Άγνωσται παραμένουν αι βουλαί του Υφυπουργείου και οι προθέσεις της νέας Υφυπουργού σε σχέση με το μέλλον του Φεστιβάλ Κύπρια, αν δηλαδή θα επανακάμψει κάποια στιγμή ως κανονικό κρατικό φεστιβάλ ή αν θα παραμείνει ένα εξειδικευμένο χορηγικό πρόγραμμα.

Είναι κι αυτό ένα από τα ζητήματα που θα κληθεί να αντιμετωπίσει η Λίνα Κασσιανίδου, η οποία στις πρώτες της αναγνωριστικές μέρες έχει αρχίσει να μπαίνει στο πνεύμα και είναι τακτική η παρουσία της σε πολιτιστικές εκδηλώσεις και διοργανώσεις.

Σε κάθε περίπτωση και ανεξαρτήτως βουλών και προθέσεων, το σίγουρο είναι ότι Διεθνές Φεστιβάλ Κύπρια φέτος δεν θα δούμε και το μόνο που μένει να κάνουμε είναι να περιμένουμε το τέλος της χρονιάς για έναν δίκαιο και ολοκληρωμένο απολογισμό των αποτελεσμάτων του χορηγικού προγράμματος. Από τη σκοπιά των υπόλοιπων φεστιβάλ, βέβαια, η απροσδόκητη αυτή εξέλιξη είναι κάτι παραπάνω από καλοδεχούμενη: μοιάζει με μάννα εξ ουρανού. Και οι ευεργετικές της συνέπειες είναι ήδη εμφανείς, ειδικά στα κύρια καλοκαιρινά φεστιβάλ της υπαίθρου που σχεδόν… δυσκολεύονται να διαχειριστούν την καλή τους τύχη. Απ’ εκεί που οι διοργανωτές δούλευαν σχεδόν εθελοντικά, αντιμετωπίζοντας κάθε λογής προκλήσεις και περιορισμούς, έλαβαν μια γενναία οικονομική ανάσα και μαζί ουσιαστικά κι ένα ενθαρρυντικό χτύπημα στην πλάτη σε θεσμικό επίπεδο, από το ίδιο το κράτος. Είναι πράγματι, όπως επεσήμανε πρόσφατα και ο καλλιτεχνικός διευθυντής του Animafest Γιώργος Τσαγγάρης, μια αναγνώριση της σημασίας και της προσφοράς αυτών των φεστιβάλ και των θυσιών των εμπνευστών τους.

Μέσα στη διαμορφωθείσα κατάσταση, ό,τι πιο κοντινό μάς έχει απομείνει σε κύριο κρατικό και διεθνές φεστιβάλ παραστατικών τεχνών είναι το Φεστιβάλ Αρχαίου Ελληνικού Δράματος. Το οποίο, προφανώς ή παραδόξως, δεν επωφελείται καθόλου χρηματικά από το χορηγικό πρόγραμμα Κύπρια. Αντίθετα, οι οικονομικές του δυνατότητες παραμένουν στα γνωστά στενά πλαίσια παρά το γεγονός ότι με την εξελικτική του πορεία δίνει την ψευδαίσθηση της ευρωστίας. Με δεδομένο το κενό που έχει πια δημιουργηθεί από την κατάργηση του «κορυφαίου πολιτιστικού γεγονότος της Κύπρου», τα φώτα πέφτουν τώρα λίγο πιο έντονα πάνω στη διοργάνωση αυτή, που έχει ως συνδιοργανωτή το Κυπριακό Κέντρο του Διεθνούς Ινστιτούτου Θεάτρου.

Είναι μόλις τέσσερα χρόνια «νεότερο» από τα Κύπρια κι έχει γράψει –και συνεχίζει να γράφει- τη δική του ιστορία στα πολιτιστικά μας δρώμενα. Από την εποχή του αείμνηστου Νίκου Σιαφκάλη μέχρι την εποχή του Χρίστου Γεωργίου έχει διευρύνει τις προοπτικές του, έχει εκσυγχρονιστεί κι έχει επίσης αναδιαμορφώσει τη φιλοσοφία του. Θεωρώ όμως ότι αυτή η «συμπύκνωση» του προγράμματος με γνώμονα την ποιότητα ή/ και την εμπορικότητα των παραγωγών είναι προβληματική. Το φεστιβάλ που σεμνύνεται να λέει ότι φιλοξένησε παραγωγές 135 θεατρικών σχημάτων από τουλάχιστον 24 χώρες του πλανήτη κατέληξε φέτος να αραιώσει το πρόγραμμά του φιλοξενώντας συνολικά τέσσερις προτάσεις. Εκ των οποίων οι τρεις φέρνουν την υπογραφή σκηνοθετών από την Ελλάδα (Σουγάρης, Τερζόπουλος, Ευαγγελάτου) και η μία σκηνοθέτη από την Κύπρο (Σιλβέστρος). Όταν πριν από μερικά χρόνια λήφθηκε η απόφαση οι φιλοξενούμενες παραστάσεις να μειωθούν από έξι σε πέντε, η διαφορά φάνηκε. Πολύ περισσότερο τώρα που έγιναν τέσσερις. Δηλαδή, να αναμένουμε να μειωθούν περισσότερο;

