Ισπανία, κυβέρνηση Σάντσεθ – Podemos και ανεργία: Η αντίδραση της Ευρωζώνης στην κρίση δημόσιου χρέους έχει συνδεθεί παραδοσιακά με την λιτότητα. Ωστόσο, ορισμένα κράτη-μέλη έχουν σφυρηλατήσει μια δική τους πορεία: η Ισπανία και η Πορτογαλία, για παράδειγμα, αναδιάρθρωσαν τις αγορές εργασίας και προϊόντων τους, γεγονός που τις βοήθησε να επιστρέψουν στην ανάπτυξη.

Πλέον, αυτές οι διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις απειλούνται στη Μαδρίτη, καθώς ένας αριστερός συνασπισμός του Σοσιαλιστικού Κόμματος και των Podemos θέλει να επαναφέρει την αγορά εργασίας της χώρας πίσω στην εποχή πριν από την κρίση. Η κυβέρνηση μειοψηφίας του πρωθυπουργού Πέδρο Σάντσεθ είναι αναγκασμένη να στηρίζεται σε ένα γκρουπ περιφερειακών – τοπικιστικών κομμάτων προκειμένου να μπορεί να νομοθετεί, οπότε είναι πιθανό να μην διαθέτει τις απαραίτητες ψήφους για να προχωρά σε σημαντικές αλλαγές. Παρ’ όλα αυτά, παραμένει ανησυχητικό ότι η Ισπανία θέλει να ακυρώσει μέτρα που την οδήγησαν στο να προπορεύεται αναπτυξιακά της υπόλοιπης ζώνης του ευρώ.

Οι μεταρρυθμίσεις που οδήγησαν την απασχόληση σε “άλμα”

Η Ισπανία εισήγαγε μεγάλες αλλαγές στο ρυθμιστικό πλαίσιο της αγοράς εργασίας της μεταξύ του 2012 και του 2013, στο πλαίσιο προγράμματος διάσωσης που συμφώνησε με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο. Το πακέτο αυτό έδωσε προτεραιότητα στις επιχειρησιακές συμβάσεις εργασίας έναντι των κλαδικών  συλλογικών διαπραγματεύσεων, παρείχε στους εργοδότες την ευελιξία να μπορούν να τροποποιούν μονομερώς τα επίπεδα των μισθών και τους όρους εργασίας, ενώ μείωσε το κόστος απόλυσης εργαζομένων.

Ο Σάντσεθ και οι σύμμαχοί του έχουν θέσει στο στόχαστρό τους μερικά από αυτά τα μέτρα, δηλώνοντας ότι θέλουν να ανατρέψουν τις ισορροπίες εκ νέου υπέρ των εργαζομένων. Η κυβέρνηση έχει σκοπό να επαναφέρει την πρωτοκαθεδρία των κλαδικών διαπραγματεύσεων για τις αμοιβές και τις συνθήκες εργασίας και να περιορίσει τη χρήση της μεθόδου της υπεργολαβίας.

 

 

Η ταχεία αποκλιμάκωση της ανεργίας μετά τις μεταρρυθμίσεις στην αγορά εργασίας

Ωστόσο, είναι δύσκολο να προβλέψει κανείς πόσα από αυτά τα μέτρα θα καταφέρει να “περάσει”. Ενώ οι μεταρρυθμίσεις της εποχής της κρίσης έχουν ενισχύσει την απασχόληση, υπάρχουν ελάχιστα στοιχεία ότι έχουν αυξήσει παράλληλα τις ανισότητες. Δύο ερευνητές του ΔΝΤ δημοσίευσαν μελέτη την περασμένη εβδομάδα, εξετάζοντας τον καταμερισμό των επιπτώσεων των μεταρρυθμίσεων του 2012-2013.

Οι ερευνητές διαπίστωσαν ότι μεταξύ του 2014 και του 2018, η αύξηση της απασχόλησης ήταν κατά μέσο όρο περίπου 2,5% ετησίως και ότι οι αλλαγές στο εργατικό δίκαιο διαδραμάτισαν σημαντικό ρόλο σε αυτή την εξέλιξη, συμβάλλοντας επίσης στη μείωση της ανεργίας των νέων. Οι συντάκτες της έρευνας συμπέραναν επίσης ότι οι μεταρρυθμίσεις συνέβαλαν στη μείωση του συντελεστή Gini στη χώρα – δείκτη καταγραφής των ανισοτήτων – και δεν είχαν αρνητικές επιπτώσεις στον συνολικό κίνδυνο να περιπέσει κανείς σε συνθήκες φτώχειας.

