Το νομικό επάγγελμα έδειχνε διαχρονικά μια ανοσία στις αλλαγές, έναν περισσότερο παραδοσιακό χαρακτήρα ταυτισμένο με την κλασική δικαστηριακή πρακτική και τους βαρείς τόμους των νομικών εκδόσεων. Η διείσδυση της πληροφορικής στην παροχή νομικών υπηρεσιών, ενώ βοήθησε στην αναβάθμιση της ποιότητας και της ταχύτητας  στην παροχή των υπηρεσιών αυτών, αλλά και στην απόδοση της δικαιοσύνης (ειδικά σε μοντέρνες και προοδευμένες δικαιοδοσίες), δεν υπήρξε παράγοντας σημαντικής αναμόρφωσης του νομικού επαγγέλματος. Κάτι που είναι πλέον ήδη ορατό ως ρεαλιστική πιθανότητα, με την εισαγωγή της Τεχνητής νοημοσύνης (ΑΙ) ως ουσιαστικού παράγοντα μεταρρύθμισης στον κόσμο των δικηγορικών γραφείων και όχι μόνο.

Σε αυτό το υπό διαμόρφωση πλαίσιο, διακρίνεται όμως και μια άλλη παράμετρος αλλαγής σχετικής με τη παροχή υπηρεσιών στο πεδίο των οικονομικών δικαίων: το λεγόμενο sustainable finance, ή αλλιώς η προσαρμογή των νομικών και οικονομοτεχνικών επιλογών των συμβαλλομένων μερών σε κοινωνικά και περιβαλλοντικά υπεύθυνα και βιώσιμα πρότυπα, που αποκτά όλο και μεγαλύτερη ρυθμιστική σημασία και συναλλακτική δημοφιλία. Αυτή η πράξη ενσωμάτωσης δεδομένων ESG στη διαχείριση επενδύσεων έχει γίνει γνωστή ως βιώσιμη χρηματοδότηση ή επένδυση (Berg, Fabisik και Sautner 2020). Δηλαδή πρόσβαση σε ένα μεγαλύτερο εύρος  επιλογών χρηματοδότησης, με προϋπόθεση την επίτευξη στόχων βιώσιμης ανάπτυξης. Η βιωσιμότητα της χρηματοδότησης πρέπει να αξιολογείται με ευρύτητα, χωρίς στεγανά και προκαταλήψεις σχετικά με τα μέσα και τα εργαλεία με τα οποία μπορεί να επιτευχθεί.

Σύζευξη τεχνολογίας και βιώσιμων στρατηγικών

Η βιωσιμότητα, λοιπόν, μεταξύ άλλων (μπορεί και πρέπει) να περιλαμβάνει την προσαρμογή του σημερινού επιχειρηματικού μοντέλου στη δυναμική φύση των διαφόρων ψηφιοποιημένων πλαισίων. Δηλαδή, οι εταιρείες πρέπει να διασφαλίζουν ότι οι πόροι, και κυρίως η τεχνολογία, χρησιμοποιούνται με υπευθυνότητα και αποτελεσματικότητα για τη βελτίωση της ζωής όχι μόνο της σημερινής αλλά και των μελλοντικών γενεών, καθώς και για την ενίσχυση της σχέσης τους με το περιβάλλον (Musleh Al-Sartawi, 2022). Γίνεται αντιληπτό, επομένως, ότι το σημείο συνάντησης των παραπάνω καινοτομιών μπορεί να αποτελέσει τη θρυαλλίδα της επαναστατικής μεταβολής στον τρόπο παροχής και στο είδος των νομικών υπηρεσιών που παρέχονται στις επιχειρήσεις σήμερα, προς όφελος της οικονομίας, της κοινωνίας και του περιβάλλοντος.

