Στο βιβλίο «Still Alice» (στην ελληνική μετάφραση «Κάθε στιγμή μετράει») η συγγραφέας Λίζα Τζενόβα βάζει την πρωταγωνίστρια της Άλις Χάουλαντ: να εύχεται να είχε καρκίνο. «Χίλιες φορές καλύτερα να είχε καρκίνο. Θα αντάλλασσε το Αλτσχάιμερ με τον καρκίνο χωρίς δεύτερη σκέψη. Ντράπηκε που ευχόταν κάτι τέτοιο. (…) Και ενώ ένα φαλακρό κεφάλι και μια σταυρωτή κορδέλα θεωρούνταν σύμβολα θάρρους και ελπίδας, το σκάλωμα της ομιλίας και η σταδιακή εξαφάνιση των αναμνήσεών της προμήνυαν νοηματική αστάθεια και επικείμενη παράνοια. Οι καρκινοπαθείς μπορούσαν να προσβλέπουν στη στήριξη της κοινότητάς τους. Η Άλις αντιμετώπιζε τον παραγκωνισμό (…) Δεν ήθελε να καταλήξει μια γυναίκα την οποία οι άνθρωποι απέφευγαν και φοβούνταν».
 
Φυσικά και δεν χωράνε συγκρίσεις ούτε ανταγωνισμός στο ποια ασθένεια είναι καλύτερη. Η ακραία αυτή ευχή χρησιμοποιείται μόνο για να καταδείξει το πόσο σοβαρό είναι να χάνει κάποιος τη μνήμη του, τον λόγο του, την αξιοπρέπεια, την προσωπικότητά του. 
 
Η Άλις Χάουλαντ, στο βιβλίο, είναι διακεκριμένη γλωσσολόγος στο Χάρβαρντ, παντρεμένη με έναν επίσης επιτυχημένο βιολόγο και μητέρα τριών ενήλικων παιδιών. Στα 50 της έρχεται αντιμέτωπη ολοένα και πιο συχνά με περιστατικά αμνησίας. Δεν βρίσκει καν τον δρόμο που έκανε καθημερινά, για χρόνια, για να επιστρέψει στο σπίτι της. Η διάγνωση, αλτσχάιμερ. Σταδιακά, αλλά πολύ σύντομα, δεν μπορεί να λειτουργήσει. Δεν θυμάται καν πώς φοριέται το σουτιέν, πώς λειτουργεί η τηλεόραση. Αυτά τα απλά πράγματα της καθημερινότητας που άλλοτε τα έκανε μηχανικά, χωρίς να χρειάζεται να σκεφτεί. 
 
Σκέφτομαι αυτή τη σύγκριση κάθε φορά που κάποιος συνάνθρωπός μας εξαφανίζεται. Γιατί απλά δεν βρήκε τον δρόμο να επιστρέψει στο σπίτι. Δεν έχει σημασία ποιος ήταν, πόσο έξυπνος υπήρξε, πόσο πετυχημένος ήταν στη δουλειά του και πόσα σταυρόλεξα έληξε. Αυτές οι απλές ενέργειες γίνονται ξαφνικά το πιο δύσκολο πρόβλημα. 
 
Μία γυναίκα βγήκε από το σπίτι για να πάει στο περίπτερο. Διαδρομή που προφανώς έκανε άπειρες φορές. Αλλά δεν επέστρεψε. Δέκα μέρες τώρα την ψάχνουν. Δεν υπάρχει πιο βασανιστικό πράγμα για τους συγγενείς και φίλους να σκέφτονται όλα τα σενάρια που μπορεί να συνέβησαν, τη μοναξιά και την απελπισία που θα ένιωσε η ίδια. 
 
Τέτοια περιστατικά γίνονται όλο και πιο συχνά. Ο καθένας μας μπορεί να βρεθεί στη θέση είτε της γυναίκας, είτε των συγγενών. Όσα σταυρόλεξα κι αν λύσουμε, όσα λιπαρά κι αν κόψουμε, όσα χιλιόμετρα κι αν διανύσουμε στον δρόμο του γυμναστηρίου, κανείς δεν μπορεί να προβλέψει τι μας περιμένει. Για αυτό, βάζουμε τον εαυτό μας στη θέση του καθενός που έχει ξεχάσει πια ποιος είναι. 

chrystalla@phileleftheros.com