Η φορολογική μεταρρύθμιση αποτελεί ένα μεγάλο στοίχημα για το κράτος. Όχι απλά για την Κυβέρνηση, αλλά για ολόκληρο τον κρατικό μηχανισμό, αφού θα (πρέπει να) καθορίσει προς τα πού θα κινηθεί η οικονομία τα επόμενα χρόνια.

Η Κυβέρνηση έχει αναθέσει στο Κέντρο Οικονομικών Ερευνών του Πανεπιστημίου Κύπρου τη διεξαγωγή της σχετικής μελέτης, ενώ ταυτόχρονα πραγματοποιεί επαφές με εμπλεκόμενα σύνολα, ώστε να διαπιστώσει πού κινούνται οι θέσεις τους σε διάφορα ζητήματα. Την ίδια ώρα, επαφές πραγματοποιούν και τα κόμματα, ώστε να ετοιμάσουν και να προτείνουν εισηγήσεις στην Κυβέρνηση. Και εκκρεμεί και ο διάλογος με τους κοινωνικούς εταίρους.

Και εδώ προκύπτουν δύο βασικά ζητήματα. Το πρώτο αφορά στο ότι η μεταρρύθμιση θα πρέπει να έχει ξεκάθαρη κατεύθυνση ως προς τα πού θα πρέπει να κινηθεί η οικονομία τα επόμενα χρόνια. Σε ποιους κλάδους θα δοθεί έμφαση, ποιες προϋποθέσεις πρέπει να υπάρξουν ώστε αυτοί να αναπτυχθούν, τι είδους επαγγελματίες θα χρειαστούμε, οι οποίοι θα στελεχώσουν αυτούς τους τομείς, τι εφόδια θα πρέπει να αποκτήσουν οι εν λόγω επαγγελματίες και άρα τι εκπαίδευση θα λάβουν. Επομένως, είναι ιδιαιτέρως σημαντικό να υπάρξει ολιστική προσέγγιση στο ζήτημα της μεταρρύθμισης, ώστε, ναι μεν να πούμε ότι θέλουμε να πάμε προς την αυτή ή την άλλη κατεύθυνση, ωστόσο πρέπει να προϋπάρξουν οι συνθήκες και οι προϋποθέσεις που θα συμβάλουν ώστε να χαράξουμε τον συγκεκριμένο δρόμο.

Το δεύτερο ζήτημα έχει να κάνει με αυτό των επαφών, των διαβουλεύσεων, των εισηγήσεων και προτάσεων. Είναι καλό η Κυβέρνηση να ακούσει θέσεις και απόψεις οργανωμένων συνόλων και επαγγελματικών συνδέσμων, καθώς ολοένα και κάποια εισήγηση θα φανεί χρήσιμη και ωφέλιμη για να συμπεριληφθεί στις προτάσεις της μεταρρύθμισης.

Ωστόσο είναι σημαντικό όπως:

(α) Οι επαφές και οι διαβουλεύσεις τεθούν σε έναν χρονικό ορίζοντα, ώστε να μην τραβήξουν σε μάκρος και να υπάρξει σύντομα μια ολοκληρωμένη εικόνα ως προς τις εισηγήσεις του κάθε σώματος. Άλλωστε, οι εξελίξεις τρέχουν, η τεχνητή νοημοσύνη ήρθε και θα αλλάξει πολλά από αυτά που γνωρίζαμε μέχρι σήμερα ως δεδομένα και δεν θα πρέπει να δημιουργήσουμε κάτι άκαιρο και παρωχημένο.

(β) Εφόσον η Κυβέρνηση και ευρύτερα η Πολιτεία γνωρίζουν προς ποια κατεύθυνση θέλουν να πορευτούν και το έχουν καταστήσει σαφές και ξεκάθαρο προς κάθε κατεύθυνση, τότε δεν θα πρέπει να οδηγηθούν στη λογική της ικανοποίησης όλων των πλευρών, αλλά στην εξυπηρέτηση του κοινού καλού και της υποβοήθησης της οικονομίας. Αν επιλέξει τη λογική «να ικανοποιήσουμε όλες τις πλευρές», υπάρχει ο κίνδυνος να επαναλάβουμε το παράδειγμα της τοπικής αυτοδιοίκησης, όπου αντί για πέντε Δήμους δημιουργήσαμε τελικά 20 και δεν είναι κανένας βέβαιος πώς θα λειτουργήσουν τα νέα όργανα και οι νέες διαδικασίες που περιλαμβάνονται στον νέο νόμο.

Επί τούτου, υπάρχει και μια υποσημείωση σε σχέση με τα νομοσχέδια που θα πάρει η Κυβέρνηση στη Βουλή προς ψήφιση. Εάν η Κυβέρνηση πάρει τροποποιητικά νομοσχέδια, χωρίς επαρκή διαβούλευση, και στη συνέχεια αυτά θα μετουσιωθούν σε κάτι άλλο, από τις τροποποιήσεις και τις παρεμβάσεις κομμάτων και βουλευτών, τότε το τελικό αποτέλεσμα δεν θα είναι το επιθυμητό.

Ασφαλώς και δεν πρέπει να ισχύσει το take it or leave it, αλλά εφόσον υπάρξει ξεκάθαρη θέση και συμφωνία ως προς αυτά που θα υιοθετηθούν κατά τη μεταρρύθμιση, δεν θα ήταν φρόνιμο να χωρέσουν κομματικές σκοπιμότητες σε αυτό το ιδιαίτερα σημαντικό ζήτημα.