Πρόσφατα, η τεχνολογική έρευνα ανέδειξε τα Neural Networks τα οποία προσομοιάζουν την ανθρώπινη συμπεριφορά, σε τομείς όπως η γνωστική διεργασία, η επίλυση προβλημάτων και η υπολογιστική νοημοσύνη. Ήδη υπάρχουν εφαρμογές της τεχνητής νοημοσύνης που βοηθούν τους νομικούς σε εργασίες, όπως οι διαδικασίες δέουσας επιμέλειας (due diligence), η αυτοματοποίηση στην προετοιμασία νομικών εγγράφων με βάση την εισαγωγή απλών μεταβλητών/όρων, ή προσφέρουν προβλέψεις αποτελεσμάτων νομικών υποθέσεων με τη χρήση προηγμένων εργαλείων έρευνας και στατιστικής ανάλυσης, Τα προφανή πλεονεκτήματα της χρήσης αυτών των εφαρμογών από ένα δικηγορικό γραφείο αφορούν στην ταχύτατη ανάλυση αποτελεσμάτων παρόμοιων υποθέσεων, την αναβάθμιση των ευρημάτων της νομικής έρευνας, την πιο εύστοχη αντιστοίχισή τους με τα ζητήματα/προβλήματα και την υπόδειξη πιο αποτελεσματικών και, πιθανότατα, πιο κερδοφόρων λύσεων/επιλογών.

Διασπώντας το φράγμα της αδράνειας

Φυσικά, η επιδιωκόμενη αλλαγή δε είναι, ούτε μπορεί να θεωρείται δεδομένη. Κάθε μεταβολή συναλλακτικών και επαγγελματικών πρακτικών (ειδικά μακροχρόνιων) συνεπάγεται μια κάποια αναμενόμενη αντίσταση. Σχετικά ιστορικά παραδείγματα αποτελούν οι μεγάλες ανακατατάξεις και η αναταραχή στις εργασιακές σχέσεις που επέφερε η Βιομηχανική επανάσταση στα μέσα του 19ου αιώνα, όπως επίσης και οι σφοδρές αντιδράσεις που προκάλεσε στην άρχουσα τάξη της ΕΣΣΔ η προσπάθεια ορισμένων αξιωματούχων να εισαγάγουν την πληροφορική και τους ηλεκτρονικούς υπολογιστές στη διαχείριση του κεντρικά ελεγχόμενου σχεδιασμού της σοβιετικής οικονομίας, τη δεκαετία του 70′.

Στο δικηγορικό επάγγελμα είναι λογικό να υπάρχει μια καχυποψία και μια πιθανή απροθυμία στην ευρύτερη υιοθέτηση τόσο επαναστατικών τεχνολογιών. Και πράγματι απέχουμε πολύ ακόμα από το σημείο όπου η ΑΙ θα μπορεί να παράγει «πνευματική» εργασία στο επίπεδο της ανθρώπινης. Ωστόσο δεν είναι αυτό το νόημα της καινοτομίας. Αντιθέτως, ο στόχος είναι να απαλλαγούν οι δικηγόροι από περισσότερο τυποποιημένες διαδικασίες και να ελαχιστοποιηθούν/απαλειφθούν τα σφάλματα σ αυτές, εξοικονομώντας χρόνο και προσπάθεια ώστε να μπορούν να εστιάσουν στην παραγωγή ουσιαστικής νομικής σκέψης, η οποία πάλι μέσω της τεχνολογίας θα μπορεί ευκολότερα να εστιάζει σε πιο εύστοχες λύσεις, συμβάλλοντας στη δημιουργία ενός ενάρετου επαγγελματικού κύκλου.

Οι μηχανισμοί της αλλαγής

Η ΑΙ μπορεί, συνεπώς, να αποτελέσει σύμμαχο του δικηγόρου και παράγοντα αξιοποίησης επιλογών βιώσιμης χρηματοδότησης, κατ’ αρχάς με την υπόδειξη των λύσεων αυτών, συμβάλλοντας αποτελεσματικά  στην επιμόρφωση και την ενημέρωση των επαγγελματιών για τις δυνατότητες που υπάρχουν. Σε επόμενο στάδιο, η συγχώνευση της νομικής σκέψης και ανάλυσης με την παραμετροποίηση που επιτάσσει το πλαίσιο ESG, μέσω και της συστηματοποίησης στην παροχή νομικών συμβουλών που αποτελεί κεντρικό χαρακτηριστικό των δικηγορικών γραφείων, μπορεί να επιταχυνθεί σημαντικά, με την προφανή βοήθεια της υπολογιστικής ισχύος που εξασφαλίζει η τεχνολογία. Η ρύθμιση των συστημάτων να προτάσσουν λύσεις συμβατές με τις πολιτικές βιωσιμότητας/φιλικές προς το περιβάλλον θα δώσει το πλεονέκτημα σε αυτές τις πολιτικές και θα αυξήσει περαιτέρω τη δημοφιλία τους. Εξυπακούεται, φυσικά, ότι αυτή η αλλαγή θα σημάνει και περισσότερες ευκαιρίες και για τις ίδιες τις δικηγορικές εταιρείες να υιοθετήσουν πολιτικές ESG στις εσωτερικές τους διεργασίες.

