Κάποτε το να μην ψηφίσεις, θεωρείτο –ίσως αφελώς– μέχρι και επαναστατική πράξη. «Μας έχουν γραμμένους, θα τους γράψουμε και εμείς.

Θα τους στείλουμε το μήνυμα της απαξίωσης μας». Κανένα μήνυμα δεν έλαβε ποτέ κανείς με αυτό τον τρόπο και καμία αλλαγή προς το καλύτερο δεν έγινε. Απλά, καταγράφηκε ακόμα ένας αριθμός. Αυτός της αποχής. Κι η αποχή στις εκλογές της Κυριακής στην Ελλάδα έφτασε το 47,17%. Σχεδόν οι μισοί εγγεγραμμένοι ψηφοφόροι δεν ψήφισαν. Το «ψήφισαν παραλία ή καφετέρια» είναι ένα σλόγκαν, αλλά προφανώς όχι η εξήγηση. Αν όλα αυτά τα εκατομμύρια, κάπου τέσσερα, ψήφιζαν θα ήταν αλλιώς το αποτέλεσμα; Ενδεχομένως ναι.

Τρία ακροδεξιά κόμματα εισήλθαν στη Βουλή με συνολικό αποτέλεσμα –αν προσθέσεις τα ποσοστά και των τριών– κάπου 13%. Μια ακροδεξιά πτέρυγα πιο δυνατή από το ΠΑΣΟΚ ή το ΚΚΕ κι όχι πολύ μακριά από το ποσοστό του ΣΥΡΙΖΑ.

Στα τέσσερα εκατομμύρια αυτών που δεν ψήφισαν, προφανώς κι υπάρχουν ψηφοφόροι πολλών ιδεολογιών και τάσεων, μεταξύ αυτών και ακροδεξιοί. Δεν εξαντλήθηκε, δηλαδή, η απήχηση τους στο 13%. Παρ’ όλα αυτά, η πλειοψηφία όσων δεν ψήφισαν είναι αυτοί που δεν μπορούσαν να ταυτιστούν με κανένα, που δεν ήθελαν να συμβιβαστούν με το μη χείρον βέλτιστον.

Οι ακροδεξιοί είχανε επιλογές και λόγο να προσέλθουν στις κάλπες. Άρα, υπάρχει ένας εν δυνάμει μεγάλος αριθμός ανθρώπων, που θα μπορούσαν να αλλάξουν την πορεία προς αυτό που διαφαίνεται πως πάει να επικρατήσει σε όλες τις χώρες. Ο αριθμός των ανθρώπων αυτών όμως, το βρίσκει πιο επαναστατικό να μην κάνει τίποτα. Να αφήσει τα πράγματα να συμβαίνουν ερήμην του κι ας οδηγηθούν προς όποια κατεύθυνση, προς όποιο άκρο καταφέρει να επιβληθεί, με όποιο τίμημα.

Αυτό, υπό τις συνθήκες όπως διαμορφώνονται, μάλλον δεν αποτελεί πια επαναστατική πράξη αλλά αυτοκτονία. Ακόμα κι ο Διονύσης Τσακνής τους στίχους του οποίου μπορεί να χρησιμοποιήσαμε κάποτε για να πούμε πως το παιχνίδι είναι στημένο και δεν μας αφορά –«γυρίζω τις πλάτες μου στο μέλλον/ το κόλπο είναι στημένο και στα μέτρα σας/ ξεγράψτε με απ’ τα κατάστιχά σας/ στον κόπο σας δεν μπαίνω και στα έργα σας/ συνένοχο στο φόνο δε θα μ’ έχετε…»– διεκδικεί πλέον μια θέση στα βουλευτικά έδρανα. Ίσως όχι σαν κράχτης ούτε προς επαγγελματική αποκατάσταση, αλλά γιατί το γύρισμα της πλάτης γίνεται πια επικίνδυνο για τη δημοκρατία. Το μήνυμα της αποχής δεν αποκωδικοποιείται όπως ιδανικά θα επιθυμούσαμε, αλλά γίνεται όπλο που στρέφεται εναντίον μας. Κι εκεί που δεν συμβιβαζόμαστε με το χείρον βέλτιστο, συμβιβαζόμαστε εντέλει με το χειρότερο: την ακροδεξιά, τον φασισμό, ένα επικίνδυνο τσούρμο…