Ο θρύλος της Ρήγαινας αποτελεί την πιο εντυπωσιακή λαϊκή παραδοσιακή μορφή της Μεσαιωνικής Κύπρου, που ταυτίστηκε με τη ζωή και τους αγώνες του λαού της, σε μια εποχή που υπήρχαν ρήγες και ρήγαινες και ένας υπόδουλος λαός που αφέθηκε στην τύχη του από τους αφεντάδες και τις κυρές του νησιού. Και η Ρήγαινα απετέλεσε πηγή έμπνευσης και συνάμα ελπίδας στον πάσχοντα υπόδουλο λαό, ο οποίος την ταύτισε με τις τύχες του και τις ελπίδες του. Υπήρξε μια επική μορφή στην οποία προσέβλεπαν για την απελευθέρωση τους από τον ζυγό του Μεσαίωνα. Κι αυτή, βρισκόταν παντού και πάντοτε, σε όλο το νησί. 

Οι Φράγκοι βασιλείς και ρήγες επέβαλαν την σκλαβιά με το απεχθές φεουδαρχικό σύστημα διακυβέρνησης και διακατοχής και χρήσης της γης, με την άρχουσα αριστοκρατική τάξη, δηλ. τους βασιλιάδες, κόμητες, ιππότες και Λατίνους κληρικούς, με τους υπόδουλους και άκληρους περπυριάρηδες και φραγκομάτους να εργάζονται νυχθημερόν γι’ αυτούς, για να έχουν το δικαίωμα απλώς να ζουν. Ήταν φυσικό, σε τέτοια κατάσταση, ο κόσμος αυτός να είχε ένα σύμβολο για ελπίδα και ελευθερία, όπως σε όλους τους τόπους, και βρήκαν τη Ρήγαινα που συχνά συνέπασχε μαζί τους και δημιούργησαν τον θρύλο της Ρήγαινας, της όμορφης κυράς, της πανταχού παρούσας σε κάθε ψηλό βουνό, σε κάθε πεδιάδα και ακρογιάλι, μα πάνω απ’ όλα, σε κάθε κυπριακή ψυχή του Μεσαίωνα. 

Η κατ’ εξοχήν περίοδος στην οποίαν παραπέμπει ο θρύλος είναι η φράγκικη κατοχή της Κύπρου από τους Λουζινιανούς (1192-1489) με τους βασιλιάδες τους και τις ρήγαινες τους, ξακουστούς ανά την Ευρώπη∙ και στη συνέχεια τους Ενετούς, μέχρι την κατάληψη της Κύπρου από τους Οθωμανούς Τούρκους το 1570. Η Ρήγαινα όμως, ζει και βασιλεύει ακόμη στις καρδιές και στη φαντασία του Κυπριακού λαού. Έχουν γραφτεί διάφορες εκδοχές για τη Ρήγαινα της Κύπρου, τόσο διηγήματα όσο και ποιήματα, με πιο αξιόλογες εκείνες του Σίμου Μενάρδου (Τοπωνυμικαί και Λαογραφικαί Μελέται, Λευκωσία 2001), του Άντρου Παυλίδη (Μεγάλη Κυπριακή Εγκυκλοπαίδια, Λευκωσία 1990), του Αθανάσιου Σακελλαρίου (Κυπριακά, Αθήνα 1991), του Νέαρχου Κληρίδη (Θρύλοι και Παραδόσεις της Κύπρου, Λευκωσία 1954), και διάφορες άλλες αναφορές, χωρίς όμως να έχει γίνει καμιά επισταμένη λαογραφική, ιστορική και γεωγραφική μελέτη γι’ αυτή τη θρυλική μορφή της Κύπρου – τις διάφορες εκδοχές και παραλλαγές του μύθου, καθώς και πάμπολλες τοποθεσίες και φυσικά μνημεία σ’ ολόκληρο το νησί. Η παράδοση, όμως, συνεχίζει να μεταφέρεται από γενιά σε γενιά και να αναμοχλεύει το παρελθόν που χάνεται στο βάθος των αιώνων και της φαντασίας. Θα ήταν μια πολύτιμη προσφορά στη λαογραφία του νησιού, εάν γινόταν μια πλήρης και σε βάθος διατριβή πάνω σ’ αυτό το θέμα με τοπικές έρευνες και διηγήσεις, που είναι ατέλειωτες, σ’ όλο το μήκος και το πλάτος της Κύπρου. 