Η δυνατότητα της τεχνητής νοημοσύνης, συνδυάζοντας αλγόριθμους, μοντέλα πρόβλεψης και ανάλυση δεδομένων, να υποστηρίξει τη βιώσιμη χρηματοδότηση φαίνεται να είναι ώριμη. Εξάλλου, όλο και περισσότεροι επενδυτές εξετάζουν, στη διαχείριση των επιλογών τους,  εάν και κατά πόσο τα παρεχόμενα προϊόντα και υπηρεσίες ενσωματώνουν την υιοθέτηση βιώσιμων προτύπων. Είναι, δηλαδή, ευτύχημα ότι το κέρδος εμφανίζεται εδώ να ωθεί προς τη υιοθέτηση λύσεων που βοηθούν στην καλύτερη προστασία των κοινωνικών και περιβαλλοντικών δεικτών. Έτσι, οι επενδυτές απαιτούν πιο ολοκληρωμένη και αναλυτική χρηματοοικονομική αναφορά (reporting) από εταιρείες και λογιστές με έμφαση στα πρότυπα αυτά, εκπληρώνοντας και ένα, κατά κάποιο τρόπο, καθήκον εταιρικής κοινωνικής ευθύνης.

Βεβαίως, οι δικηγόροι/νομικοί δεν θα χρειαστεί να ασχοληθούν στην πράξη με τις ιδιαιτερότητες αυτών των υπολογισμών, ωστόσο η πρόκληση (αλλά και η ευκαιρία) βρίσκεται αλλού. Οι έννομες σχέσεις των πελατών τους θα επηρεαστούν, καθώς η μη συμμόρφωση με τις πολιτικές βιωσιμότητας θα αρχίσει να συνεπάγεται αυξημένα συναλλακτικά κόστη/ποινές/αποζημιώσεις. Οι δικηγόροι θα αρχίσουν να βρίσκονται όλο και περισσότερο ενώπιον καταστάσεων όπου συγκεκριμένες επιλογές δε θα είναι διαθέσιμες όχι απαραίτητα εξαιτίας αυστηρών νομικών/φορολογικών απαγορεύσεων ή εμποδίων, αλλά λόγω ρητρών και σύνθετων επενδυτικών δικλείδων οι οποίες θα διαμορφώνουν ένα περιβάλλον συναλλαγών αυξημένου ρίσκου.

Φαίνεται λοιπόν ότι η AI έχει τη δυνατότητα να συμβάλει στη αντιμετώπιση κρίσιμων προβλημάτων όπως η κλιματική κρίση και η υποβάθμιση του φυσικού περιβάλλοντος, διευκολύνοντας και προάγοντας την περιβαλλοντική και κοινωνική διακυβέρνηση, αλλά και τη μείωση του επιχειρηματικού/επενδυτικού ρίσκου. Ωστόσο, κλειδί για την καθιέρωση της τεχνολογίας αυτής στις συναλλαγές και την διασύνδεσή της με την οικονομική ζωή είναι η αποδοχή της από το νομικό κόσμο και η υιοθέτησή της από τις δικηγορικές εταιρείες.

Ιωάννης Σιδηρόπουλος, Δικηγόρος, Elias Neocleous & Co LLC, LLB, LLM (LSE, UvA), ακαδημαϊκός συνεργάτης νομικής σχολής Πανεπιστημίου Leiden, Χάγη

Νικόλ Φινοπούλου, Δικηγόρος, Phinopoulou Legal Practice, LLB, LLM(UCL) LPC, CISL, University of Cambridge