Μέρος Α΄

 

Σήμερα σταμάτησαν οι βροχές. Ήλιος και λευκά πουπουλένια σύννεφα κατά τη διάρκεια της διαδρομής προς το Μεσολόγγι, ενώ μας οδηγεί ο νεαρός Δημήτρης κατά μήκος της γαλήνιας θάλασσας, κάνοντάς μας ταυτόχρονα τον ξεναγό. Ο παππούς του υπήρξε ο πρώτος οδηγός ταξί της Ναυπάκτου, μας λέει όλο καμάρι, συνεχίζοντας κι ο ίδιος την οικογενειακή παράδοση, ενώ κατά τους χειμερινούς κυρίως μήνες που η δουλειά είναι πεσμένη, ασχολείται όπως και μεγάλο μέρος των κατοίκων της περιοχής με τη γεωργία, κυρίως ελιές, εσπεριδοειδή, κηπευτικά και την εκτροφή ελαφιών «ντάμα-ντάμα» που βλέπουμε σε πολλά κτήματα της Αιτωλοακαρνανίας, την οποία χωρίζει από τη Φωκίδα ο ποταμός Μόρνος.

«Να, βλέπετε; Εκεί ήταν η γέφυρα του Ευήνου που κατέρρευσε με τις φετινές καταιγίδες. Απ’ εκεί πάνω ανεβαίνεις προς το μοναστήρι των Παπαροκάδων. Να και η Κλόκοβα ή Παλιοβούνα. Στις σπηλιές της κατέφυγαν οι λιγοστοί Μεσολογγίτες που σώθηκαν από τη μεγάλη σφαγή και τα σκλαβοπάζαρα».

Η καρδιά μας κτυπά αλλόκοτα, με δέος και συγκίνηση, καθώς πλησιάζουμε στην Ιερά Πόλη. Η αποτρόπαια και βάρβαρη σφαγή των Μεσολογγιτών κατά την Έξοδό τους, αποτελεί ένα οδυνηρό μα ταυτόχρονα λαμπρό σημείο της ιστορίας μας που χαράκτηκε ανεξίτηλα στο συλλογικό ασυνείδητο του καθενός, σηκώνοντας κύματα αντιδράσεων στον τότε Δυτικό κόσμο, τα οποία οδήγησαν στη σωτήρια ναυμαχία του Ναυαρίνου.

Συχνά, η εικόνα που πλάθουμε για ένα μυθικό μέρος είναι τόσο αλλιώτικη από την πραγματική, κάτι που συνέβη και στην περίπτωση του οικείου μα άγνωστού μας Μεσολογγίου. Ερχόμενοι από την επιβλητική Ναύπακτο με τα τριπλά οχυρωματικά τείχη, το Μεσολόγγι είναι εν αντιθέσει ένα μικρό «αλωνάκι», όπως το χαρακτήρισε και ο Διονύσιος Σολωμός. Το χαμηλό τείχος που χτίστηκε στα βόρεια, κατά τα χρόνια των πολιορκιών, είναι σχεδόν συμβολικό, αφού το Μεσολόγγι δεν έχει τόση σχέση με τη στεριά αυτή, αλλά με την απέραντη λιμνοθάλασσα που το περιβάλει και γι’ αυτό πολλοί το αποκάλεσαν «το όγδοο νησί των Εφτανήσων».

Ακόμη και  η «Πλατιά Πύλη» κάτω από την οποία περνούμε για να μπούμε στην πόλη, μόνο συμβολικά και μεταφορικά είναι «πλατιά», αφού χώρεσε το θάρρος και τον ηρωισμό των κατοίκων της πόλης, γυναικοπαίδων και πολεμιστών, τους οποίους θέριζαν η πείνα και οι κακουχίες. Μέσω αυτής έγινε η Έξοδος της 7ης Απριλίου του 1823.

