Την ερωτική κωμωδία του Ουίλι Ράσελ «Εκπαιδεύοντας τη Ρίτα» παρουσιάζει στην Κύπρο ο Δάνης Κατρανίδης με τον ίδιο να σκηνοθετεί την παράσταση και να παίζει τον ρόλο του καθηγητή  Φρανκ Μπράιαντ που θα αλλάξει τη ζωή της Ρίτας -Παναγιώτα Βλαντή- για πάντα.

Ανοιξη: «Μακάρι να έρθει! Τη νιώθω μέσα μου, αλλά έξω δεν τη βλέπω. Μόνο η φύση έχει ανθίσει, αλλά πολιτικά, οικονομικά και κοινωνικά επικρατεί μάλλον “χειμώνας”. Και αυτό το λέω, παρότι εκ φύσεως και εξ επαγγέλματος είμαι αισιόδοξος. Γιατί, αν δεν είσαι αισιόδοξος, δεν αντέχεις ούτε μια μέρα σε αυτή τη δουλειά, όταν με απόλυτη επιτυχία μένεις δύο φορές τον χρόνο άνεργος και πρέπει να ελπίζεις πάντα στο καλύτερο που είναι να έρθει, στην αλλαγή. Γι’ αυτό η φύση αυτού του επαγγέλματος μάς προσδίδει μια νεανικότητα λόγω αυτής της εγρήγορσης για την υποδοχή του νέου έργου, της νέας συνάντησης με συναδέλφους και κοινό, τον νέο χώρο όπου θα παίζουμε. Όλη αυτή η συνθήκη είναι ανανεωτική, αναζωογονητική, “ανοιξιάτικη”».

Βαλίτσα: «Η μισή ζωή μου είναι μια βαλίτσα. Σε αυτή τη δουλειά, ακόμα και όταν παίζουμε στην Αθήνα, κοντά στο σπίτι μας, είμαστε όλη μέρα στους δρόμους –πρόβες ή παραστάσεις στο θέατρο, γυρίσματα για την τηλεόραση ή το σινεμά. Άσε δε τις περιοδείες».

Γεννήθηκα: «Γεννήθηκα τον Αύγουστο του ’49 στο Αιγάλεω, σε μια λαϊκή γειτονιά, από την οποία μόνο ωραία πράγματα έχω να θυμάμαι. Ανέμελα χρόνια, όλα τα παιδιά της γειτονιάς μια παρέα, ήταν σαν να μεγαλώναμε όλα σε ένα σπίτι. Η γειτονιά και οι αυλές της ήταν σαν μια κλειστή πλατεία –πώς ήταν στις παλιές καλές ταινίες του ελληνικού κινηματογράφου οι γειτονιές; Αυτό έζησα εγώ. Ανθρώπους καλούς, δοτικούς, με τους οποίους μοιραζόμασταν τις χαρές και τις λύπες μας».

Γονείς: «Έχασα πολύ νωρίς τους γονείς μου. Τη μάνα μου, όταν ήμουν γύρω στα δεκαοκτώ και τον πατέρα μου τρία χρόνια μετά. Μένοντας πολύ νωρίς μόνος μου και χωρίς αδέρφια –ήμουν μοναχοπαίδι, αναγκάστηκα να σταθώ στη ζωή αλλιώς. Έπρεπε να σταθώ αμέσως στα δικά μου πόδια. Σκληρό για ένα νέο άνθρωπο, αλλά πολύ χρήσιμο για τη μετέπειτα πορεία του. Μαθαίνεις να επιβιώνεις, γιατί απλώς δεν έχεις άλλες επιλογές. Βέβαια, ήμουν τυχερός, γιατί πάντα βρισκόμουν σε προστατευτικά αγαπητικά πλαίσια, εργασιακά και προσωπικά. Εδώ, βέβαια, πρέπει να πω ότι είμαι ευγνώμων στους γονείς μου, γιατί δεν με εμπόδισαν να γίνω αυτό που ήθελα, παρότι ήταν λαϊκοί άνθρωποι και δεν είχαν καμία σχέση με τον χώρο των τεχνών. –Η μητέρα μου δεν πρόλαβε να με δει στο θέατρο, ο πατέρας μου, όμως, με είχε δει και ήταν πολύ περήφανος. Είναι δώρο Θεού να έχεις την αγάπη, τη ζεστασιά και τη φροντίδα των γονιών σου στη ζωή σου».

