Σε αντίθεση με αρκετούς στην Κύπρο, οι οποίοι ήδη προβλέπουν αποχώρηση πολλών ξένων εταιρειών αν υλοποιηθεί η απόφαση των G7 για έναν παγκόσμιο ελάχιστο συντελεστή φορολόγησης ξένων εταιρειών, ο Petr Valov, διευθύνων σύμβουλος της Exness, εταιρείας που δραστηριοποιείται μέσω της Κύπρου στον τομέα της τεχνολογίας, υποστηρίζει πως η χώρα μπορεί να αξιοποιήσει θετικά αυτή την εξέλιξη και να προσελκύσει ξένες πολυεθνικές.

Μιλώντας στον «Φ», υποστηρίζει ότι οι ξένες εταιρείες δεν εξετάζουν μόνο το θέμα της φορολόγησης κατά τη λήψης της απόφασης για τη μεταφορά της έδρας τους σε κάποιον προορισμό. «Στον δικό μας τομέα, για παράδειγμα, σημαντικό ρόλο διαδραματίζει η διαθεσιμότητα σε εξειδικευμένο ανθρώπινο δυναμικό και η πολιτική που εφαρμόζεται σε κάθε κράτος για την προσέλκυση και διατήρηση ταλέντων», επισημαίνει. Προσθέτει πως η Κύπρος πρέπει να αντιμετωπίσει το θέμα της προσέλκυσης ξένων πολυεθνικών εταιρειών ολιστικά, τροποποιώντας τη νομοθεσία και διευκολύνοντας την έλευση και εγκατάσταση ταλέντων από το εξωτερικό, αφού οι διαθέσιμες θέσεις εργασίας σε εταιρείες που ήδη δραστηριοποιούνται στην Κύπρο δεν μπορούν να καλυφθούν, λόγω έλλειψης ντόπιου καταρτισμένου προσωπικού. Κατά τον κ. Valov, αν η χώρα προσελκύσει ξένο εξειδικευμένο προσωπικό στον τομέα της τεχνολογίας και της πληροφορικής, το όφελος θα είναι πολυεπίπεδο και θα αποβεί ευεργετικό για πολλούς τομείς.

Πώς αξιολογείτε, κ. Βάλοφ, την απόφαση των G7 να προωθηθεί ένας παγκόσμιος ελάχιστος συντελεστής φορολογίας (15%) για τις εταιρείες; Επηρεάζεται θετικά ή αρνητικά η Κύπρος από αυτή την εξέλιξη; 

Πρόκειται για μια αναμενόμενη απόφαση, την οποία η Κύπρος δεν μπορεί να αποφύγει, καθώς θα δεχθεί σοβαρές πολιτικές πιέσεις σε επίπεδο Ευρωπαϊκής Ένωσης. Στην πράξη, η Κύπρος θα χάσει ένα σημαντικό εργαλείο ως προς την προσέλκυση ξένων πολυεθνικών εταιρειών. Την ίδια ώρα, ωστόσο, η συγκεκριμένη απόφαση μπορεί να λειτουργήσει προς όφελος της Κύπρου, νοουμένου ότι η πολιτεία θα αντιμετωπίσει το θέμα της προσέλκυσης ξένων πολυεθνικών εταιρειών ολιστικά και στο πλαίσιο μιας νέας στρατηγικής για την οικονομία της Κύπρου.

Για να γίνω πιο σαφής, οι ξένες εταιρείες δεν εξετάζουν μόνο το θέμα της φορολόγησης κατά τη λήψης της απόφασης για τη μεταφορά της έδρας τους σε κάποιο προορισμό. Στον δικό μας τομέα, για παράδειγμα, σημαντικό ρόλο διαδραματίζει η διαθεσιμότητα σε εξειδικευμένο ανθρώπινο δυναμικό και η πολιτική που εφαρμόζεται σε κάθε κράτος για την προσέλκυση και διατήρηση ταλέντων.

Αν και η Κύπρος έχει κάνει ορισμένα βήματα προς τη σωστή κατεύθυνση, υστερεί κατά πολύ, συγκριτικα με χώρες της κεντρικής Ευρώπης. Η Ολλανδία και η Γερμανία, για παράδειγμα, εφαρμόζουν πολύ ελκυστικά προγράμματα για την προσέλκυση εξειδικευμένου ανθρώπινου δυναμικού στον τομέα μας. Ενδεικτικά αναφέρω ότι σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία της ΕΕ, η Γερμανία έχει εκδώσει το 83.1% του συνόλου της ευρωπαϊκής μπλε κάρτας που έχουν εκδώσει όλα τα κράτη μέλη της ΕΕ.

