Ερίνα Χαραλάμπους: «Πλεκτάνη», εκδόσεις Θράκα, 2020.

Το πρώτο που με δελέασε στην ποίηση της Ερίνας Χαραλάμπους είναι η εύτολμη προσπάθειά της  – από την πρώτη κιόλας ποιητική συλλογή – να αναπτύξει διακειμενικούς διαλόγους με προγενέστερους ομότεχνούς της, στο έργο των οποίων και προφανώς θήτευσε. Εκτιμώ ότι όλες οι συναφείς προσπάθειες της είναι αξιοπρεπείς και αξιοπρόσεκτες. Σε όλες τις περιπτώσεις, το έργο των προγενέστερων δημιουργών λειτουργεί ως ποιητικό ερέθισμα και το αποτέλεσμα μπορεί να χαρακτηριστεί ως επαρκές αισθητικό γύμνασμα.

Η πρωτοεμφανιζόμενη, τουλάχιστον εκδοτικά, ποιήτρια θέτει στόχους υψηλούς καθώς επικαλείται τον Καβάφη, τον Ρίτσο, το Σεφέρη, αλλά και τους ημέτερους Κυριάκο Χαραλαμπίδη και Παντελή Μηχανικό.

Αλλά, ας τα πάρουμε ένα ένα και με τη σειρά. Πρώτα η παρώδιση του Καβάφη, σίγουρα τολμηρή αλλά και ολίγον …«βλάσφημη»: «Ύστερα από τόσους αιώνες / πόση ιστορία σεληνιακής μαλάκυνσης [;] / ήδη θα το κατάλαβες / το ξέρεις πια οι αλυσίδες / τι σημαίνουν». (σελ. 13) 

 

Η ποιήτρια συχνά ερωτοτροπεί και πειραματίζεται με τις λέξεις σ’ ένα παιγνιώδες γύμνασμα ποιητικής, δελεαστικό, όμορφο και ολόδροσο από φρεσκάδα και νιότη: «…τι κι αν οι λέξεις ξεπετάγονται μέσα από τα παρτέρια, τι κι αν θρασύτατες φωνάζουν μέσα από τα παντζούρια, τι κι αν χλωμές σπαράζουν μέσα από τα τούβλα εντός εκτός και επί ταυτά, εσύ κι η πόλη, η πόλη σου κι εσύ, σεληνιάζεστε επίμονα αμετανόητα απρόσκοπτα, στον βωμό [της αλήθειας] της Σελήνης». (σελ. 12)

Η Ε.Χ. μετέρχεται λόγο ειρωνικό, σαρκαστικό, χλευαστικό, ενίοτε και διαπομπευτικό: «Λιάζεται της Κυπρίδος το ζωικό βασίλειο / νωχελικά φυτοζωεί υπό το έλεος του του νερού∙ / την ώρα που ένα κουβάρι έχιδνας συρίζει / όσο μια μύγα αδιάφορα σφυρίζει / πάνω από τα περιττώματα / του χθεσινού πανηγυριού». (σελ. 15) Πέρα από τον πασιφανή ψόγο, είναι εμφανές – και όχι μόνο εδώ – ότι η ποιήτρια ελκύεται από τις παρηχήσεις και τις αξιοποιεί δεόντως. 

Από την άλλη, η ειρωνεία και η ανατρεπτική διάθεση είναι διάχυτες παντού. Πχ στο ποίημα «Πενταδάκτυλος ΙΙ» διαβάζουμε: «Κι αν κατορθώσεις να σπάσεις τα δεσμά / την πλάτη κι αν ποτέ ανασηκώσεις, / το βάρος της συνήθειας – / τη συνήθεια πώς θα αποσείσεις;». (σελ. 17) Πέραν του σπέρματος της αμφισβήτησης, εδώ ιχνηλατείται κι ένας υποδόριος αλλά προφανής διακειμενικός διάλογος με τον Μόντη.  

Η Ε.Χ. δεν συνομιλεί όμως μόνο με ποιητές. Το ποίημα της «Μονόδρομος» (σελ. 22) αφιερώνεται στη μνήμη της πρωτοποριακής πεζογράφου μας Ήβης Μελεάγρου και έχει ως κατακλείδα τους στίχους: «Ένα καντήλι μονάχα / σε τούτη τη γη / Ανατολική / και / Πένθιμη». Εδώ προφανώς η συνομιλία εστιάζεται στο μοντέρνο για την εποχή του αλλά και ως τις μέρες μας εμβληματικό μυθιστόρημα της Μελεάγρου «Ανατολική Μεσόγειος».

