Όσα καινούργια φίλτρα κι αν εφηύραν οι νέες εφαρμογές, καμιά εξυπνάδα δεν θα εξωραΐσει ποτέ την πραγματικότητα δίπλα.
 
138 τα σχόλια μέχρι σήμερα στην επίσημη σελίδα του Δήμου Λευκωσίας στο facebook γι’ αυτά τα παγκάκια, φανταστείτε τι γίνεται γενικότερα – αντιλαμβάνεστε, βεβαίως: Για το σχήμα, την αισθητική, τις προσφορές, το πού θα κάθεται ο απέριττος ποπός μας κι αν θα είναι άνετος σ’ αυτά (ας ρωτήσουμε και την άποψη των Σριλανκέζων και των Πακιστανών που είναι η πλειοψηφία όσων απολαμβάνουν, τελικά, την πλατεία στο μεγαλύτερο μέρος της μέρας και της νύχτας), τις σοκαριστικές τιμές («ποιος τα ‘φαγε πάλι τα λεφτά του φορολογούμενου δημότη;»), τους χρόνους παράδοσης -πάντα με καθυστέρηση- αν ταιριάζουν στην αρχιτεκτονική της πόλης «που δεν είναι η Μελβούρνη», πόσο πολύ υποφέρουν τα ενετικά τείχη κι ο έξω από την κανονική ροή του Πεδιαίος, πως πρέπει να κάνουμε πια ένα τολμηρό βήμα -για πρώτη φορά να τρίξουμε τα δόντια ως Λευκωσιάτες!- και να ζητηθούν προσφορές εκ νέου για «ανακατασκευή ολόκληρου αυτού του εκτρώματος» που ονομάζεται πλατεία Ελευθερίας, για τα graffiti που θα ακολουθήσουν από τους πεζοδρομιακούς καλλιτέχνες και τους χοντρούς μαρκαδόρους που θα πιάσουν στασίδι στα «Νίκος loves Κούλλα» στις ασφαλείς μας «επαναστάσεις» από ανθρώπους που δεν έκαναν τον κόπο να ασχοληθούν με τα πραγματικά τερατουργήματα γύρω μας κι όχι με είκοσι-τριάντα παγκάκια σπαταλώντας χρήσιμο για άλλα σάλιο. Λόγια, λόγια, λόγια… 

Όλοι έχουν άποψη. Κι όλων είναι σωστή – βάλτε και μερικά likes από κάτω προς επιβεβαίωση, «μπράβο, καλά τα λες!». Ολόσωστοι. Στα social media και στη γοητευτική ιλιγγιώδη ταχύτητά τους (αν και ξεπερασμένα πια τα παλαιότερα – παγκοσμίως, οι εικόνες έχουν πια πρωτεύοντα ρόλο κι όχι οι λέξεις, εξού και παρακάμπτεται τα τελευταία δύο χρόνια ο επιδραστικός ρόλος που κάποτε είχε το facebook ή το twitter απέναντι στη μεγάλη δυναμική του Instagram των influencers και των celebrities), εκεί όπου όσους περισσότερους friends έχεις τόσο πιο μόνος στην πραγματικότητα είσαι, όλοι είναι πιο έξυπνοι, πιο άνετοι, πιο επιρρεπείς στο να σκίζουν την πραγματικότητα σε κομματάκια ελέω μιας δημόσια εικόνας που καταλήγει από ανάρτηση σε ανάρτηση σε κατινολογία, αφού είμαστε πιο όμορφοι, πιο αποψάτοι και γοητευτικοί απ’ τον καθένα – κοίτα με! Ζούμε στη Λευκωσία, αλλά κάνουμε στα ψέματα πως συνορεύουμε με τη Λωζάνη – οι πολυκατοικίες μας είναι απλά κουκλόσπιτα της barbie με λίγη πασπαλισμένη γκρίνια ενίοτε που μας επιστρέφει το βράδυ στον μικρόκοσμό μας πιο ηθικούς, πιο πλούσιους, πιο άνετους από τους άλλους, βαθιά κομπλεξικούς, ωστόσο, με δάχτυλο παρατεταμένο και κριτική που μοιάζει με εικόνα πεθεράς όταν βάζει το χέρι στη μέση και «τα λέει» στη νύφη: «Εγώ σου τα ‘λεγα, εγώ τα ‘ξερα, να τα τώρα…». 