Προπαντός, η Ρήγαινα συνδέεται με τον επικό Διγενή Ακρίτα που έδρασε στην Κύπρο επί Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, πολεμώντας τους Σαρακηνούς και προστατεύοντας το νησί από επιδρομές. Ο Διγενής ήταν, σύμφωνα με τη λαϊκή παράδοση, πάντα ερωτευμένος με τη Ρήγαινα, μα ποτέ του δεν κατάφερε να την αποκτήσει, γιατί αυτή ήταν άπιαστη και του ζητούσε χάρες και τον τυραννούσε σε βαθμό που τον εξόργιζε – τόσο, που άρπαξε ένα λιθάρι και το έριξε κοντά στο σπίτι της. Μα η Ρήγαινα αντέδρασε, σύρνοντας το αδράχτι της που έπεσε κοντά στην Βίκλα όπου καθόταν ο Διγενής. Σε αντιπαράθεση, ο Διγενής κλώτσησε μιαν μεγάλην πέτραν σπαθιάζοντας την. Ως τα σήμερα, φαίνονται στην Πάφο η Σπαθκιά του Διγενή και το Αδράκτιν της Ρήγαινας. 

Η παράδοση αναφέρεται συχνά στους έρωτες του Διγενή με τη Ρήγαινα, με τον Διγενή πάντοτε να την τρέχει, να εξοργίζεται και να πετροβολά τη Ρήγαινα. Έτσι, υπάρχει η πέτρα του Διγενή στο Τρίκωμο, το Λιγγρίν του Διγενή στο Χάποταμι στην Πάφο, τα Λιγγριά του Διγενή σε διάφορα μέρη της Κύπρου, η Αππηδκιά του Διγενή ή η Παδκιά του Διγενή στην Αργάκα και στη Λυσό, οι Δακτυλιές του Διγενή στην παραλία του Ακάμα πάνω σ’ ένα βράχο που της πέταξε, και άλλα φυσικά φαινόμενα που ο λαός έχει συνδέσει στη φαντασία του με τη δράση του Διγενή και τη σχέση του με την άπιαστη, απλησίαστη και μυστηριώδη Ρήγαινα. Γεγονός παραμένει ότι ο Διγενής ουδέποτε κατάφερε να πείσει τη Ρήγαινα να τον ερωτευτεί, καθώς πάντοτε τον ξεγελούσε, διαφεύγοντας σε βουνά και σπήλαια. 

Η σχέση του Διγενή και της Ρήγαινας παραπέμπει στην περίοδο προ της Φραγκοκρατίας, του Βυζαντίου, όταν ο Διγενής, άγρυπνος φρουρός, υπερασπιστής και ήρωας της Κύπρου κατά των Σαρακηνών, ήταν το σύμβολο αντίστασης και ελευθερίας κατά των επιδρομέων, και ο λαός τον συνέδεσε με την Ρήγαινα μέσω του άσβεστου έρωτα του για την άκαρδη βασίλισσα του παραμυθιού.

Η Ρήγαινα ήταν ακόμα πιο παλιά και από τον Διγενή, εφόσον και η Αφροδίτη μπορεί να θεωρηθεί μια μεγάλη Ρήγαινα, όμορφη και ερωτική που γεννήθηκε στη θαλασσοφίλητη Κύπρο, κοντά στην Πέτρα του Ρωμιού – που και αυτή την πέτρα, κατά την παράδοση, έριξε ο Διγενής κατά των Σαρακηνών. Ο Ρωμιός δεν ήταν άλλος από τον Διγενή Ακρίτα που βρισκόταν παντού, όπως την Ρήγαινα, στα μάτια του λαού.

