Σημαντικός σταθμός στη ζωή ενός κοριτσιού υπήρξε ανέκαθεν η έμμηνος ρύση, η περίοδος στην καθομιλουμένη, μια βεβαίωση πως όταν το κορίτσι μεγάλωνε θα μπορούσε να τεκνοποιήσει. Αυτός ήταν και ο μόνος προορισμός μιας γυναίκας στον οποίο την τροχοδρομούσε από μικρή η οικογένεια, το σχολείο και η εκκλησία. Η επιλογή της ανεξαρτησίας ή της ελευθερίας της αποκλειόταν αφού η μεγαλύτερη καταδίκη για μια γυναίκα ήταν να μείνει γεροντοκόρη. Από τον πατέρα προστάτη θα περνούσε στην προστασία ή τον ζυγό του συζύγου αφέντη. Αυτή ήταν η μόνη οδός και αν δεν το επιθυμούσε ή απλά της περνούσε από το νου να πράξει διαφορετικά και να πει όχι στο συνοικέσιο και σε ένα συμβατικό γάμο, η κυπριακή Ιερά Εξέταση αποτελούμενη από θείες, γιαγιάδες, γειτόνισσες θα την έστελνε στην πυρά τόσο αυτήν όσο και τους δικούς της.

Τα χρόνια εκείνα πριν εφευρεθεί η τεχνητή γονιμοποίηση υπήρχαν πολλά άτεκνα ζευγάρια, με τα βλέμματα να καταδικάζουν βεβαίως τη γυναίκα. Συχνά τύγχανε μια «στείρα» γυναίκα να χηρέψει, να τη ξαναπαντρέψουν οι δικοί της με ένα χήρο «για να του σάζει τα κοπελούδκια» και αυτή να μένει αμέσως έγκυος! Οι άντρες είχαν εξωσυζυγικές σχέσεις, έκαναν εξώγαμα, είτε τα αναγνώριζαν στα κρυφά είτε καθόλου. Όλοι σιωπούσαν μπροστά στο κοινό μυστικό. Σιωπούσε κι η σύζυγος για να μην στιγματίσει την οικογένεια ή να σταθεί εμπόδιο στην ανέλιξη του συζύγου ή στην πολιτική του καριέρα.

Με κόκκινες σημαίες έβγαιναν οι αριστεροί του νησιού στην πορεία της Εργατικής Πρωτομαγιάς και στα αντικατοχικά συλλαλητήρια. Ο κόκκινος λαός θα ελευθερώσει την Πόλη και την Αγιά Σοφιά, ξεκινώντας από την Κόκκινη Μηλιά, έλεγε η γιαγιά Δέσποινα. Κόκκινη όμως ήταν κι η σημαία της Τουρκίας, μόνο που η τελευταία μας προκαλούσε τρόμο εν αντιθέσει με την πρώτη που κυοφορούσε ελπίδες, ειδικά στην οικογένειά μου. Αφού η γιαγιά εξάντλησε τα τάματα σε όλους τους αγίους και τις προσδοκίες της προς το θείον, στραφήκαμε στη Ρωσία ως μόνη ελπίδα για να κρατηθεί η μητέρα στη ζωή.

«Ήρτεν η θεία μου που τη Ρωσία» έλεγαν τα κορίτσια μεταξύ τους, μην ειπωθεί φωναχτά η τρομερή απαγορευμένη λέξη «περίοδος». Σ’ εμένα ήρθε στο δημοτικό, κατά τη διάρκεια μιας μακράς απουσίας της μητέρας σε νοσοκομείο της ρωσικής πρωτεύουσας όπου είχε εγχειριστεί και νοσηλευόταν. Μόνη στο σπίτι με τη γιαγιά Δέσποινα, έκλαιγα απαρηγόρητη κι όταν το Σάββατο μας πήρε η τηλεφωνήτρια ρωτώντας αν δεχόμαστε κλήση από Ρωσία, η γιαγιά ανακοίνωσε «τα ευχάριστα νέα» ξεφωνίζοντάς τα ώστε να φτάσει η φωνή της ως τη μακρινή Μόσχα. Τα νέα ακούστηκαν σε όλη τη γειτονιά! Από εδώ και στο εξής θα στεκόμουν με σκυμμένο το κεφάλι έξω από την εκκλησία με άλλα κορίτσια ή γυναίκες, σε λειτουργίες ή γάμους για μην μολύνουμε τον ιερό χώρο.

Η μητέρα επέστρεψε από τη Ρωσία με πολλά δώρα για τα παιδιά και πολλές ιστορίες που δεν έκαναν για παιδιά, που τις διηγείτο στους μεγάλους ενώ εμείς στήναμε και ξηλώναμε τον πύργο του Κρεμλίνου με ξύλινα τουβλάκια και βάζαμε τις ματριόσκες ή αλλιώς μπάμπουσκα, τις ξύλινες ζωγραφισμένες κούκλες, τη μια μέσα στην άλλη, όπως τα μυστικά που στοίβαζαν από γενιά σε γενιά οι Κύπριοι, τους ανομολόγητους φόβους και τις ακατανόμαστες επιθυμίες.

Στην τζαμαρία η μητέρα μιλούσε στις θείες για τις λευκές μέρες και νύχτες στο θάλαμο του νοσοκομείου, τα σιδερένια κρεβάτια, τα σεντόνια, τα σώματα του ηλεκτρικού, όλα λευκά όπως και το πάρκο με τα δέντρα που διέσχιζαν βιαστικά οι περαστικοί με τα σκούρα παλτά. Στο ίδιο σκηνικό περνούσαν μέρες και εβδομάδες, ενώ οι νοσηλεύτριες δεν μιλούσαν ούτε λέξη αγγλικά. Όταν την επισκέφθηκε ο πατέρας γέμισε τη βαλίτσα με καλσόν Emotion της Lemeco τα οποία μοίραζε η μάμμα στις νοσοκόμες.

Μόνο ο γιατρός μιλούσε αγγλικά, βγάζοντάς την για λίγο από τη λευκή σιωπή και τη μοναξιά της. Της έλεγε πόσο άθλια ήταν η κατάσταση στη χώρα και για το καθεστώς τρόμου που επικρατούσε, για συνάδελφους που είχαν σταλεί εξορία στη Σιβηρία. Και οι τοίχοι είχαν αυτιά. Την παρακάλεσε να της δώσει ένα γράμμα σε συγγενείς που είχαν διαφύγει στο εξωτερικό, για να το ταχυδρομήσει ο πατέρας μέσω Κύπρου. Η επιστολή δεν έφτασε ποτέ στα χέρια της, γιατί ο γιατρός δεν ξανάρθε στην επόμενη βάρδια του, ούτε τις μέρες που ακολούθησαν. Τον συνάντησα χρόνια αργότερα διαβάζοντας το Αρχιπέλαγος Γκούλαγκ του Σολζενίτσιν, βιώνοντας ταυτόχρονα τη λευκή μοναξιά της μητέρας που για χρόνια με στοίχειωνε, σε μια χώρα που ακόμη και σήμερα υπάρχει λογοκρισία και οι αντιφρονούντες εξορίζονται πέρα στα Ουράλια όρη, σε «σωφρονιστικές αποικίες».

[email protected]