Δάσκαλος: «Αν έχω γίνει καλύτερος άνθρωπος και ηθοποιός, το οφείλω στη διδακτική συνάντησή μου με τους νέους. Πάντα με ενδιέφερε η συμπόρευσή μου με νέους καλλιτέχνες και δημιουργούς. Εκπαιδεύεις και εκπαιδεύεσαι ταυτόχρονα. Συνεκπαιδευόμενος είσαι όταν διδάσκεις. Όταν βρίσκομαι με τα νέα παιδιά, είτε σε δραματική σχολή είτε στο θέατρο, λειτουργώ σαν παλιός μαθητής. Οι νέοι ακούν από εμένα πράγματα που δεν έχουν συναντήσει ακόμα, αλλά και εγώ από αυτούς πράγματα που ίσως έχω ξεχάσει. Η ανήσυχη, ψαγμένη ματιά και στάση των νέων συναδέλφων με μετατοπίζει ευχάριστα, με αναπροσδιορίζει».

Έρωτας: «Ζωοδόχος πηγή! (γελάει) Ίσως το πιο σημαντικό, το πιο ανατρεπτικό πράγμα στη ζωή του ανθρώπου. Και δόξα τω Θεώ, έχω αγαπήσει και έχω αγαπηθεί πολύ στη ζωή μου».

Ζορίζομαι: «Ζορίζομαι όταν δεν μπορώ να συνεννοηθώ με τους γύρω μου, ακόμα και για απλά πράγματα. Τρελαίνομαι όταν δεν ισχύει το αυτονόητο και πρέπει να το διαπραγματευτώ. Δεν μπορώ να λειτουργήσω με ανθρώπους που κλείνονται στον μικρόκοσμό τους και δεν μπορούν να αντιληφθούν πως πρέπει να δουλέψουμε όλοι συλλογικά για να πάμε παρακάτω, πως όταν κάνουμε ένα λάθος, πρέπει να το παραδεχθούμε, γιατί δεν διορθώνεται μόνο του το ρημάδι. Δεν μπορώ να καταλάβω τους ανθρώπους που ενώ θέλουν να αλλάξουν τα πάντα, δεν διανοούνται να αλλάξουν οι ίδιοι».

Ηθοποιός: «Ποτέ, ως παιδί, δεν είχα σκεφτεί ότι θα ήθελα να γίνω ηθοποιός. Ο πατέρας μου ήταν επιπλοποιός και εγώ είχα μάθει δίπλα του την τέχνη του από την ανάγκη μου να τον βοηθώ στη δουλειά του. Η μητέρα μου μού μετέδωσε την αγάπη της για το σινεμά και τη θάλασσα. Επίσης, άκουγε θέατρο στο ραδιόφωνο. Με πήγαινε, λοιπόν, πάντα στις πρώτες προβολές των ταινιών –εννοείται αυτές που ήταν κατάλληλες για την ηλικία μου. Όταν γύριζα πίσω στη γειτονιά, οι φίλοι μου μού ζήταγαν να τους παίξω την ταινία. Όλους τους ρόλους του έργου! Δεν φαντάζεστε τι σχολείο ήταν αυτό για μένα! Να ξαναζωντανεύω μια ιστορία που είχα δει στην οθόνη και παράλληλα να την κάνω εξίσου ενδιαφέρουσα για τους φίλους μου. Έτσι, λοιπόν, το πρώτο μου κοινό ήταν τα παιδιά της γειτονιάς μου. Τότε, ασυνείδητα ξεκίνησε η εμπλοκή μου με τη θεατρική αναπαράσταση. 
Στα 12-13 μου, ένας φίλος από τη γειτονιά μου συνέστησε να παίξω σε μια παιδική παράσταση –εκείνη την εποχή στις παιδικές παραστάσεις έπαιζαν παιδιά. Τελικά, μου έδωσαν τον ρόλο του κομπέρ-αφηγητή. Εκεί με είδε κάποιος και μου πρότεινε πρωταγωνιστικό ρόλο στην παράστασή του. Τότε, ένιωσα για πρώτη φορά την αντιζηλία των άλλων, αυτές τις μικρότητες που αναπτύσσουν οι άνθρωποι όταν συναγωνίζονται σε έναν τομέα. Απογοητεύτηκα τόσο πολύ με όλη αυτή τη συνθήκη που είπα, “Δεν το ξανακάνω αυτό το πράγμα. Δεν ξαναπατάω σε θέατρο”. Και έφυγα. Τα παράτησα. 
Αργότερα, ήμουν στο νυχτερινό εξατάξιο Γυμνάσιο και στη συνέχεια στη Σχολή Εμπορικού Ναυτικού. Ένα βράδυ πάμε με φίλους να δούμε μια ιστορική παράσταση για το ελληνικό θέατρο, το «Έγκλημα και Τιμωρία» στο Δημοτικό Θέατρο Πειραιά, σε σκηνοθεσία Γιώργου Σεβαστίκογλου από τον θίασο Αλεξανδράκη-Γεωργούλη. Και κλαίω από τη συγκίνηση. Καλλιτεχνικό επίπεδο και αισθητική πολύ μπροστά από την εποχή. Τρελάθηκα με αυτό που έβλεπα! Τότε μια ξαδέρφη μου που ήταν μαζί μας λέει: “Παιδιά, ο Δάνης δεν πρέπει να πάει στα καράβια. Το θέατρο είναι ο φυσικός του χώρος”. Τότε, συνειδητοποίησα ότι αυτός είναι ο δρόμος μου. Έδωσα εξετάσεις στη Σχολή Θεοδοσιάδη και τα υπόλοιπα τα ξέρετε». (γελάει)

