Οι δηλώσεις του Βρετανού υπουργού Εξωτερικών, κ. Dominic Raab, επιβεβαίωσαν την επικίνδυνη ατραπό στην οποία εισήλθαμε ως ελληνική κυπριακή πλευρά ενόψει της πενταμερούς. Οι Βρετανοί, όπως βεβαίως πράττει και ο ανεκδιήγητος Guterres, μας λένε αυτό το οποίο θα έπρεπε να είχαμε κατά νου όταν πρωτοστατούσαμε στη σύγκληση της πενταμερούς. Ότι δηλαδή θα πρέπει να είμαστε «ευέλικτοι και με ανοικτό μυαλό» ώστε να τα βρούμε περίπου μέσα στη μέση με την «άλλη πλευρά». Συρθήκαμε εν γνώσει μας σε μια διαδικασία όπου οι Τούρκοι διεκδικούν λύση συνομοσπονδίας δύο κρατών και διερωτάται κάποιος τι αναμένεται να πράξουμε εμείς, ώστε να τα βρούμε μαζί τους «στη μέση». 

Αποδεχθήκαμε στο παρελθόν τα δύο «συνιστώντα κράτη» τα οποία θα δημιουργούσαν τη δικοινοτική διζωνική ομοσπονδία και φθάνουμε σήμερα στο σημείο να συζητούμε ότι τα δύο αυτά κράτη θα πρέπει να συνάψουν μεταξύ τους μια διεθνή συνθήκη συνεργασίας. Αποδεχόμαστε ουσιαστικώς τη διχοτόμηση εν ονόματι της «λύσης» που θα απέτρεπε δήθεν τη διχοτόμηση. Αυτή η παραδοξότητα καταδεικνύει και την τραγικότητα της πολιτικής της ελληνικής κυπριακής πλευράς. 

Δυστυχώς αυτό που διεκδικούν ανερυθρίαστα οι Τούρκοι είναι μια παραλλαγή ή μετάλλαξη του «συνεταιρισμού δύο συνιστώντων κρατών», τα οποία εγκληματικώς αποδέχθηκε η ελληνική κυπριακή ελίτ τα τελευταία χρόνια. Κατάργηση δηλαδή της Κυπριακής Δημοκρατίας και αντικατάστασή της από δύο κράτη, τα οποία ευσχήμως αποκαλούμε «συνιστώντα», μόνο και μόνο επειδή δεν έχουμε την τόλμη να παραδεχθούμε ότι εν ονόματι της «δικοινοτικής διζωνικής ομοσπονδίας» έχουμε αποδεχθεί ότι η Κύπρος θα διαμελισθεί σε δύο κράτη τα οποία θα την επανιδρύσουν, διατηρώντας το κατάλοιπο εξουσίας και κυριαρχίας. Διαπιστώνεται κυριολεκτικώς παντελής έλλειψη διορατικότητας, αναστήματος και φρονήματος της πλευράς μας κατά τις «διαπραγματεύσεις», οι οποίες όλα αυτά τα χρόνια διαιώνισαν την κατοχή και παγίωσαν τα τετελεσμένα της. 

Έχουμε ουσιαστικώς αποδεχθεί με την πενταμερή ότι αυτές οι οποίες ερίζουν είναι οι δύο κοινότητες, και ότι η Τουρκία ως εγγυήτρια δύναμη θα πρέπει να βοηθήσει στην επίλυση του Κυπριακού. Δεν γίνεται η παραμικρή αναφορά στην Κυπριακή Δημοκρατία, η οποία είναι θύμα εισβολής και κατοχής από την Τουρκία, ούτε και στη φύση του Κυπριακού ως διεθνούς προβλήματος επιδρομής. Ειλικρινώς, δεν μπορεί να προσδιορισθεί το σημείο της νέας υποχώρησης στο οποίο αναμένει η πλευρά μας να συναντηθεί και να ικανοποιήσει τις τουρκικές απαιτήσεις περί δύο κρατών και μιας συμφωνίας μεταξύ τους, η οποία θα διαμοιράζει στην ουσία τα κυριαρχικά δικαιώματα της Κυπριακής Δημοκρατίας. 

Αυτή η εικόνα προδιαγράφει και τον μέγα κίνδυνο επιβίωσης που διατρέχει ο κυπριακός ελληνισμός από μια ενδεχόμενη επιδιαιτησία του άτολμου όσο και επικίνδυνου Γενικού Γραμματέα των Ηνωμένων Εθνών, Antonio Guterres, ο οποίος ουσιαστικώς έχει αποδεχθεί ως ατζέντα των συνομιλιών την τουρκική απαίτηση για δύο κράτη. Ο μεγάλος κίνδυνος που ενυπάρχει είναι μετά την πενταμερή να καθορισθεί ως αντικείμενο των διαπραγματεύσεων η πρακτική εφαρμογή των τουρκικών θέσεων περί δύο κρατών και του τρόπου με τον οποίο αυτά θα υποκαταστήσουν την Κυπριακή Δημοκρατία. 

Όσες φορές η πλευρά μας αποδέχθηκε επιδιαιτησίες ή έδωσε πίστη σε δήθεν ενδείξεις καλής θέλησης της Τουρκίας, διέτρεξε κίνδυνο αφανισμού. Το ζήτημα το οποίο προκύπτει είναι ότι επιτέλους θα πρέπει να τεθούν τα όρια πέραν των οποίων η πλευρά μας δεν μπορεί να διαπραγματεύεται. Έστω την υστάτη ας βάλουμε ένα φραγμό στη συνεχή διολίσθηση προς τις τουρκικές θέσεις.

*Βουλευτής Κ.Σ. ΕΔΕΚ