Το τρίτο βιβλίο της Χάρης Σπανού τιτλοφορείται «Φυλάκιο». Είναι χωρισμένο σε 18 σύντομα κεφάλαια, με τον τίτλο κάθε κεφαλαίου να είναι λιτός, δηλωτικός και διευκρινιστικός.Τα γεγονότα πλέκονται γύρω από τη μορφή του αγνοούμενου Νικηφόρου, δεκαεννέα ετών, ο οποίος διατρέχει τις ζωές των υπόλοιπων προσώπων με την απουσία-παρουσία του. Πρωταγωνιστές, μία οικογένεια που ζει στη Λευκωσία. Άλλα μέλη της οικογένειας του Νικηφόρου είναι τα αδέλφια του, η Ιουλία και ο Ερμής, και ο γιος της Ιουλίας Μιχαήλ. Δευτερεύοντα πρόσωπα που εξυπηρετούν και συνθέτουν το παζλ της υπόθεσης ο Σάββας (σύζυγος της Ιουλίας, καταγόμενος σύμφωνα με την αφήγησή του από την «Αχαιών ακτή» και φίλος των 2 αδελφών), η νονά του Μιχαήλ Φανή, οι αδελφές του Μιχαήλ, η Γερμανίδα σύντροφος του Ερμή Φραντσέσκα, καθώς και η θεραπεύτριά του. Οι ήρωες καθημερινοί, σύγχρονοί μας, προβληματίζονται, ενημερώνονται, συζητούν, ψάχνουν και ψάχνονται, ανησυχούν για την τύχη του νησιού, την εμπλοκή των ξένων και των μεγάλων στις εσωτερικές διεργασίες, αγωνιούν για την τύχη των αγνοουμένων, βιώνουν τη διαδικασία ταυτοποίησης των οστών. 

Το βλέμμα της συγγραφέως αποδεικνύεται διεισδυτικό και βαθιά ψυχογραφικό. Δεν μένει στο πρώτο επίπεδο του ιστορικού γεγονότος και σαφώς δεν ενδιαφέρεται να διδάξει ιστορία. Οι συνθήκες της ημικατοχής στο νησί συνδυάζονται με τα συμπτώματα πολιτικοκοινωνικής παρακμής και καταγγέλλονται. Αυτό που παρατηρείται και παρουσιάζεται πάντα μέσω των πρωταγωνιστών ηρώων –οι οποίοι ισότιμα αντιπροσωπεύονται στο κείμενο- είναι η εκ βαθέων και εξονυχιστική ακτινογραφία της σύγχρονης κυπριακής κοινωνίας, χωρίς αυτή βέβαια να αποκόπτεται από την παγκόσμια.  

Η αφήγηση αρχίζει με την παρουσίαση του μικρότερου σε ηλικία ήρωα, του Μιχαήλ, στρατιώτη στην περιοχή του Καϊμακλίου, σε φυλάκιο ακριτικό. Με μαεστρία ο ήρωας συστήνεται και συστήνει την οικογένειά του, βοηθώντας τον αναγνώστη να εγκλιματιστεί. Σε αυτό συντείνει και η πρωτοπρόσωπη αφήγηση με αφηγημένους διαλόγους στο πρώτο κεφάλαιο που κερδίζει το ενδιαφέρον και κεντρίζει την περιέργεια.  

Ο Χρόνος -που ξεφεύγει από τη σημασία που του αποδίδουν οι άνθρωποι- καταργείται στο βιβλίο και γίνεται άχρονος: γι’ αυτό κινούνται φυσικά -χωρίς να προκαλείται διάσπαση από τη ροή του κειμένου- ήρωες ζώντες και μη. Οι θανόντες αναλαμβάνουν να παρουσιάσουν πτυχές που οι ζώντες αγνοούν και θα εξακολουθήσουν να αγνοούν, καθιστώντας τους αναγνώστες προνομιούχους.

Το βιβλίο τιτλοφορείται «Φυλάκιο». Ήδη από την πρώτη σελίδα με το παράθεμα του Ρένου Αποστολίδη γίνεται αναφορά σε στρατιώτη που φυλάει σκοπιά σε σιωπηλό τοπίο. Ακριβώς αμέσως ο τόπος όπου τοποθετούνται τα δρώμενα είναι το φυλάκιο στην ακριτική περιοχή του Καϊμακλίου όπου ο αφηγητής-Μιχαήλ φυλάει σκοπιές αντικρίζοντας στην ταράτσα τούς απέναντι. Στη συνέχεια γίνεται αναφορά στον Νικηφόρο-στρατιώτη κατά τη διάρκεια της τουρκικής εισβολής που μόνος -έρημος σε έρημο τοπίο, κατά τον Αποστολίδη- και τραυματισμένος στις άσπρες βραχοσειρές του Πενταδακτύλου, βρίσκεται ακινητοποιημένος σε ένα πρόχειρα σκαμμένο όρυγμα με τη στραβή χαρουπιά για προστασία από το λιοπύρι. Στο τέλος του βιβλίου, μετά και τη συζήτηση με τη θεραπεύτρια για το όνειρο και τη μεταμόρφωση, ο Ερμής κλείνει τα μάτια: «Είδε τον απέραντο κάμπο να απλώνεται μπροστά του. Το βουνό ορθώνεται στο βάθος με όλα τα χρώματα του πρωινού να το χαϊδεύουν. Μια φιγούρα στη σκοπιά αγναντεύει. Παραδίπλα το φυλάκιο.» Και λίγο παρακάτω η σκέψη του: «Κάποτε σκέφτομαι πως η ζωή είναι σκοπιά δίπλα σ’ ένα φυλάκιο».

Το θέμα του φυλακίου και της σκοπιάς, με άλλη από την κυριολεκτική σημασία, διαφαίνεται και στο τελευταίο κεφάλαιο στο οποίο ο συγγραφέας-αφηγητής σκέφτεται το τέλος και σημειώνει: « Εκείνο το βράδυ τα νέφη μετοίκησαν στον δυτικό κήπο. Η Δάφνη, η Ροδιά, η Συκομουριά, η Λεμονιά έγιναν πλάσματα στην υπαίθρια σκηνή. Ο Ερμής σίμωσε στην είσοδο, έσπρωξε με το χέρι το κάγκελο, αυτό έτριξε το βραχνό χαιρετισμό του, αυτός έσκυψε για να αποφύγει τα κλαδιά της Λεμονιάς και προχώρησε αναδιπλώνοντας τον κορμό του.[…] Τα δέντρα παρακολουθούσαν αμήχανα καθώς ο Νικηφόρος έσχιζε το χώμα και φανερώθη ολόκληρη η θωριά του. Το κεφάλι και το πρόσωπό του φωτίστηκαν από μια λαθραία δέσμη φωτός που δραπέτευσε από το νεφικό διάκενο.» Ο συγγραφέας, ως άλλος σκοπός, παρατηρεί, παρακολουθεί τους ήρωές του –ως τα κατάβαθα της ψυχής τους- και δεν του διαφεύγει το παραμικρό ως το τέλος – εάν και εφόσον αυτό υπάρχει. 

*Της Μαριλένας Πόρακου

*Φιλόλογος