Η αναμόρφωση της αγοράς εργασίας είχε οπωσδήποτε και ορισμένες αρνητικές παρενέργειες. Συνέβαλε στη μείωση του μέσου αριθμού ωρών εργασίας. Επίσης, ενώ περισσότεροι άνθρωποι βρήκαν δουλειά, πολλοί δεν μπορούν να εργαστούν όσο θα ήθελαν. Αυτό έχει συμβάλει στην αύξηση της φτώχειας μεταξύ όσων εργάζονται. Έτσι, ενώ οι μεταρρυθμίσεις ήταν επιτυχείς, πρέπει να γίνουν περισσότερα για να προωθηθεί η ασφάλεια της απασχόλησης, ειδικά για τους πιο ευάλωτους εργαζόμενους.

Τι πρέπει και τι δεν πρέπει να κάνει η αριστερή κυβέρνηση

Υπάρχει αφθονία πραγμάτων που θα μπορούσε να κάνει μια αριστερή κυβέρνηση, πέρα ​​από μια καταστροφική επιστροφή στο παρελθόν. Η προτεραιότητα πρέπει να δοθεί στο να βοηθηθούν όσοι βρίσκονται στο κάτω μέρος της κλίμακας της εργασίας, π.χ. με περιορισμό των βραχυπρόθεσμων συμβάσεων, οι οποίες χρησιμοποιούνται υπερβολικά και πολλές φορές με δόλο από την εργοδοσία. Η Μαδρίτη σχεδιάζει να καταστήσει πιο δύσκολο για τις επιχειρήσεις να απολύουν εργαζόμενους που να έχει χρειαστεί να λάβουν  επανειλημμένα αναρρωτική άδεια. Αυτό θα ήταν δικαιολογημένο.

Δεν είναι σαφές, ωστόσο, γιατί η επαναφορά των άκαμπτων όρων των συλλογικών διαπραγματεύσεων επί των μισθών θα βοηθούσε τους ευάλωτους εργαζομένους. Μια τέτοια κίνηση το μόνο που θα πετύχαινε θα ήταν να δώσει μεγαλύτερη δύναμη στα συνδικάτα και στους συνδικαλιστικούς εκπροσώπους σε κάθε χώρο εργασίας, ακόμη και όταν εκείνοι δεν αντιπροσωπεύουν την πλειονότητα των εργασιακών χώρων και των εργαζομένων.

Υπάρχει κίνδυνος η αποκατάσταση του παλαιού καθεστώτος να καταστήσει τις επιχειρήσεις λιγότερο πρόθυμες να επενδύουν στην Ισπανία. “Στο μέλλον οι εργαζόμενοι θα αλλάζουν πολλές δουλειές στη διάρκεια του εργασιακού τους βίου”, λέει ο Μαρσέλ Γένσεν, καθηγητής οικονομικών στο Αυτόνομο Πανεπιστήμιο της Μαδρίτης. “Αν επιστρέψουμε σε μια μορφή αγοράς εργασίας όπως ήταν πριν την κρίση, ένα μοντέλο το οποίο σχεδιάστηκε τη δεκαετία του 1970, οι μελλοντικές μεταρρυθμίσεις για την αντιμετώπιση αυτού του νέου κόσμου ευελιξίας θα καταστούν λιγότερο πιθανές”.

Η Νάντια Καλβίνο, αντιπρόεδρος της κυβέρνησης με αρμοδιότητα τον τομέα της Οικονομίας, δήλωσε σε πρόσφατη συνέντευξή της ότι η κυβέρνηση θα συζητήσει τις προτάσεις της με όλα τα ενδιαφερόμενα μέρη, συμπεριλαμβανομένων των επιχειρήσεων. Ακόμη κι έτσι, δεν είναι βέβαιο ότι ο Σάντσεθ θα διαθέτει τις ψήφους για να περάσει τις αλλαγές του, ειδικά τις πλέον ριζοσπαστικές.

Ωστόσο η Μαδρίτη πρέπει να προσέξει ιδιαίτερα τι μήνυμα στέλνει στον κόσμο εκτός Ισπανίας. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή προβλέπει ότι η ισπανική οικονομία θα αναπτυχθεί μόλις κατά 1,6% το 2020, σε σχέση με το σχετικά εντυπωσιακό 2% του 2019. Δεν είναι καιροί για να ανατρέπει κανείς την καλή δουλειά που έχει ήδη κάνει.

Του Ferdinando Giugliano

Πηγή: Bloomberg Opinion