Πράξη έκαναν τις προθέσεις τους τα κόμματα για την κατάργηση των πολλαπλών συντάξεων για τους κρατικούς αξιωματούχους.

Πριν από λίγο κατατέθηκαν στην Ολομέλεια της Βουλής οι προτάσεις νόμου στις οποίες αποτυπώνονται οι προτάσεις της Ελεγκτικής Υπηρεσίας, με τις οποίες αντιμετωπίζονται, σύμφωνα με τους εισηγητές, οι στρεβλώσεις για τα συνταξιοδοτικά ωφελήματα των κρατικών αξιωματούχων.

Τις έξι προτάσεις νόμου υπογράφουν οι βουλευτές της εκλογικής περιφέρειας Λευκωσίας Δημήτρης Δημητρίου, Ειρήνη Χαραλαμπίδου και Αλεξάνδρα Ατταλίδου και εκ μέρους των Οικολόγων ο Σταύρος Παπαδούρης.

Με τις έξι προτάσεις νόμου προβλέπεται ότι η σύνταξη που θα κερδηθεί από τους Υπουργούς, Υφυπουργούς, Βουλευτές και Δημάρχους από την 1.1.2024 και μετέπειτα θα καταβάλλεται στο 65ο έτος της ηλικίας τους (αυτή που θεμελιώθηκε προ της ημερομηνίας αυτής θα καταβάλλεται στο 60ο έτος, όπως προβλέπει σήμερα η νομοθεσία).

Επίσης, οποιοσδήποτε αφυπηρετεί από δημόσιο αξίωμα ή θέση μετά την 1.1.2024 και αναλαμβάνει άλλο δημόσιο αξίωμα ή θέση στην Κύπρο ή σε θεσμό της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η καταβολή της σύνταξης του που θα έχει κερδηθεί μετά την 1.1.2024 θα αναστέλλεται.

Επίσης, για πρόσωπα που λαμβάνουν σύνταξη λόγω υπηρεσίας στα αξιώματα του Προέδρου της Δημοκρατίας, Προέδρου της Βουλής, Υπουργού, Υφυπουργού και βουλευτή, ήδη προβλέπεται στη νομοθεσία ότι αυτή αναστέλλεται αν διοριστούν σε άλλο δημόσιο αξίωμα ή θέση στην Κύπρο και αυτό αφορά και σύνταξη που θεμελίωσαν προ της 1.1.2024 στο συγκεκριμένο αξίωμα.

Παράλληλα, εισάγεται και ανώτατο όριο σύνταξης σε περίπτωση υπηρεσίας σε περισσότερα του ενός αξιώματα ή θέσεις στη Δημοκρατία, ώστε η σύνταξη αθροιστικά από όλα τα αξιώματα και θέσεις που θα κερδίζεται μετά την 1.1.2024 να μην υπερβαίνει το όριο των 2/3 των υψηλότερων απολαβών. Εξάλλου, τυχόν σύνταξη που έχει θεμελιωθεί προηγουμένως δεν επηρεάζεται και θα καταβάλλεται επιπρόσθετα. Τέλος στην Ολομέλεια κατατέθηκε και 7η πρόταση νόμου της Ειρήνης Χαραλαμπίδου, η οποία προβλέπει φορολόγηση κατά 90% των εισοδημάτων ενός πρώην αξιωματούχου όταν αυτά υπερβαίνουν τις €70.000 τον χρόνο.