Και τι; Να μένουν όλα -δημόσια και ιδιωτικά- στους τέσσερις τοίχους όπως παλιά, προσωπεία επτασφράγιστα; Να παραμένουν τα μυστικά μυστικά κι η υποκρισία να θεριεύει στον κόσμο σαν πανούκλα; Σωστό. Δεν νομίζω πάντως πως άλλαξε κάτι ουσιαστικό από τα χρόνια εκείνα όπου η Έγκωμη ήταν βοσκοτόπι και ο μπαμπάς πήγαινε τα βράδια στο διπλανό καφενείο για τάβλι – κι όπου όλοι σιωπούσαν για τα πραγματικά σοβαρά. Επί της ουσίας, δηλαδή.  

Όσα διάβασα για τα κατακαημένα αυτά παγκάκια -κυρίως πορδές που μεταμφιέζονταν σε εξυπνάδες – δεν τα διάβασα γι’ άλλα κι άλλα στα social media – σαφώς σοβαρότερα για την πόλη, αφού θέλουμε να υποδυόμαστε τους «σοβαρούς»: Το πολύ κακό κυκλοφοριακό, την απαξίωση της δημόσιας συγκοινωνίας των «ξένων», την πολεοδομία-έκτρωμα που κάνει τα στραβά μάτια στη βραδινή κατεδάφιση μονοκατοικιών στο Καϊμακλί και στον Βόρειο Πόλο, τα μπάζα που πετιούνται σε διπλανά οικόπεδα γιατί «κάποιος, μωρέ, θα περάσει να τα μαζέψει, πού να πληρώνω τώρα», τις νέες άδειες με κριτήρια που χωλαίνουν για επόμενους νέους πύργους σαν αυτόν στο κέντρο της Μακαρίου – κι άλλα κι άλλα που αφορούν στην καθημερινότητα αυτής της πόλης. Είμαι βέβαιος: Αν κάποιος μη Κύπριος διάβαζε μόνο τα όσα γράφονται στο facebook για τα «στραβά» και «παράλογά» μας θα πίστευε πως βρίσκεται π.χ. ανάμεσα στον μαχητικό πληθυσμό της Βαρκελώνης που κι αυτό το Σαββατοκύριακο ξαναβγαίνει μαζικά στους δρόμους και κινητοποιείται (για τα δικά του -σοβαρά- θέματα) κι όχι μεταξύ «αλάνθαστων» κι ακούνητων κατοίκων που εξωραΐζουν δημόσια την έλλειψή τους σε «γαλλικά και πιάνο» με μερικά status, με μερικά ανθεκτικά κι ωραία -κατά τ’ άλλα- λόγια.

Πολλές φορές αναρωτιέμαι – την τελευταία βδομάδα, για προφανείς λόγους, εντονότερα: Καλά, δεν βλέπουμε τη σημαία που φωτίζεται τα βράδια στο βουνό απέναντι απ’ την πόλη μας, καθώς πλένουμε πιάτα από τα ανοιχτά παράθυρα των κουζινών μας; Σταματήσαμε να μας πιάνει ανατριχίλα; Δεν παρακολουθούμε ειδήσεις; Δεν καταλαβαίνουμε τι στ’ αλήθεια συμβαίνει στην Μανμπίζ και στο Κομπάνι – πόσο playmobil όλα είναι; Δεν έχουμε ίχνος φόβου; Τι είμαστε; Μια χαψιά είμαστε! Μια στραβοτιμονιά ενός F-16. Μια κακά ξημερωμένη μέρα για τον Σουλτάνο. Τα παγκάκια μας μάραναν!   

Φιλgood, τεύχος 243.