Θέλω να πιστεύω ότι ήταν η συγκυρία τέτοια και αφορούσε περισσότερο το κόστος. Γιατί επιλογές υπήρχαν και πάντα θα υπάρχουν. Θεωρώ πάντως ότι θα δινόταν λιγότερο η αίσθηση ότι το φεστιβάλ απαρνείται σιγά- σιγά τον διεθνή του χαρακτήρα αν πέρα από την παραγωγή του Εθνικού Θεάτρου της Ουγγαρίας φιλοξενούνταν τουλάχιστον άλλη μια μη ελληνόφωνη. Γενικότερα, όσο «ανοίγει» το πρόγραμμα θα φαίνεται λιγότερο η προτίμηση της διοργάνωσης σε παραγωγές του Εθνικού και του ΚΘΒΕ, που θα μπορούσαν άνετα να σταθούν εμπορικά κι εκτός πλαισίου του φεστιβάλ. Είναι κακό να φιλοξενεί το φεστιβάλ παραστάσεις που κάνουν sold out; Προφανώς και όχι. Αρκεί να μη χάνει την επίγνωση της φιλοσοφίας του.

Είναι γεγονός ότι οι μη ελληνόφωνες παραγωγές δεν προσελκύουν το κοινό κι ότι τα τελευταία χρόνια σημειώθηκε μια μικρή κάμψη στο επίπεδο. Είναι όμως αυτό λόγος να παρακαμφθεί ο σημαντικότερος λόγος ύπαρξης της διοργάνωσης, που είναι ο πολυπολιτισμικός διάλογος με βάση την οικουμενική φύση του αρχαίου ελληνικού δράματος; Σαν έμμεση «δικαίωση» του δημάρχου Πάφου μού μοιάζει όλο αυτό, που, αν θυμάστε, το 2021 αποχώρησε επειδή δεν έβρισκε «αρκετά ποιοτικές» τις παραγωγές που θα παρουσιάζονταν στο Αρχαίο Ωδείο.

Σε ό,τι αφορά την κυπριακή δημιουργία, φέτος δόθηκε ενισχυμένη επιχορήγηση στη μία εγχώρια παραγωγή που εντάχθηκε στο πρόγραμμα, η οποία ουσιαστικά ήταν παραγωγή του ίδιου του φεστιβάλ. Και εν τέλει περιορίστηκε σε έναν μικρό αριθμό παραστάσεων. Δεν είναι κρίμα; Αντίθετα, πέρσι δεν επιλέχθηκε καμία κυπριακή παραγωγή, ενώ παλιότερα βλέπαμε συχνά ακόμη και δύο στην ίδια διοργάνωση.

Εκεί που θέλω να καταλήξω είναι ότι το φεστιβάλ αρχαίου δράματος βρίσκεται κι αυτό σ’ ένα μεταίχμιο κι έχει ανάγκη αφενός να συμβουλευτεί τις ρίζες του και αφετέρου να βρει έναν τρόπο να είναι συνεπές με την ανάγκη που το γέννησε. Αλλά και το πώς αυτή η ανάγκη έχει εξελιχθεί 27 χρόνια μετά. Θα μπορούσε να τολμήσει νέες τομές, όπως για παράδειγμα μια κυπριακή παραγωγή με διεθνή σκηνοθέτη. Δηλαδή, να γίνει το ίδιο ή να καταστήσει την Κύπρο πόλο δημιουργίας και σημείο αναφοράς στο συγκεκριμένο πεδίο. Όλα αυτά βέβαια απαιτούν χρήματα και μια νέα δυναμική, ενώ η μόνιμη δικαιολογία του περιορισμένου μεγέθους της χώρας και του κοινού λειτουργεί ανασταλτικά. Δεν είναι κακό όμως να καταθέτουμε τον προβληματισμό μας κι ας ακούγονται όλα αυτά ουτοπικά και ανεπίτευκτα.

Ελεύθερα, 6.8.2023