Έτσι, μπορώ να πω ότι η Κύπρος έχει μια πολύ καλή ευκαιρία, υπό την προυπόθεση ότι θα προχωρήσει άμεσα σε μεταρρυθμίσεις που θα την καταστήσουν πιο ανταγωνιστική.

Πώς βλέπετε την αντίδραση των διεθνών κολοσσών στην απόφαση των G7; Είναι δυνατό αυτή η αντίδραση να φέρει ανατροπές;

Υπάρχει ακόμη πολύς δρόμος μέχρι την πρακτική εφαρμογή της απόφασης, καθώς θα ακολουθήσουν πολλές συζητήσεις μέχρι να φτάσουμε στο περιεχόμενο της τελικής συμφωνίας. Ορισμένες από τις εταιρείες, όπως για παράδειγμα η Google και η Facebook, έχουν ήδη τοποθετηθεί θετικά ως προς τις βασικές αρχές της συμφωνίας των G7. Ενδέχεται, όμως, εταιρείες με μικρότερο περιθώριο κέρδους να αντιδράσουν αρνητικά σε αυτή την εξέλιξη, καθώς αναμένεται να επηρεαστούν περισσότερο.

Φυσικά, αντιδράσεις αναμένεται να υπάρξουν και από τις χώρες οι οποίες προσφέρουν ένα ελκυστικό φορολογικό πλαίσιο. Βέβαια, πρέπει να σημειώσω ότι το φορολογικό σύστημα κάθε χώρας, πέρα από τον καθορισμένο εταιρικό φορολογικό συντελεστή, περιλαμβάνει και άλλες έμμεσες φορολογίες, που ενδεχομένως να αυξάνουν αυτό που αποκαλούμε effective tax rate. Έτσι, μπορώ να πω ότι υπάρχουν αρκετά “παράθυρα”, που ενδεχομένως οι χώρες αυτές να αξιοποιήσουν, προκειμένου να διατηρήσουν την ελκυστικότητα τους. 

Υπό ποιες προϋποθέσεις μπορεί η Κύπρος να προσελκύσει εταιρείες στον δικό σας τομέα; Ποιες είναι οι προκλήσεις και οι ευκαιρίες που μπορεί να προκύψουν;

Ένας από τους στόχους της κυβέρνησης είναι η μετατροπή της Κύπρου σε Τεχνολογικό Περιφερειακό Κέντρο. Ο στόχος αυτός είναι εφικτός, εάν και εφόσον η στρατηγική για την προσέλκυση ξένων εταιρειών ξεφύγει από τον στενό φοροεισπρακτικό χαρακτήρα και στραφεί στην προσέλκυση εξειδικευμένου ανθρώπινου δυναμικού.

Με αυτό τον τρόπο, η Κύπρος δεν θα καταφέρει απλά να προσελκύσει περισσότερες εταιρείες, αλλά θα δώσει και λύσεις στις σοβαρές διαρθρωτικές ελλείψεις που παρουσιάζει σε εξειδικευμένο ανθρώπινο δυναμικό, γεγονός που εμποδίζει την ομαλή λειτουργία και την ανάπτυξη των επιχειρήσεων που ήδη βρίσκονται στο νησί ή και που εξετάζουν το ενδεχόμενο να μεταφέρουν την έδρα τους εκτός.

Σήμερα, υπάρχουν πέραν των 700 διαθέσιμων θέσεων εργασίας στον τομέα, οι οποίες παραμένουν διαθέσιμες, καθώς δεν υπάρχει εξειδικευμένο προσωπικό για να ικανοποιήσει τις ανάγκες. Αξίζει να σημειώσω ότι η έλλειψη εξειδικευμένου ανθρώπινου δυναμικού δεν περιορίζει απλά την ανάπτυξη των επιχειρήσεων και την προσέλκυση νέων, αλλά οδηγεί και σε απώλειες εσόδων για το κράτος, οι οποίες υπολογίζονται σε ποσοστό 2.4% επί του ΑΕΠ. Σήμερα, δηλαδή, το ΑΕΠ στερείται γύρω στα 450 εκατομμύρια τον χρόνο, λόγω ακριβώς των ελλείψεων που υπάρχουν.