Ο Διγενής έριξε ακόμα μίαν άλλην μεγάλην πέτραν κατά της Ρήγαινας όταν αυτή έμενε στον Πύργον της στον Ακάμα, κοντά στους Δκυό Ποταμούς και προσπάθησε να του διαφύγει με βάρκα. Η πέτρα αυτή είναι το λεγόμενο μέχρι σήμερα, Νησί του Διγενή, στο άκρον του Αγίου Επιφανίου.

Πάνω από όλες τις ιστορικές βασίλισσες της Κύπρου, η Ρήγαινα συνδέθηκε με την Ελεονώρα του Πέτρου Α’ για την οποία γράφτηκε και το κυπριακό ποίημα «Η Αροδαφνούσα». «Η Αροδαφνούσα» ταυτίζεται με την Φράγκισσα αριστοκράτισσα Ιωάννα Λ’ Αλεμάν, χήρα του αφέντη της Χούλου στην Πάφο, την οποίαν είχε για ερωμένη του ο βασιλιάς Πέτρος Α’ (1359-1369). Η Βασίλισσα Ελεονώρα, η ρήγαινα σύζυγός του,  σαν το έμαθε, ζηλότυπη και ραδιούργα όπως ήταν, την κάλεσε στο παλάτι και την εξύβρισε, την κακοποίησε και μετά την έριξε στην φυλακή στην Κερύνεια και το μοναστήρι Σάντα Κλάρα στη Λευκωσία, μέχρι που την λύτρωσε ο ίδιος ο βασιλιάς, κατά την επιστροφή του από την Ευρώπη (στο ποίημα, η Λ’ Αλεμάν φονεύεται από τη Ρήγαινα Ελεονώρα):   

 «Εις την απάνω γειτονιάν έσιει τρεις αερφάες

Την μιαν λαλούν την τζυρ’ Αννέ, την άλλην τζυρ’ Αθθούσαν

Τζ΄η Τρίτη τζ`η καλλίττερη εν η Αροδαφνούσα.

Τζείνην ‘γαπά ο βασιλιάς, τζείνην ‘γαπά τζ’ ο ρήας

Ο ρήας της Ανατολής τζ’ ο βασιλιάς της Δύσης.

Που το’ μαθεν η Ρήαινα αρκώθην τζαι λαώθην

Χαπάρκα τζαι μηνύματα της Ροδαφνούς να πάει.

-Τζ’ άνου να πάμεν Ροαφνού τζ’ η ρήαινα σε θέλει

 -Είντα με θέλει η ρήαινα, είντα ‘ν το μήνυμάν της

-Επήραν ούλλον το στρατίν, ούλλον το μονοπάτιν

Το μονοπάτι βκάλλει τους στης ρήαινας τον πύρκον

Κατέβην έναν το σκαλίν τζ΄εσούστην τζ’ ελυίστην

Τέλεια στο κάτω το σκαλίν της ρήαινας τζαι λέει:

Άδε την αναρκοδοντούν, την τουμπομετωπούσαν,

Το πετεινάριν το βραχνόν, καλά το ελαλούσαν.

-Καλώς ήρτεν Αροαφνού, να φα να πιει μιτά μας 

Να φάει άδριν του λαού, να φα οφτόν περτίτζιν

Να φάει αρκοτζεράμυον που τρων αντρειωμένοι

Να πιει γλυκόποτον κρασίν που πίννουν φουμισμένοι

Απού το πίνουν άρρωστοι τζαι βρέθουνται γιαμμένοι.

-Την έπιασεν που τα μαλλιά, κόβκει την τζεφαλήν της…..»

