Ο ΚΥΒΟΣ ερρίφθη! Ως αναμενόταν εδώ και μέρες, μεταδιδόταν, φημολογείτο, καταχωρήθηκε χθες στο Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο από τη νομική ομάδα του Γενικού Εισαγγελέα, αίτημα για παύση του Γενικού Ελεγκτή.  Έχουμε επισημάνει και προσφάτως ότι δεν είναι καθόλου καλή εξέλιξη η σύγκρουση θεσμών του κράτους.

ΕΙΜΑΣΤΕ της άποψης ότι από τη στιγμή κατά την οποία στη δημοκρατία δεν υπάρχουν αδιέξοδα, θα πρέπει οι διαφορές συζητούνται και να επιλύονται. Πριν φθάσουν στα άκρα και πριν οι διαφορές τεθούν ενώπιον της Δικαιοσύνης. Είναι, όμως, στο τέλος-τέλος και η προσφυγή στη Δικαιοσύνη διέξοδος.

ΒΕΒΑΙΩΣ, θα πρέπει να επισημανθεί πως υπάρχουν νέα δεδομένα με την καταχώρηση του αιτήματος από πλευράς της Γενικής Εισαγγελίας. Έχει χρόνια που διαιωνίζεται αυτή η κόντρα και από τη στιγμή κατά την οποία δεν υπήρχε πεδίο συνεννόησης, τελικά η διέξοδος ήταν το Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο. Για να λυθεί οριστικά αυτό το ζήτημα. Για να δοθεί λύση και διέξοδος. Οποιαδήποτε και να είναι η απόφαση του Δικαστηρίου, θεωρούμε πως μετά από αυτήν το θέμα θα λυθεί. Αυτό, τουλάχιστον ευελπιστούμε.

ΘΑ επαναλάβουμε για μια ακόμη φορά πως δεν θα έπρεπε να φθάσει το ζήτημα αυτό στα άκρα. Είμαστε, όμως, θα το επαναλάβουμε, πως από χθες ενώπιον ενός δεδομένου. Δεν θα μπούμε στον πειρασμό να μοιράσουμε ευθύνες. Για την ουσία του θέματος έχουμε αναφερθεί και στο παρελθόν. Υπήρχε χρόνος για να βρεθούν άλλες διέξοδοι.

ΒΕΒΑΙΑ μέχρι να εκδικαστεί το αίτημα της Γενικής Εισαγγελίας προφανώς και θα υπάρχουν μεγάλες δυσκολίες στην λειτουργία των δυο θεσμών. Εκεί και όπου θα πρέπει να συνεργαστούν και να συνυπάρξουν αυτό δεν θα γίνεται λόγω των εξελίξεων. Θα βιώσουμε συνεπώς μια παρατεταμένη κρίση, που εκ των πραγμάτων θα επηρεάζει τη λειτουργία του κράτους.

Η ΚΟΙΝΩΝΙΑ παρακολουθεί και κρίνει. Θεωρούμε πως υπάρχει και διαμορφωμένη άποψη στην κοινή γνώμη. Αυτή είναι η μια διάσταση, που κανείς δεν μπορεί να υποβαθμίσει. Όχι σε σχέση με τη δικαστική διαδικασία αλλά ευρύτερα.

ΤΗΝ ίδια ώρα, οφείλουμε να επαναλάβουμε και το γεγονός ότι είναι άποψη μας πως θα έπρεπε ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας να είχε παρέμβει προ πολλού. Κι εάν η παρέμβασή του δεν έβρισκε πρόσφορο έδαφος, η ευθύνη θα βάρυνε εκείνο που δεν ανταποκρίθηκε στην έκκληση.