Η δημιουργία μιας δεξαμενής εξειδικευμένου ανθρώπινου δυναμικού θα δημιουργήσει ένα ενάρετο κύκλο αλυσιδωτών αντιδράσεων στην πραγματική οικονομία. Οι υφιστάμενες και νέες εταιρείες θα μπορέσουν να καλύψουν τις ανάγκες τους, προχωρώντας σε νέες προσλήψεις, συμβάλλοντας έτσι στην ενίσχυση την ιδιωτικής κατανάλωσης.

Η ενίσχυση της ιδιωτικής κατανάλωσης θα δώσει ώθηση στην ανάπτυξη, θα οδηγήσει στην αύξηση των εισοδημάτων των νοικοκυριών, στη μεγέθυνση του ΑΕΠ, που ξανά θα οδηγήσει στη δημιουργία νέων ποιοτικών θέσεων εργασίας και στην προσέλκυση νέων εταιρειών και ούτω καθεξής.

Εισαγωγή προσωπικού και ανάπτυξη ντόπιου

Με ποιο τρόπο η Κύπρος μπορεί να καλύψει αυτό το κενό, κ. Βάλοφ;

Με δεδομένη την έλλειψη εξειδικευμένου ανθρώπινου δυναμικού, η πολιτεία πρέπει να προχωρήσει άμεσα στη βελτίωση της πολιτικής που αφορά στην προσέλκυση του πιο ταλαντούχου ανθρώπινου δυναμικού από το εξωτερικό. Κάτι τέτοιο μπορεί να γίνει μέσα από την παροχή κινήτρων, τη βελτίωση των διαδικασιών μετεγκατάστασης και τη δημιουργία προοπτικής για ένα σταθερό μέλλον στην Κύπρο.

Τα άτομα αυτά θα φέρουν μαζί τους τεχνογνωσία, εμπειρία, νέες ιδέες και αντιλήψεις, οι οποίες θα οδηγήσουν σε νέες καινοτομίες και σε νέες επιχειρηματικές ευκαιρίες, ενώ με την ενσωμάτωσή τους στην αγορά εργασίας θα επηρεάσουν θετικά την προσωπική ανάπτυξη του τοπικού ανθρώπινου δυναμικού, ενισχύοντας έτσι τις ικανότητες, την παραγωγικότητα και την αποτελεσματικότητα του.

Όπως έχω αναφέρει, η έλευση στην Κύπρο εξειδικευμένου ανθρώπινου δυναμικού θα δημιουργήσει ένα ενάρετο κύκλο αλυσιδωτών αντιδράσεων στην οικονομία του τόπου. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί ένα από τα ευρήματα σχετικής έρευνας που πραγματοποίησε η EY, στην οποία καταγράφεται ο οικονομικός αντίκτυπος 48 μεγάλων επιχειρήσεων του τομέα.

Πιο συγκεκριμένα, η έρευνα αναφέρει ότι οι εταιρείες αυτές έχουν συμβάλει στη δημιουργία 13.000 θέσεων εργασίας, εκ των οποίων οι 10.000 σε άλλους τομείς δραστηριότητας. Δηλαδή, κάθε νέα θέση εργασίας στον τομέα της τεχνολογίας πληροφοριών και επικοινωνιών οδηγεί στη δημιουργία άλλων 3 θέσεων εργασίας σε άλλους τομείς δραστηριότητας, τις οποίες καταλαμβάνει το εγχώριο ανθρώπινο δυναμικό.

Βέβαια, η στρατηγική πρέπει να αφορά και στην ανάπτυξη του εγχώριου ανθρώπινου δυναμικού και ειδικότερα των νέων γενιών του τόπου. Πρέπει να είμαστε ειλικρινείς όμως. Κάτι τέτοιο απαιτεί χρόνο, καθώς προϋποθέτει την αναβάθμιση του εκπαιδευτικού συστήματος, ώστε οι επόμενες γενιές να μπορέσουν να στηρίξουν τις λειτουργίες των επιχειρήσεων του τομέα. Οι επιχειρήσεις του κλάδου μπορούν να συμβάλουν σημαντικά σε αυτή την προσπάθεια, σε συνεργασία με τα πανεπιστήμια του τόπου, αλλά και το Υπουργείο Παιδείας, Πολιτισμού, Αθλητισμού και Νεολαίας.