Άνοιξε στις 12 Απριλίου στο Space52 στην Αθήνα η ομαδική έκθεση με τίτλο «Ό,τι αγγίζω, γίνεται εγώ: Αρχαιολογία της χειρονομίας» σε επιμέλεια της Κύπριας ιστορικού τέχνης Ευαγόριας Δαπόλα.

Συμμετέχουν οι καλλιτέχνες Κωστής Βελώνης, Έλλη Αντωνίου, Φάνος Κυριάκου, Δημήτρης Κοντοδήμος, Σωκράτης Σωκράτους και Διονύσης Χριστοφιλογιάννης.

Η έκθεση θα διαρκέσει μέχρι τις 4 Μαΐου και συνοψίζει μια μακρά έρευνα για το πώς διασταυρώνονται χειρονομία, γλώσσα και αξία.

Το επιμελητικό πρόγραμμα αποτελείται από μια κύρια ομαδική έκθεση καλλιτεχνών στο Space52, καθώς κι από ένα πλούσιο πρόγραμμα αναγνώσεων και προβολών που θα πραγματοποιηθούν σε όλη την Αθήνα σε συνεργαζόμενους χώρους και ιδρύματα. Περιλαμβάνει επίσης συζητήσεις, ένα πάνελ και μια πολύ σύντομη έκδοση γεμάτη με έρευνα, δοκίμια και κείμενα.

Το πρότζεκτ στοχεύει στην εξαγωγή χειρονομιών και σωματικών δηλωτικών καταστάσεων από την αρχαιολογία και τα τεχνουργήματα, επιτρέποντάς τους μέσα από μια νέα διαδικασία ερμηνείας και επανάληψης, φαινομενικά συναρμολογημένα όπως σε μια παρτιτούρα παράστασης, σπρώχνοντας τα όρια μεταξύ ιστορίας, εικαστικών τεχνών και χορογραφίας, πλαισιώνοντας έτσι την αξία της χειρονομίας και της ενσάρκωσής της.

Προτείνει μια αντιστροφή που επιχειρεί να επιβεβαιώσει μια εναλλακτική τάξη, αρνούμενο να καθιερώσει την ιεραρχία, ενώ προσπαθεί να δημιουργήσει μια αταξία, μέσω της αμφισβήτησης της γλώσσας και της χειρονομίας στο πεδίο της αρχαιολογίας.

Όταν τα αρχαία αντικείμενα βγαίνουν από τις ροές τους, μεταμορφώνονται, γίνονται ορατά, οικεία, αυτόνομα. Αλληλεπιδρώντας μαζί τους, ξανα-εξετάζουμε τα βλέμματα, τις χειρονομίες και τις συμπεριφορές και δημιουργούμε νέες λειτουργίες. Σε ένα αέναο αρχιπέλαγος πρωτοκόλλων χειρισμού, εργασίας και κατοχής αντικειμένων, αυτή η έκθεση προτείνει μια ριζική μη-χρήση.

Εξερευνώντας τις χειρονομίες και τα αντικείμενα νεκροπολιτικού πόθου, η έκθεση λειτουργεί ως ένα παρασιτικό συμβούλιο που προτείνει εναλλακτικές χειρονομίες, νέες μορφές κινήσεων, βλέμματα και σκέψεις χαραγμένες σε χειρονομίες χειρισμού, φροντίδας, αγάπης και κοινής χρήσης. Γίνεται ένα ρίζωμα μη ιδιόκτητων χρήσεων και συνοψίζει μια μακρά έρευνα σχετικά με το πώς διασταυρώνονται οι χειρονομίες, η γλώσσα και η αξία, επηρεασμένη από το Berlin Key του Latour.

Επαναπλαισιώνοντας έτσι την αξία της χειρονομίας και της ενσάρκωσής της, μας προτρέπει να μην παραχωρήσουμε σε κανέναν αφηγηματική πρακτική, προνομιακό ρόλο, ενισχύοντας την ιδέα της αδιάκοπης μεταμόρφωσης μέσω χειρονομιών. Υπογραμμίζει μια ανεστραμμένη χειρονομία που απεικονίζει έκσταση αντί για ευλάβεια. Αυτό δημιουργεί και επαυξάνει μια σειρά από μοναδικά περιβάλλοντα και προσωπικές προοπτικές για την εμπλοκή της αρχαιότητας ως χειρονομίας, υγρής, επιτελεστικής και ετερογενούς, παρά απλώς σταθερής και μονοπολιτισμικής.

Ο Κωστής Βελώνης είναι ένας αλχημιστής, που δημιουργεί πάντα ζωντανές στιγμές και μεταδόσεις, διαπλέκοντας την πολιτική, τη φιλοσοφία και τη θεωρία, αφήνοντας παράλληλα χώρο για ατομική βιωματική ερμηνεία. Το site-specific έργο του, γι’ αυτή την έκθεση, παραπέμπει σε θραύσματα από αστικές αρχιτεκτονικές, ενεργά εργοτάξια που αυτή τη στιγμή κατακλύζουν τους δρόμους της Αθήνας, και κοσμολογικές θεωρίες συνυφασμένες με την ηλιακή πολιτική. Χαρτογραφώντας περίπλοκες σχέσεις και κοινωνικοπολιτικές γραμμές, ο ήλιος θα μπορούσε να συμβολίζει τη σημερινή μας κατάσταση στο φλογερό ζενίθ της.