Θέατρο – «Εκπαιδεύοντας τη Ρίτα»: «Λάτρεψα αυτό το έργο του Ουίλι Ράσελ, γιατί εστιάζει σε πανανθρώπινες αλήθειες. Δεν είναι τυχαίο ότι θεωρείται ένα σύγχρονο κλασικό έργο. Ο συγγραφέας διαθέτει έναν εκπληκτικό τρόπο αφήγησης, γραφής και δόμησης του θέματός του, που βάζει δύο ανθρώπους από διαμετρικά αντίθετους κόσμους, τον καθηγητή Φρανκ Μπράιαντ και τη λαϊκή Ρίτα, να συναντώνται και να αλληλοεκπαιδεύονται, με την εξέλιξη αυτής της συνάντησης να επιφέρει απρόσμενες εξελίξεις στις ζωές τους.
Το έργο παρακολουθεί τη σχέση των δύο αυτών ανθρώπων στη διάρκεια ενός εξαμήνου. Η Ρίτα, δυσαρεστημένη με τη βαρετή καθημερινότητα της δουλειάς της αλλά και την κοινωνική ζωή της, γράφεται στο Ανοιχτό Πανεπιστήμιο. Ο Φρανκ, μεγαλύτερος σε ηλικία και επίτιμος διδάκτωρ Πανεπιστημίου, δέχεται να αναλάβει το μάθημα ως ένα συμπλήρωμα στο εισόδημά του.
Η συνάντηση όμως και η γνωριμία τους θα έχει ένα βαθύ αντίκτυπο και στους δύο. Ο Φρανκ θα εντυπωσιαστεί από τον αυθορμητισμό και την ειλικρίνεια της Ρίτας και θα αναγκαστεί να επανεξετάσει τις απόψεις του για τη ζωή, ενώ η Ρίτα συνειδητοποιεί ότι η διδασκαλία του Φρανκ της ανοίγει νέους ορίζοντες για μια διαφορετική ζωή που σταδιακά τη γεμίζει αυτοπεποίθηση».

Ιθάκη: «Την ψάχνω την Ιθάκη μου… Και στη θάλασσα και στη στεριά».

Καρυκεύματα: «Μου αρέσουν και στην κουζίνα και στη ζωή. Είμαι καλοφαγάς, με την έννοια ότι τρώω τα πάντα, αρκεί να είναι καλοφτιαγμένα, μαγειρεμένα με μεράκι. Δεν μαγειρεύω γενικώς, αλλά ψήνω ειδικώς. Οι φίλοι μου λένε ότι τα ψητά μου είναι επαγγελματικού επιπέδου. Το καλό φαγητό πάντως είναι θέμα καλής πρώτης ύλης. Όπως και οι άνθρωποι ή οι ανθρώπινες σχέσεις. Όσα καρυκεύματα και να προσθέσεις, αν δεν έχεις καλή πρώτη ύλη, το αποτέλεσμα δεν θα είναι καλό».

Λάθη: «Α, πάρα πολλά! Αμέτρητα! Άλλα υπέροχα, άλλα καταστροφικά και βασανιστικά. Και είμαι τυχερός που κάποια από αυτά δεν τα πλήρωσα με το ανάλογο κόστος».

Μάνα: «Η μητέρα μου με εισήγαγε στις δύο μεγάλες μου αγάπες: τη θάλασσα και το θέατρο. Με τη μητέρα μου έμαθα να ψαρεύω, είτε με βάρκα είτε από τη στεριά. Στις διακοπές μας στη Σαλαμίνα, πηγαίναμε δύο φορές την ημέρα για ψάρεμα –και παρεμπιπτόντως κολύμπι- μία το πρωί και μία το απόγευμα».

 

Νύχτα: «Πολλές φορές φεύγω νύχτα από το σπίτι για γυρίσματα και επιστρέφω νύχτα μετά την παράσταση. Εμείς οι ηθοποιοί ζούμε πολύ τη νύχτα αναγκαστικά».