(Άσμα της Ρήαινας και της Αροδαφνούσας– αποσπάσματα )

Στο σκάνδαλο της Ρήγαινας Ελεονώρας και της αρχόντισσας Ιωάννας Λ`Αλεμάν, ερωμένης του Πέτρου, αναφέρεται και ο Μαχαιράς στο Χρονικόν του (παρ. 234), όταν η Ρήγαινα έστειλε και έφεραν την Ιωάννα στο παλάτι:

«….Και πηγαίνωντας ο ρήγας την δεὺτερην φοράν εις την Φραγγίαν, έπεψεν και έφερεν την εις την αυλήν η ρήγαινα∙ και το να έλθει ομπρός της, ετίμασεν την αντροπιασμένα λογία, λαλώντας της: ‘Κακή πολιτική, χωρίζεις με από τον άντραν μου!` Και η αρχόντισσα εμούλλωσεν∙ και η ρήγαινα ώρισεν τες βάγιες της και έριψαν την χαμαί, και έναν γδιν και εβάλαν το απάνω της εις την κοιλιάν της και εκουπανίσαν πολλά πράγματα, δια να ρίψει το βρέφος∙ και ο Θεός εγλύτωσεν το και δεν έππεσεν… και όνταν εξημέρωσεν, ώρισεν και εφέραν την ομπρός της, και εφέραν και έναν χερομύλιν, και απλώσαν την χαμαί και ‘βάλαν το εις την κοιλίαν της και αλέσασιν α’ πινάκιν σιτάριν απάνω εις την κοιλιάν της, και εκρατούσαν την, και δεν έππεσεν το παιδίν.» Στη συνέχεια έβαλε την έγκυο Ιωάννα σε σκοτεινή φυλακή (γούφα) στην Κερύνεια. Ο Μαχαιράς αποκαλεί (παρ. 235) την Ρήγαινα άθεην, κακήν και φαρμακούσαν (552) για την πράξιν της αυτήν, αλλά και για την σκληρότητα που επέδειξε έναντι στον σύζυγο της, Πέτρο, και στον αδερφό του, πρίγκιπα Ιωάννη. 

Όμορφη κι αυτή όπως την Ρήγαινα του θρύλου, είχε τους έρωτές της και τα σκάνδαλα της με τον Ιωάννη ντε Μόρφου, κόμητα Ρουχά, όπως και ο σύζυγος της με την όμορφη αρχόντισσα Λ’ Αλεμάν. Μισούσε δε αφάνταστα τον αδερφό του Πέτρου πρίγκιπα Ιωάννη, γιατί τον θεωρούσε υπεύθυνο για τη δολοφονία του άντρα της, μέσα στο κρεβάτι του, το 1369. Πονηρή και ραδιούργα καθώς ήταν, τον ειδοποίησε στο φρούριο του Άη Λαρκού όπου διέμενε, ότι οι Βούλγαροι στρατιώτες του σχεδίαζαν να τον δολοφονήσουν και να καταλάβουν το φρούριο. Ο Ιωάννης την πίστεψε και έριξε όλους τους 300 Βούλγαρους στρατιώτες του από τον πύργο του μεγάλου γκρεμού του Αγίου Ιλαρίωνα (που μέχρι και σήμερα είναι γνωστός ως «ο Πύργος του Ιωάννη») και τους σκότωσε όλους. Κατά τον Μαχαιράν (παρ. 552): «έμπασέν τους απάνω και εκείνος έκατσεν εις τον γούλαν έσσω, και έκραζεν έναν προς έναν και έριζεν και ερίβγαν τον απ’ το παραθύριν κάτω και εσκοτώννουνταν εις τόσο κρεμμόν…»

Κατόπιν, του έγραψε (η ρήγαινα) να έλθει στη Λευκωσία έχοντας κατά νουν να τον σκοτώσει σε συνεργασία με τον γιο της, βασιλιά Πέτρο Β’. Έτσι, το 1374 τον σκότωσαν στην «Παρισινήν Αίθουσα» στην οποίαν είχαν δολοφονήσει και τον βασιλιά σύζυγο της, Πέτρο Α’, το 1369. Η Ελεονώρα ήταν σκληρή και άκαρδη όπως την θρυλική Ρήγαινα, η οποία όμως άλλοτε ήταν καλή και βοηθούσε τον κόσμο που προσέβλεπε σ’ αυτήν. 

