Η σαθρότητα του επενδυτικού Προγράμματος Πολιτογραφήσεων, παρέμεινε σχεδόν αναλλοίωτη μέχρι την κατάργησή του, τονίζει στην σχετική έκθεση που έδωσε στην δημοσιότητα το πρωί της Δευτέρας η Ελεγκτική Υπηρεσία, επισημαίνοντας την αρνητική εικόνα που έχει δημιουργηθεί εντός και εκτός Κύπρου, ως προς την εφαρμογή του προγράμματος, εικόνα που επιδεινώθηκε μετά τα δημοσιεύματα και τα βίντεο του ξένου τηλεοπτικού δικτύου Al Jazeera.

Η έκθεση της Ελεγκτικής Υπηρεσίας κάνει λόγο για απόκρυψη σημαντικών στοιχείων από πλευράς Υπουργείου Εσωτερικών προς το Υπουργικό Συμβούλιο, ενώ ανάμεσα στα ευρήματα, καταγράφονται απώλειες €200 εκ. απώλεια από ΦΠΑ και €25 εκ. απώλεια από μη είσπραξη τελών. Τονίζει ακόμη ότι ακυρώθηκαν συμβόλαια αξίας €1 δισ., ενώ συμβόλαια αξίας €3,5 δισ. εκκρεμούν.

Τα ευρήματα

Σε συνολικά 7,327 πρόσωπα παραχωρήθηκε Κυπριακή υπηκοότητα, από την έναρξη του προγράμματος το 2007, σύμφωνα με την έκθεση ελέγχου του Κυπριακού Επενδυτικού Προγράμματος  που έδωσε στη δημοσιότητα η Ελεγκτική Υπηρεσία. Αναλυτικά, σύμφωνα με τα ευρήματα της Ελεγκτικής Υπηρεσίας,  υπηκοότητα παραχωρήθηκε σε 3.517 πρόσωπα τα οποία θεωρήθηκαν επενδυτές και σε 3.810 πρόσωπα τα οποία πολιτογραφήθηκαν ως μέλη της οικογένειάς τους (ως σύζυγοι, ως ενήλικα εξαρτώμενα τέκνα και 221 ως γονείς). Επίσης, πολιτογραφήθηκε μεγάλος αριθμός προσώπων ως ανήλικα τέκνα των πιο πάνω, για τα οποία δεν λήφθηκαν πλήρη στοιχεία και δεν αποτέλεσαν αντικείμενο του παρόντος ελέγχου.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ: 

Αξίζει να σημειωθεί ότι σύμφωνα με τα ευρήματα,  από τα 3,517 πρόσωπα που πολιτογραφήθηκαν ως επενδυτές, υπήρξε μεγάλος αριθμός που δεν πληρούσαν τα κριτήρια του προγράμματος, ενώ από τα 3,810 πρόσωπα που πολιτογραφήθηκαν ως συγγενείς επενδυτών, δεν υπήρξε σχετική εξουσιοδότηση μέσω της νομοθεσίας, με εξαίρεση όσους πολιτογραφήθηκαν μετά τις 18.8.2020, όπου γι’ αυτές τις περιπτώσεις εφαρμόστηκε το νομικό πλαίσιο που ίσχυε μετά τη συγκεκριμένη ημερομηνία. Όπως τονίζεται στην έκθεση, το Υπουργικό Συμβούλιο, συνέχισε επί μακρόν να εφαρμόζει το προηγούμενο νομικό καθεστώς.

Ο ρόλος του Υπουργού Εσωτερικών

Ο Υπουργός Εσωτερικών, κατά κανόνα, ενημερωνόταν μέσω σχετικών σημειωμάτων από τους αρμόδιους λειτουργούς του Υπουργείου, αναφορικά με τις αιτήσεις που καλείτο να προωθήσει στο Υπουργικό Συμβούλιο, ενώ παράλληλα ενημερωνόταν από το Υπουργείο Οικονομικών για την ικανοποίηση ή μη των επενδυτικών κριτηρίων. Τονίζεται δε ότι στα σχετικά σημειώματα, υπήρψαν πολύ σημαντικά θέματα που είτε πρόδηλα θα έπρεπε να οδηγήσουν απόρριψη των αιτήσεων, είτε θα έπρεπε να προβληματίσουν το Υπουργικό Συμβούλιο, στην λήψη απόφασης ως προς τον τρόπο άσκησης της διακριτικής του δικαιοδοσίας. Σημειώνεται ακόμη, ότι τα σχετικά σημειώματα δεν επισυνάπτονταν στην Πρόταση προς το Υπουργικό Συμβούλιο, ενώ ορισμένες φορές περιλαμβανόταν μια γενική αναφορά στην πρόταση. «Η μη κοινοποίηση στο ΥΣ των γεγονότων και πληροφοριών που περιλαμβάνονταν στο σημείωμα που ετοίμαζε ο αρμόδιος λειτουργός του ΥΠΕΣ, είτε με την επισύναψη αυτούσιου του σημειώματος είτε με την ετοιμασία άλλου με ανάλογο περιεχόμενο, είναι μεμπτή και παράνομη αφού στερούσε ουσιώδη πληροφόρηση από το όργανο που είχε την αποφασιστική αρμοδιότητα» υπογραμμίζεται.

