Ουδείς νοήμων άνθρωπος μπορεί να αμφισβητήσει τη σημασία της επιστήμης στη ζωή του ανθρώπου, ούτε και να υποβαθμίσει την ευεργετική της συμβολή στην αύξηση του βιοτικού του επιπέδου, της ποιότητας ζωής του, την καταπολέμηση ασθενειών (που κάποτε θεωρούνταν ανίατες), τη βελτιστοποίηση του υλικού μέρους της ζωής μας, την αποκωδικοποίηση του φυσικού περιβάλλοντος, τη συστηματοποίηση της ανθρώπινης γνώσης. 

Οποιαδήποτε, όμως, επιστημονική ανακάλυψη, όσο σημαντική κι αν είναι, οφείλει να υπηρετεί ακόμα ένα σκοπό. Την επαφή της και την κατανόηση της από τον απλό κόσμο.

Ο Ernest Rutherford, o οποίος θεωρείται ο “πατέρας” της Πυρηνικής Φυσικής καθώς ήταν ο πρώτος που πέτυχε τη διάσπαση του ατόμου, είχε δηλώσει πως “Μια υποτιθέμενη επιστημονική ανακάλυψη δεν έχει καμιά αξία αν δεν μπορούμε να την εξηγήσουμε σε μια σερβιτόρα”, θέλοντας να τονίσει πόσο σημαντική είναι η επικοινωνία ή καλύτερα, η επικοινώνηση οποιασδήποτε επιστημονικής ανακάλυψης στο ευρύ κονό.

Αρκεί μόνο να παρακολουθήσει κάποιος μια οποιαδήποτε συζήτηση (περί εμβολίων και πανδημίας εν γένει) που διεξάγεται στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης για να καταλάβει πόσο οπισθοδρομική και υπανάπτυκτη είναι μια μερίδα της κυπριακής επιστημονικής κοινότητας ως προς το ζήτημα της επι-κοινώνησης της γνώσης. 

Δεν είμαστε όλοι ειδικοί και επαΐοντες επί όλων των θεμάτων. Και πόσο μάλλον των επιστημονικών. Κατανοητό. Κατονοητό επίσης ότι οι απόψεις που εκφράζονται από μια μερίδα συμπολιτών μας είναι υπερβολικές, ενίοτε αντεπιστημονικές, έως και συνωμοσιολογικές. Αυτό είναι το τίμημα που καλούμαστε να πληρώσουμε ως παγκόσμια κοινωνία σε ένα κόσμο όπου η λανθασμένη πληροφόρηση διαδίδεται με την ίδια ευκολία με την οποία διαδίδεται και η ορθή. Μέσα σε αυτό το περιβάλλον, στόχος της επιστημονικής κοινότητας θα έπρεπε να είναι η καταπολέμηση της αμάθειας μέσω της διάχυσης της γνώσης και η εξάλειψη των παρανοήσεων μέσω της τεκμηριωμένης ενημέρωσης.   

Δυστυχώς αυτό δεν συμβαίνει. Ή δεν συμβαίνει πάντα. 

Πολλές φορές γινόμαστε μάρτυρες συζητήσεων στα ΜΚΔ όπου, οποιαδήποτε άποψη εκφεύγει της επιστημονικής ορθότητας συναντά (από μια μερίδα επιστημόνων) την υποτίμηση, τον χλευασμό και, το χειρότερο, την υπεροψία. Ούτε λίγο ούτε πολύ, το ύφος με το οποίο βρίσκονται αντιμέτωποι όσοι τολμούν να εκφέρουν γνώμη (ακόμη και για μη αμιγώς επιστημονικά ζητήματα) είναι του τύπου “Κοίτα αγοράκι/κοριτσάκι…. είμαστε η πνευματική ελίτ κι εσείς η αδαής μπασκλασαριά γι’ αυτό μόκο και πίσω στην τρύπα της κοινωνικής σου αφάνειας”.  Η Επιστήμη δεν είναι δογματική.  Και κατ’ επέκταση δεν είναι φανατική. Ο φανατισμός, όμως, και η οίηση με τα οποία ορισμένοι επιστήμονες αντιμετωπίζουν συνανθρώπους και συμπολίτες τους, τη στιγμή που θα έπρεπε να προσπαθούν να εξηγήσουν και να πείσουν, είναι αποκρουστικός και, δυστυχώς, παράγει αντίθετα αποτελέσματα από αυτά που όλοι μας θα επιθυμούσαμε.  

Ακόμα και η αντίδραση, πολλών εξ αυτών, απέναντι στα καταδικαστέα επεισόδια που έλαβαν χώρα στο προεδρικό και το κανάλι Σίγμα τον ίδιο παρονομαστή είχε. Οριζόντια καταδίκη όσων αρνούνται να εμβολιαστούν (άσχετα αν στη συντριπτική τους πλειονότητα αυτοί δεν είναι εκ πεποιθήσεως αντιεμβολιαστές, αλλά έχουν δικαιολογημένες ανησυχίες), υποτιμητικοί και χυδαίοι χαρακτηρισμοί προς όλους όσους έλαβαν μέρος στη διαδήλωση (λες και όλοι όσοι παρευρέθηκαν ήταν και πρωταγωνιστές των επεισοδίων) και φανατισμένο τσουβάλιασμα ανθρώπων με ανήθικες γενικεύσεις.

Οι επιστήμονες, όμως, οφείλουν να αντιληφθούν ορισμένες πραγματικότητες. Κατ’ αρχάς, επιβάλλεται να κατανοήσουν πως η επικοινώνηση της επιστήμης είναι δική τους υποχρέωση (ή για να το θέσω ορθότερα, κυρίως δική τους υποχρέωση) και όταν αυτή είναι ελλειμματική έως προβληματική η ευθύνη βαραίνει και τους ίδιους. Οφείλουν, επίσης να συνειδητοποιήσουν πως έχουν, ως πνευματικοί άνθρωποι, ευθύνη και για την εικόνα που παρουσιάζουν στους συνανθρώπους τους. Θα πρέπει, γι αυτό τον λόγο, να διακρίνονται από αυτοκυριαρχία, μετριοφροσύνη και μετριοπάθεια. Ειδικότερα σε περίεργες περιόδους όπως αυτή που διανύουμε, όπου υπάρχει εντονότατη διασπορά ψευδών ειδήσεων και τείνουν να κυριαρχήσουν τα πάθη, ο δογματισμός και η έλλειψη ανεκτικότητας προς την αντίθετη άποψη.  

Για να γίνουν όμως όλα αυτά, χρειάζεται να εξαλειφθεί η πνευματική μονομέρεια που χαρακτηρίζει ένα κομμάτι της wanabee κυπριακής διανόησης και που την οδηγεί, μοιραία, στην εγωπάθεια και την αυταρέσκεια αποκόπτοντας την επαφή της με τη βάση της κοινωνίας. Μόνο τότε, ίσως, αποβάλει την αλαζονεία της υπεροχής. Μόνο τότε, ίσως, κάνει κτήμα της αυτό που είπε ο νομπελίστας Ιρλανδός ποιητής Γέιτς… “Να σκέφτεσαι σαν σοφός αλλά να επικοινωνείς στη γλώσσα του λαού”.  

*Φιλόλογος