Ο Φάνος Κυριάκου οργανώνει γλυπτικά περιβάλλοντα, σαν συλλέκτης ή φύλακας, ξεκινώντας από ζωντανά, εφήμερα και συνθετικά υλικά, από το ξύλο μέχρι το ατσάλι, τον ορείχαλκο και την τερακότα, μέχρι τα δικά του χυτά από χαλκό και αλουμίνιο. Τα γλυπτά του βρίσκονται σε μια κατάσταση ρευστότητας, υπενθυμίζοντάς μας ότι η εμπειρία είναι τόσο ο στόχος όσο και το αντικείμενο. Συντονίζοντας τις μνήμες που είναι ενσωματωμένες στα υλικά του, οι ερευνητικές του διαδικασίες μετασχηματίζονται στις εγκαταστάσεις του που επαναδραστηριοποιούν το βλέμμα, μετατρέποντας το κοίταγμα σε μια (αυτο)συνειδητή χειρονομία.

Τα έργα του Σωκράτη Σωκράτους είναι μια μορφή αρχαιολογίας του τραύματος της Κύπρου, μια ωδή στις ιστορίες ενός τόπου στοιχειωμένου από διάφορες διαστάσεις και εδαφικές πολιτικές, θέσεις και υποκειμενικότητες γεμάτα με νεκροπολιτικές τάσεις, απόλυτα ανθρωποκεντρικά. Οι φωτογραφίες του , ταξινομίες του πόνου, είναι αποτέλεσμα μιας μακράς έρευνας πάνω στο θέμα του, μας οδηγούν στο Εργαστήριο Ιατροδικαστικής Γενετικής στη Λευκωσία, ανοίγοντας την πόρτα στην άγνωστη κατά τα άλλα διαδικασία ανάλυσης DNA ανθρώπινων λειψάνων που έχουν ανασκαφεί από σημεία ταφής, μετά τον πόλεμο.

Το έργο του Δημήτρη Κοντοδήμου μας υπενθυμίζει ότι τα αντικείμενα αν και είναι οι πρωταγωνιστές των ανακατασκευών του παρελθόντος και των κατασκευών του παρόντος, είναι επίσης οι δομικοί μας σύντροφοι, ειδικά σε έναν τόπο πλούσιο σε αρχαιολογικό παρελθόν χώρο, όπως η Αθήνα. Ωστόσο, καθώς τα γλυπτά του, εμπλουτισμένες ανακατασκευές αρχαιολογικών θραυσμάτων και κατασκευών, ξεφεύγουν από τις αρχικές τους ροές, απελευθερώνονται από τους αρχικούς τους σκοπούς και το νόημά τους και γίνονται διαλογισμοί πάνω στις έξω πολιτισμικές ταυτότητες και τις ανθρώπινες υποκειμενικότητες.

Το έργο της Έλλης Αντωνίου ασχολείται με ανακτημένα υλικά, ψηφιακές και φυσικές χειρονομίες και τα αποτυπώματά τους σε διαφορετικές επιφάνειες, αντιτιθέμενα σε θεσμικά πλαίσια, για να εξερευνήσει τρόπους θέασης, προοπτικής και εκστατικής υλικότητας. Τα σχέδιά της μοιάζουν με μια χορογραφία χειρονομιών που διαμορφώνουν νέους δρόμους ανάμεσα στη γλυπτική, τη χαρακτική και το σχέδιο. Τα ανοιχτά έργα της, ενσωματώνουν τις δικές τους ατμοσφαιρικές διαθέσεις, τόσο πολύ που αναπτύσσουν μια ιδιότυπη χωρικότητα.

Ο Διονύσης Χριστοφιλογιάννης, για τους σκοπούς αυτής της έκθεσης, δημιουργεί γλυπτικές εγκαταστάσεις που χρησιμοποιούν λεπτά στρώματα λατέξ επιδιώκοντας ή δημιουργώντας μια διαδικασία “γδαρσίματος”. Η σχολαστική διαδικασία της χύτευσης που ακολουθεί, συνδυάζει τέτοια αντικείμενα σε υποβλητικές αλλά σε μεγάλο βαθμό ανεξιχνίαστες διαμορφώσεις, επιτρέπει την απογύμνωση στα βασικά χαρακτηριστικά τους, μετατρέποντάς τα σε υφές που μοιάζουν με δέρμα, φανταστικά αντίγραφα αντικειμένων και αρχιτεκτονικών δομών που αποτελούν μαρτυρία της προηγούμενης ύπαρξής τους.