 Το Υπουργικό Συμβούλιο

Εξάλλου, όπως αναφέρεται στην έκθεση το πρόβλημα εντείνεται, αφού η πιο πάνω πρακτική άφηνε στο σκοτάδι και την Βουλή των Αντιπροσώπων. Το Υπουργικό Συμβούλιο από την πλευρά του, ενέκρινε αριθμό αιτήσεων, γνωρίζοντας ότι δεν πληρούνται σχετικά κριτήρια κυρίως τα επενδυτικά, με το αιτιολογικό ότι η δήθεν η αίτηση ενέπιπτε στο πνεύμα των κριτηρίων.

«Διαπιστώσαμε την απώλεια τεράστιου ύψους δημοσίων εσόδων, μεταξύ άλλων, από την παράνομη χρήση του μειωμένου συντελεστή ΦΠΑ, από τη μη εφαρμογή των Κανονισμών ΚΔΠ 379/2020 όταν αυτοί τέθηκαν σε ισχύ και από την παράνομη πολιτογράφηση των χιλιάδων προσώπων στα οποία δόθηκε η Κυπριακή υπηκοότητα ως μέλη της οικογένειας επενδυτών, χωρίς τα πρόσωπα αυτά να προβούν σε οποιαδήποτε επένδυση» τονίζεται μεταξύ άλλων στην έκθεση.

Επενδύσεις… στα χαρτιά

Πρόσθετα, στα ευρήματα της Ελεγκτικής Υπηρεσίας, εντάσσεται και η διαπίστωση ότι, επενδύσεις ύψους ορισμένων δισεκατομμυρίων ευρώ, είτε ακυρώθηκαν, είτε είναι υψηλού κινδύνου να μην υλοποιηθούν και να παραμείνουν στα χαρτιά. Πέραν της ενδεχόμενης ανάκλησης πολιτογραφήσεων, που θα πρέπει να εξετάσει η Ανεξάρτητη Επιτροπή Εξέτασης Αποστέρησης Υπηκοότητας και των ενδεχόμενων ποινικών αδικημάτων, προκύπτουν θέματα που θα πρέπει να εξετάσει το Τμήμα Φορολογίας.

Εξάλλου, η Ελεγκτική Υπηρεσία, διαπίστωσε και την παντελή απουσία ικανοποιητικών μηχανισμών ελέγχου που θα μείωναν το ενδεχόμενο των εικονικών επενδύσεων ή πρόωρης εγκατάλειψης τους και τη συναφή απουσία εκ των υστέρων παρακολούθησης των επενδύσεων.

Αρκούντως χαρακτηριστικά παραδείγματα είναι οι αγορές ακινήτων της τάξης του  €1,1 δισ. που θεωρητικά θα αποτελούσαν επενδύσεις στο πλαίσιο του ΚΕΠ έχουν ακυρωθεί. Επίσης, αγορές ακινήτων της τάξης των €3,5 δισ. ενδεχομένως να μην έχουν υλοποιηθεί και είναι υψηλού κινδύνου να ήταν εικονικές. Αυτό υποδηλοί την ανάγκη πλήρους ελέγχου ως προς το κατά πόσο οι πολιτογραφηθέντες διατηρούν την επένδυσή τους. Κατά την άποψή της Ελεγκτικής Υπηρεσίας, η εντύπωση που δημιουργείται είναι πως, πέραν από τα κενά και αδυναμίες που υπήρξαν, κάποιοι από τους ασκούντες δημόσια εξουσία ουδόλως λάμβαναν υπόψη το ισχύον νομικό και κανονιστικό πλαίσιο και ουσιαστικά θεωρούσαν ότι θα μπορούσαν να ενεργούν κατά το δοκούν. Μέσα από τα παραδείγματα αυτά, διαφαίνεται το ενδεχόμενο κατάχρησης εξουσίας από πρόσωπα που ασκούσαν δημόσια εξουσία και το πρόβλημα δεν περιορίζεται μόνο στους επιτήδειους που καταχράστηκαν το Κυπριακό Επενδυτικό Πρόγραμμα, εκμεταλλευόμενοι τα κενά, τις ελλείψεις και τις αδυναμίες του.

Άρση αρνητικής εικόνας με αναγκαία λογοδοσία

Καταληκτικά, η  έκθεση, περιλαμβάνει πολύ αρνητικές διαπιστώσεις, σημειώνεται μεταξύ άλλων, όπως και στο πόρισμα της Ερευνητικής Επιτροπής που διορίστηκε από τον Γενικό Εισαγγελέα στις 7.9.2020, οι οποίες μπορούν να βοηθήσουν στην άρση της αρνητικής εικόνας, μόνο αν υπάρξει η αναγκαία λογοδοσία. Η Ελεγκτική Υπηρεσία από την πλευρά της, θεωρεί ότι παρούσα Έκθεση αποδεικνύει τη σημασία της απρόσκοπτης διεξαγωγής ελέγχου από το Ανώτατο Ελεγκτικό Ίδρυμα της χώρας μας και επιβεβαιώνει τη θέση, που εξ αρχής εκφράσαμε ότι το έργο της Ελεγκτικής Υπηρεσίας και της Ερευνητικής Επιτροπής δεν ήταν αμοιβαίως αποκλειόμενα, αλλά αντίθετα θα μπορούσε να είναι συμπληρωματικά και να γίνονται χωρίς κανένα πρόβλημα, παράλληλα και ταυτόχρονα.