«Άκρα του τάφου σιωπή στον κάμπο βασιλεύει·
Λαλεί πουλί, παίρνει σπυρί, κι η μάνα το ζηλεύει.
Τα μάτια η πείνα εμαύρισε στα μάτια η μάνα μνέει»

Το συμβούλιο των οπλαρχηγών και προκρίτων της πόλης πήρε την απόφαση της Εξόδου το Σάββατο του Λαζάρου, όταν ξημέρωνε η Κυριακή των Βαΐων. Οι γυναίκες πότισαν τα μωρά τους αφιόνι για να μην ξυπνήσουν κλαίγοντας. Τακτοποίησαν επίσης τους βαριά άρρωστους και τους ανήμπορους γέρους που δεν ήταν σε θέση να κινηθούν, σε δύο σπίτια που μετατράπηκαν σε πυριτιδαποθήκες, τις οποίες ο δημογέροντας Χρήστος Καψάλης και ο ίδιος ο επίσκοπος Ιωσήφ των Ρωγών ανέλαβαν να ανατινάξουν σαν θα έμπαιναν στην πόλη οι εχθροί. Οι πολεμιστές, έχοντας στη μέση τα γυναικόπαιδα, κίνησαν για την Έξοδο, η οποία όμως είχε προδοθεί, με τις δυνάμεις του Κιουταχή και του Ιμπραήμ να τους έχουν στήσει καρτέρι. Ακολούθησε η ανελέητη σφαγή ενώ όσες γυναίκες και παιδιά γλίτωσαν, πουλήθηκαν στα σκλαβοπάζαρα. 

Όλος ο πολιτισμένος κόσμος, συγκλονίστηκε με το «ολοκαύτωμα» του Μεσολογγίου. Μεγάλοι καλλιτέχνες και συγγραφείς της εποχής εμπνεύστηκαν απ’ αυτό, όπως ο Eugène Delacroix και o David d’ Angers με το γλυπτό του «Η Ελληνοπούλα» που αργότερα τοποθετήθηκε στον τάφο του Μπότσαρη. Από τον Goethe ως τον Victor Hugo, τον Διονύσιο Σολωμό και τον Κωστή Παλαμά, εξυμνήθηκε η ηρωική Έξοδος.

Οι Μεγάλες Δυνάμεις, Αγγλία, Γαλλία, Ρωσσία, έστειλαν τον στόλο τους για να πολεμήσουν ενάντια στον τουρκο-αιγυπτιακό, ο οποίος συντρίφθηκε ολοσχερώς στη ναυμαχία του Ναυαρίνου και με τη νίκη άνοιξε ο δρόμος για την απελευθέρωση της Ελλάδας.

«Και βλέπω πέρα τα παιδιά και τες αντρογυναίκες
γύρου στη φλόγα π’ άναψαν, και θλιβερά τη θρέψαν
μ’ αγαπημένα πράματα και με σεμνά κρεβάτια,
ακίνητες, αστέναχτες, δίχως να ρίξουν δάκρυ·
και γγιζ’ η σπίθα τα μαλλιά και τα λιωμένα ρούχα.
Γλήγορα, στάχτη, να φανείς, οι φούχτες να γιομίσουν.
Είν’ έτοιμα στην άσπονδη πλημύρα των αρμάτων
δρόμο να σχίσουν τα σπαθιά, κι ελεύθεροι να μείνουν
εκείθε με τους αδελφούς, εδώθε με το Χάρο.
Τουφέκια τούρκικα, σπαθιά
το ξεροκάλαμο περνά.
»

Διονύσιος Σολωμός, Ελεύθεροι Πολιορκημένοι, (Γ΄ Σχεδίασμα)

Ο τίτλος του χρονογραφήματος είναι δανεισμένος από την ομώνυμη ποιητική συλλογή «Οι καημοί της λιμνοθάλασσας» του Κωστή Παλαμά, ο οποίος έζησε για μια δεκαετία στο Μεσολόγγι, μια πόλη που καθόρισε την ιδιοσυγκρασία και την ποίησή του.

[email protected]