Αυθεντικότερες η Ελεονώρα και η Αικατερίνη Κορνάρο

Εδώ θα πρέπει να λεχθεί ότι η Βασίλισσα Ελεονώρα ήταν ίσως η αυθεντικότερη και η κατ’ εξοχήν ιστορική ρήγαινα της Κύπρου, μαζί με την Αικατερίνη Κορνάρο. Τη δεύτερη αγαπούσε υπερβολικά ο λαός της Κύπρου, όπως εκείνη νοιαζόταν γι’ αυτούς. Αυτές οι δύο ιστορικές ρήγαινες ταυτίζονται με τη θρυλική Ρήγαινα της Κύπρου όσο καμιά άλλη στη φαντασία του λαού, παραπέμποντας βεβαίως στην αιχμαλωσία του νησιού και των κατοίκων του εκείνη τη ρομαντική και ιπποτική εποχή, αλλά και της δουλείας του φεουδαρχισμού υπό τους σκληρούς και αδίστακτους Λατίνους αφεντάδες τους. 

Ωστόσο, δεν έχει ποτέ αποδειχθεί ποια ήταν η Ρήγαινα της Κύπρου, γιατί ρήγαινες υπήρχαν πολλές, κατά καιρούς. Αναφέρουμε λοιπόν την Αφροδίτη, θεά του έρωτα, που είχε δεσμό με τον Άδωνι και είχε τόπους λατρείας σ’ ολόκληρο το νησί – στην Πάφο, στην Αθηαίνου, στην Καρπασία, στον Ακάμα και αλλού∙ την Ελένη Παλαιολογίνα, σύζυγο του βασιλιά Ιωάννη Β’, πανούργα, ικανή και αδίστακτη και την κόρη της, Καρλόττα, βασίλισσα της Κύπρου κατά την περίοδο 1458-1460. Όλες αυτές, καθώς και άλλες λιγότερο γνωστές, ήταν ρήγαινες που ο λαός θαύμαζε και τις αγαπούσε, γιατί είχαν δύναμη και εξουσία την οποία ο λαός επιζητούσε απέναντι στην σκλαβιά. Μα η λύτρωση δεν ήλθε ποτέ. Θα μπορούσε να λεχθεί ότι η Ρήγαινα της Κύπρου είναι όλες, μια-μια ξεχωριστά και όλες μαζί, που συντελούν τον θρύλο, όπως και ο Διγενής Ακρίτας, που σύχναζε στα βουνά, στις θάλασσες και στα μαρμαρένια αλώνια, δίνοντας μάχες και ξεγελώντας τον εχθρό. 

Η Ρήγαινα υπήρχε, συνεπώς, όχι μόνον όταν η Κύπρος ήταν βασίλειο (ρηγάτο), κατά τους Λουζινιανούς χρόνους, και είχε μικρότερα κατά τόπους ρηγάτα που ανήκαν σε ρήγες και κόμητες, αλλά και προγενέστερα, κατά τους Βυζαντινούς χρόνους, όταν έδρασε ο Διγενής Ακρίτας για την απελευθέρωση του νησιού και του λαού του εναντίον των Κουρσάρων, των Αράβων και των Σαρακηνών πειρατών. Και το έπος του Διγενή Ακρίτα ήταν συνυφασμένο με το έπος της Ρήγαινας. Ο λαός αναφερόταν στους Λουζινιανούς βασιλιάδες ως ρήγες και όχι βασιλιάδες, εφόσον ο μεγάλος βασιλιάς ή αυτοκράτορας ήταν στην Κωνσταντινούπολη (Βυζάντιο).

*Γεωγράφος/Ιστορικός, Πολεοδόμος, Συγγραφέας, Ερευνητής.