Ξεκουράζομαι: «Αυτό που με ξεκουράζει πραγματικά είναι η θάλασσα. Να παίρνω το σκάφος μου και να χάνομαι στα πελάγη. Στη θάλασσα βρίσκω τον πραγματικό μου εαυτό. Η θάλασσα είναι σαν το θέατρο. Έχουν πολλές εναλλαγές. Είναι εντελώς απρόβλεπτα και τα δύο. Μπορεί να ξεκινήσεις με μπουνάτσα και να καταλήξεις με θύελλα. Επίσης και τα δύο διεκδικούν την απόλυτη αφοσίωσή σου, σε κρατούν σε εγρήγορση».

Ομάδα: «ΑΕΚ, όπως και ο Μικρασιάτης πατέρας μου. Πλέον δεν πηγαίνω στο γήπεδο, γιατί δεν μου αρέσουν διάφορα άκομψα πράγματα που γίνονται εκεί, αλλά παρακολουθώ τους αγώνες, όταν μπορώ, από την τηλεόραση. Μικρός εννοείται ότι είχαμε ομάδες στη γειτονιά και παίζαμε συνέχεια ποδόσφαιρο. Μη φανταστείτε ότι παίζαμε σε στάνταρ θέσεις. Παντού παίζαμε –επιθετικοί, αμυντικοί, κεντρικοί- και τα πάντα κάναμε για τη χαρά του παιχνιδιού».

Πατρότητα: «Ήθελα πάρα πολύ να κάνω παιδί, το επιδίωξα, αλλά δεν προέκυψε. Γι’ αυτό παντρεύτηκα τρεις φορές στο παρελθόν. Για να κάνω οικογένεια και όχι για να κάνω εξώφυλλα».

Ρυτίδες: «Καλοδεχούμενες! Είναι η ζωή μου, τα γέλια μου, οι αγωνίες μου, τα πάθη μου και τα λάθη μου. (γελάει) Οι ρυτίδες μου είναι εγώ».

Σταρ: «Σταρ είναι ένας άνθρωπος που ξεχωρίζει σε όποιον τομέα και αν βρίσκεται. Αυτό ή το έχεις ή δεν το έχεις. Ο σταρ πουλάει τον εαυτό του, ενώ ο ηθοποιός τη δουλειά του. Ευτυχείς οι συνάδελφοι που έχουν βρει την ισορροπία ανάμεσα στα δύο. Εγώ δεν ήμουν ποτέ σταρ. Θεωρώ ότι είμαι ένας ηθοποιός που πορεύτηκα με τον τρόπο μου και τον κόπο μου, τις δυνατότητές μου και τις ανεπάρκειές μου».

Ύπνος: «Αχ, μεγάλο θέμα! Δεν κοιμάμαι καθόλου εύκολα δυστυχώς, γιατί τριβελίζουν το μυαλό μου οι έννοιες και οι υποχρεώσεις της δουλειάς και ειδικά λίγο πριν με πάρει ο ύπνος. Και στην προσπάθειά μου να αποφορτιστώ, με βρίσκει το ξημέρωμα».

Φοβάμαι: «Μόνο τον εαυτό μου. Ο εαυτός μου είναι ο χειρότερος εχθρός μου».

Χρόνος: «Τα πάω καλά μαζί του και απ’ ό,τι φαίνεται, τα πάει και αυτός καλά μαζί μου. (γελάει) Ευχαριστώ τον Θεό που με έχει καλά, ξέρω ότι δεν φαίνεται η ηλικία μου, παρόλο που δεν είμαι από αυτούς που προσέχουν. Μπορεί να έχω κόψει το τσιγάρο από το ’85, αλλά ούτε γυμνάζομαι, ούτε είμαι εγκρατής όταν κάτσω στο τραπέζι, ούτε έχω κόψει τα ξενύχτια –εντάξει, στο τρίτο σερί ξενύχτι, οι αντοχές μου με προδίδουν. Παλιότερα, όταν καθόμουν να φάω, έτρωγα ένα εστιατόριο. Τώρα τρώω τα δύο τρίτα. (γελάει) Ίσως, παίζει ρόλο το ότι δεν έχω άγχος στη ζωή μου. Ζω, σκέφτομαι, πράττω, όπως αισθάνομαι, όπως μου αρέσει. Έχει σημασία πώς κοιτάς τη ζωή, αλλά και προς τα πού κοιτάς, μπροστά και πάνω στον ουρανό ή πίσω και κάτω στο χαντάκι».

Ψέματα: «Λέω αυτά τα κατά συνθήκη ψεύδη, για να μην πληγώσω κάποιον. Αλλιώς, όχι, δεν μου αρέσουν. Με μπερδεύουν».

Ώρα να…: «…πάμε στο θέατρο! Έχουμε παράσταση!».