Η ποιήτρια δέχεται ερεθίσματα και από τη ζώσα πολιτικοκοινωνική επικαιρότητα. Και η προσέγγισή της παραμένει το ίδιο κριτική και καυστική: «οι πάλλευκες πρωτεύουσες ξεδιάντροπα / θα συνεχίσουν να τρομοκρατούνται / οι θάλασσες τους να ξεβράζουν πτώματα– ». (σελ. 25) Γενικά, στίχοι οργής και πίκρας απαντώνται διάσπαρτα μέσα στο ευσύνοπτο βιβλίο της Ε.Χ.  που φέρει τίτλο «Πλεκτάνη».

Εκεί όπου η ποιήτρια οξύνει την πολιτική κριτική της, εκεί που ο ψόγος της θέλει να γίνει όσο πιο δριμύς γίνεται, εκεί που επιθυμεί το κατηγορητήριό της να ακουστεί όσο πιο στεντόρειο γίνεται, επιστρατεύει την κυπριακή διαλεκτό: «Είναι μια αρμαθιά λιμπούροι / στο αίθριο της Βουλής. / Κατέλαβαν συθέμελα το κτίριο / Αναρριχώνται στους ορόφους. / Στα δώματα τρυπώνουν ανεμπόδιστα, / πίσω από τα καλώδια, / μέσα από σωλήνες». (σελ. 30) Αυτή η πρακτική, οφείλω να παρατηρήσω, προσλαμβάνει διαστάσεις φαινομένου και απαντάται σε ολοένα και περισσότερους ποιητές των νεότερων γενιών που μετέρχονται λέξεις, φράσεις και εκφράσεις της κυπριακής διαλεκτού, προκειμένου να διερμηνεύσουν βαθιά συναισθήματα πόνου, συγκλονισμού, οργής ή αγάπης. Βρισκω αυτούς τους πειραματισμούς πολύ ενδιαφέροντες, κυρίως για τη φρεσκάδα και το ανεπιτήδευτο τους, αλλά και για τη χωριστή ιδιομορφία που παρουσιάζει ο  καθένας από αυτούς.

Επιστρέφοντας στην Ε.Χ. θα έλεγα ότι γενικά η γραφή της είναι εύτολμη και πειραματική, χωρίς να ακολουθεί την πεπατημένη και τα εν πολλοίς εμπεδωμένα και «ασφαλή» ποιητικά σχήματα. Αξιοποιεί δε σωστά και με λειτουργική αφομοίωση όλο το υποδομικό υλικό του οποίου είναι κάτοχος μέσω των μελετημάτων της, τόσο από την εγχώρια όσο και από την πανελλήνια αλλά και τη διεθνή ποίηση.

Από τις καλύτερες στιγμές του βιβλίου θεωρώ τα ποιήματα «Σημεία πήξης» (σελ.31) και «Εγερτήριο σάλπισμα». (σελ. 32) Το πρώτο αναφέρεται στη στάση ζωής της δημιουργού του, με ευρηματικότητα και φαντασία, αξιοποιώντας τα σημεία στίξης. Το δεύτερο είναι ένα πλήρες, ένα ολοκληρωμένο ποίημα ενδοσκόπησης, βαθιάς εσωτερικότητας και ουσιαστικού νοήματος, με φιλοσοφικές απολήξεις.  

Θέλω να ολοκληρώσω αυτή την παρουσίαση με το «Επίμετρο» της συλλογής που, κατά τη γνώμη μου, αποδεικνύει ότι η Ε.Χ. δεν γράφει τυχαία ποίηση, εκφράζοντας παράλληλα τη βεβαιότητα ότι θα ξαναδούμε εκδομένη δουλειά της, θα ξανακούσουμε γι’ αυτήν. Στο ολιγόστιχο αυτό ποίημα ανιχνεύουμε έναν αποσυμφορητικό, λυτρωτικό σαρκασμό, που αποτελεί από μόνος του εχέγγυο καλής συνέχειας: «Κι αν γελιέσαι πως του κόσμου σύσσωμη / τη θλίψη εναπόθεσες στις λέξεις που / δεν έχεις, ιδέα δεν έχεις, / μικρό μου πυροτέχνημα». (σελ. 43)

[email protected]