν με τον δικό μας κυπριακό, ελληνικό ή τούρκικο καφέ, όπως κι αν τον ονομάζουμε. Αυτός πρέπει να περάσει από τη φλόγα της φωτιάς και να αναδυθεί αργά-αργά μες στο μπρίκι, βγάζοντας φυσαλίδες, ενώ πρέπει να τον αποσύρουμε την κατάλληλη στιγμή. Λίγο πριν, μπορεί να είναι πολύ νωρίς, άψητος δεν πίνεται. Μια στιγμούλα μετά, μπορεί επίσης να είναι πολύ αργά, γιατί έτσι και σπάσει το καϊμάκι…. Σε δύσκολες στιγμές, ο καφές είναι σύμβολο παρηγοριάς. Στις μέρες μας φεύγουμε απαρηγόρητοι από μνημόσυνα, αφού μας σερβίρουν νεσκαφέ ή γαλλικό. Χωρίς το κατακάθι στο βάθος του φλιτζανιού, είναι σαν να μην ολοκληρώθηκε η απαραίτητη διεργασία. 

Η κυρία Αγγελική στην κουζινούλα της κάπνιζε αρειμανίως. Μέσα σε ντουμάνια καπνού έψηνε ολημερίς καφέδες, αφού το επάγγελμα ή μάλλον το «λειτούργημά» της ήταν να λέει την τύχη στον καφέ. Έρχονταν οι κυρίες της υψηλής κοινωνίας, με τις ψηλές γόβες και τους ψηλούς κότσους. Έρχονταν και κομμωτριούλες με βαμμένα κόκκινα και ξανθά μαλλιά. Μαθήτριες με τις σχολικές ποδιές, ακόμη και θεοφοβούμενες κυρίες, με χαμηλό σφικτό κότσο και σφιγμένα χείλη. Όλες ήθελαν να μάθουν την τύχη τους, τα μελλούμενα, τον πιθανό γάμο ή τα παραστρατήματα των συζύγων τους. Αυτή δεν μπορούσε μόνο να προβλέπει, αλλά και να αποτρέπει. Στην κλειστή κοινωνία της μικρής επαρχιακής πόλης ήταν εύκολο να κατασκοπεύεις και να μαθαίνεις τα πάντα, πόσω μάλλον εφόσον η ίδια με τον σύζυγό της τον κύριο Λούκα διατηρούσαν περίπτερο στον Πεντάδρομο, στη σημαντικότερη αρτηρία στην καρδιάς της πόλης. Παρατηρητική, αφουγκραζόταν τα πάντα κι εγώ χαιρόμουν αν με έπαιρνε καμιά φορά μαζί της στο περίπτερο, τον ομφαλό της γης.

Με το σπίτι της μας χώριζε μόνο ένας φράκτης με τις ζαμπουκιές, τις ρολογιές, τα ποτηράκια και το αγιόκλημα. Τα καλοκαίρια διάβαζε το φλιτζάνι στον ίσκιο της γιγάντιας συκιάς. Στα πόδια μας ξάπλωναν οι δύο γάτοι της, ο Κίσσινγκερ και ο Ετζεβίτ, που ήταν φτυστοί οι δύο πολιτικοί, τους οποίους κυνηγούσε με το σκουπόξυλο μετά το πραξικόπημα και την εισβολή. Τον χειμώνα διάβαζε το φλιτζάνι στην κουζινούλα της που χωρούσε μόνο ένα τραπέζι με δύο καρέκλες, πάνω από το οποίο βρίσκονταν δύο κάδρα με χρυσή κορνίζα. Το ένα αναπαριστούσε τον Παράδεισο και το άλλο την Κόλαση. Όσο η πελάτισσα ρουφούσε αργά-αργά τον καφέ της, χαλάρωνε και άνοιγε την ψυχή της, αρχίζοντας εξομολογήσεις, φανερώνοντας στην Αγγελική, αυτά που θα ήθελε ν’ ακούσει όταν θα της διάβαζε το φλιτζάνι. Οι καφετζούδες εκτελούσαν όπως και οι ιερείς-εξομολογητές τον ρόλο που έχουν στις μέρες μας ψυχολόγοι και ψυχαναλυτές. Οι γυναίκες έφευγαν από κοντά της ξαλαφρωμένες, αφού επιπλέον τους έδινε άφεση αμαρτιών, τις απενοχοποιούσε μα κυρίως τους έδινε ελπίδα για καλύτερες μέρες.

Έτσι πέρασαν τα χρόνια, δίσεκτα και μη. Στο κατακάθι του έβλεπα να σχηματίζεται ο χάρτης του κόσμου, αλλιώτικος κάθε φορά με νέες χώρες και νησιά. Ο κόσμος που ήθελα να γνωρίσω μεγαλώνοντας, ξεφεύγοντας από τον μικρόκοσμο της Κύπρου και της πόλης μου με τους πέντε μόνο δρόμους και τη μοναδική λεωφόρο Μακαρίου. Μα ο χάρτης του νησιού έμελλε να αλλάξει και δυστυχώς μέχρι σήμερα παραμένει παραποιημένος. Πώς δεν προέβλεψε τα τόσα δεινά μας η Αγγελική; Γιατί όπως μου έλεγε στα κρυφά και εμπιστευτικά πως η τύχη μας δεν είναι γραμμένη στο φλιτζάνι του καφέ αλλά εμείς οι ίδιοι τη γράφουμε με τις πράξεις μας και τις επιλογές μας. «Να έσιεις τον νου σου, να δκιαβάζεις κόρη μου τζαι να κάμνεις μόνον ότι σου λέει η καρκιά σου…». Αυτά με έμαθε και αυτά κάνω ακόμη.

 

[email protected]