Πριν από καμιά δεκαριά χρόνια δημοσιεύτηκε στον αγγλικό Τύπο η παρακάτω είδηση:

«Τα παιδιά διδάσκονται, συστηματικά –από τους δασκάλους τους, σε χιλιάδες βρετανικά δημόσια σχολεία– ότι αν κουνήσουν το κεφάλι τους περιστροφικά και πάνω-κάτω θα αυξηθεί η κυκλοφορία του αίματος στο μετωπιαίο λοβό με αποτέλεσμα να βελτιωθεί η συγκέντρωση τους· ότι αν τρίψουν το ένα δάχτυλο με το άλλο με έναν ειδικό επιστημονικοφανή τρόπο θα βελτιωθεί η «ροή ενέργειας» μέσα από το σώμα τους· και ότι αν κρατήσουν το νερό στο στόμα τους πάνω στη γλώσσα τους, θα ενυδατωθεί απευθείας ο εγκέφαλος τους μέσω του ουρανίσκου· όλα αυτά, στο πλαίσιο ενός ειδικού προγράμματος ασκήσεων που λέγεται «γυμναστική για τον εγκέφαλο».

Αυτήν την είδηση άρπαξε ο ιατρός, συγγραφέας και παραγωγός ραδιοφωνικών εκπομπών Μπεν Γκόλντεϊκερ, 49, (φωτό), και αποφάσισε να αφιερώσει χρόνο για να ασχοληθεί με τέτοιες απόψεις και, το σημαντικότερο όπως λέει, με τους μπούφους του εκπαιδευτικού μας συστήματος που τις υιοθετούν, αλλά και με τους απλούς πολίτες που είναι έτοιμοι να καταπιούν όποιο χάπι ή κουτόχορτο τους προτείνουν κάποιοι κομπογιαννίτες εκείνης της «ιατρικής» που δεν βασίζεται επάνω σε τεκμηριωμένες αποδείξεις.

Όλη η έρευνα και οι απόψεις του Γκόλντείκερ, αναπτύσσονται με απλό και καθαρό τρόπο στο βιβλίο του «Κακή Επιστήμη» (Εκδόσεις Κλειδάριθμος, στα ελληνικά), που ήταν υποψήφιο για το βραβείο Samuel Johnson του BBC, ένα από τα πιο φημισμένα βραβεία παγκοσμίως για μη λογοτεχνικά έργα. Όμως, λέει, το βιβλίο αυτό δεν είναι μια συλλογή ασήμαντων παραλογισμών.

«Ακολουθεί μία φυσιολογική κλιμάκωση, από τις ανοησίες τον τσαρλατάνων, στην αξιοπιστία των μέσων ενημέρωσης, και από κει τα τεχνάσματα της βιομηχανίας συμπληρωμάτων διατροφής με κύκλο εργασιών πάνω από 30 δισεκατομμύρια στερλίνες, στα δεινά της φαρμακευτικής βιομηχανίας των 300 δισεκατομμυρίων στερλινών, στα τραγούδια των επιστημονικών ρεπορτάζ (των ΜΜΕ) και τέλος σε περιπτώσεις όπου άνθρωποι κατέληξαν στην φυλακή, εξευτελίστηκαν, η πέθαναν εξαιτίας μόνο και μόνο της κακής κατανόησης της στατιστικής και της τεκμηρίωσης που διαποτίζει όλη την κοινωνία μας.»

Ο συγγραφέας κάνει αναφορά στην εποχή της ιστορικής διάλεξης του Τσάρλς Πέρσι Σνόου (1905-1980), Άγγλου λογοτέχνη, φαρμακοποιού με μακρόχρονη υπηρεσία στο βρετανικό δημόσιο, για τις «δύο κουλτούρες» των θετικών και ανθρωπιστικών επιστημών πριν από μισό αιώνα. Οι απόφοιτοι των τελευταίων απλώς μας αγνοούσαν, έλεγε. Σήμερα οι θετικοί επιστήμονες και οι γιατροί υστερούν σε αριθμούς και σε δύναμη απέναντι σε αμέτρητες στρατιές από άτομα που αισθάνονται ότι έχουν το δικαίωμα να αποφαίνονται για ζητήματα επιστημονικής τεκμηρίωσης –αξιοθαύμαστη φιλοδοξία– χωρίς να κάνουν τον κόπο να κατανοήσουν στοιχειωδώς τα σχετικά θέματα.

«Στο σχολείο διδαχτήκατε για χημικές ουσίες σε δοκιμαστικούς σωλήνες, εξισώσεις που περιγράφουν την κίνηση, και ίσως μερικά πράγματα για την φωτοσύνθεση, Αλλά κατά πάσα πιθανότητα δεν διδαχτήκατε τίποτα για τον θάνατο, τον κίνδυνο, την στατιστική, και την επιστήμη που εξετάζει τι μας σκοτώνει τι μας γιατρεύει.

«Το κενό στην κουλτούρα μας είναι ολοφάνερο; Η τεκμηριωμένη ιατρική, η απόλυτη εφαρμοσμένη επιστήμη, που περιέχει μερικές από τις εξυπνότερες ιδέες των δύο τελευταίων αιώνων, έχει σώσει εκατομμύρια ζωές, και όμως δεν έχει αξιωθεί να έχει μια θέση στο Μουσείο Επιστημών.

Αυτό δεν οφείλεται σε έλλειψη ενδιαφέροντος. Έχουμε ψύχωση με τα θέματα υγείας –τα μισά επιστημονικά θέματα των μέσων ενημέρωσης είναι ιατρικά– και βομβαρδιζόμαστε συνεχώς με επιστημονικοφανείς ισχυρισμούς και άρθρα. Κι όμως λαμβάνουμε την πληροφόρησή μας ακριβώς από εκείνους τους ανθρώπους που έχουν επανειλημμένα αποδειχτεί ανίκανοι να διαβάσουν, να ερμηνεύσουν και να δώσουν αξιόπιστες μαρτυρίες για την επιστημονική τεκμηρίωση».

Το βιβλίο συστήνεται ανεπιφύλακτα. Αλλά δεν νομίζω ότι θα το διαβάσουν ποτέ οι «παντογνώστες» δίχως σοβαρή γνώση. Μακάρι να το διαβάσουν όσοι έχουν το μέγα χάρισμα να μαθαίνουν αμφισβητώντας.