ΩΣ να μην αρκεί το γεγονός ότι –γι’ άλλη μια χρονιά– εισερχόμαστε στο Καλοκαίρι σε άλλες θάλασσες, μας φαράσσει ο ξετσίπωτος πειρατής και σφετεριστής του σουλτανικού θηρίου, με τη βουλιμία του επεκτατισμού και τις barbaro-ικές  του προκλήσεις, που ούτε η παγκόσμια αναστάτωση –λόγω επέλασης του κορωνοϊού– μπόρεσε να ανακόψει.

Κι εμείς –επαναληπτικά και επίμονα– καθώς το ημερολόγιο γυρίζει την 1η Ιουνίου, ξανα-καταφεύγουμε στους στίχους του Θεοδόση Πιερίδη από την «Κυπριακή Συμφωνία» και τα καλοκαίρια του  Αγώνα:

— Εσείς να νομίζετε πως θα το χάσουμε

και αυτό το Καλοκαίρι μας,

κι εμείς να ξέρουμε ότι είναι δικό μας

και αυτό το Καλοκαίρι. 

Ως μετρήσαμε πολλά καλοκαίρια με τους ίδιους στίχους. Άλλοτε ψιθυρίζοντας, και άλλοτε κραυγάζοντάς τους. Συνωμοτικά σε ώρες δύσκολες, ασυγκράτητοι σε κρίσιμες αποφάσεις. Με τον ίδιο προσδιορισμό στις αντωνυμίες:

Το εσείς για τη συνεχή αλλαγή φρουράς από κατακτητές, κουρσάρους, αποικιστές, εισβολείς, ξένους και παράσιτους, ληστές και σφετεριστές.

Το εμείς για τους αναστενάζοντας στα καταπροδομένα θέρη αγαθούς νησιώτες, καθώς:

Και αυτή την πρώτη ημέρα του θερινού τριμήνου, ας περιοριστούμε στις παραλίες που δεν τελούν υπό την…  κυριαρχία των πειρατών της Δύσης και των βαρβάρων της Ανατολίας, με ακέραιη την πεποίθηση:

— Γιατί θα φύγετε,

θα φύγετε κουρσάροι:

Εδώ θα μείνει μόνο ετούτο το καράβι

το σκαρωμένο από πέτρα και χώμα

κι ανθρώπους,

Και τριγύρω του ερωτιάρικα

της Κύπριδας θ’ αφροκοπά

η ανάλαφρη άφρη.